Economist: Νέα εποχή στην γεωπολιτική
Πηγή: Αρχείου
Ο πρόεδρος Τζο Μπάιντεν αποκαλεί «αποφασιστική δεκαετία», την δεκαετία που διανύουμε. Ωστόσο, αυτή η «ταμπέλα» μετά βίας αποτυπώνει την κατάσταση – την έναρξη μεταψυχροπολεμικής εποχής στην οποία η παγκόσμια τάξη πραγμάτων που οικοδόμησε η Αμερική στα μέτρα της μπορεί να ανατραπεί βίαια από τη Ρωσία και την Κίνα. Ο «ανταγωνισμός των μεγάλων δυνάμεων» είναι πολύ άτονος όρος την στιγμή που η Ρωσία καταστρέφει την Ουκρανία, τη Ρωσία, ενώ ο όρος «νέος ψυχρός πόλεμος» παραείναι απλουστευτικός δεδομένης της περίπλοκης οικονομικής αλληλεξάρτησης της Δύσης με την Κίνα.
Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία ανέτρεψε τον κανόνα, που καθιερώθηκε μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, ότι τα σύνορα δεν πρέπει να αλλάζουν με τη βία. Αναβίωσε το φάσμα του πυρηνικού πολέμου για πρώτη φορά μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, με μια ανατροπή: ο πρόεδρος της Ρωσίας Βλαντιμίρ Πούτιν, χρησιμοποίησε την απειλή χρήσης πυρηνικών όχι ως έσχατη λύση, αλλά ως εναρκτήριο λάκτισμα για να θωρακίσει τον επιθετικό του πόλεμο.
Η Ρωσία, ωστόσο, αντιπροσωπεύει μόνο το «οξύ» πρόβλημα, από την σκοπιά της Αμερικής. Η μεγαλύτερη απειλή για την παγκόσμια τάξη – αυτό που το Πεντάγωνο αποκαλεί πρόκληση «βηματισμού» – προέρχεται από την Κίνα, τη μόνη χώρα με τη δυνατότητα να εκθρονίσει την Αμερική ως την παγκόσμια εξέχουσα δύναμη. Οι ένοπλες δυνάμεις της Κίνας επεκτείνονται ραγδαία. Έχει ήδη το μεγαλύτερο ναυτικό στον κόσμο, την τρίτη μεγαλύτερη αεροπορία, πλούσια γκάμα πυραύλων και τα μέσα για να διεξάγει πόλεμο στο διάστημα και στον κυβερνοχώρο.
Τι θα συμβεί αν η «άνευ ορίων» φιλία μεταξύ Ρωσίας και Κίνας μετατραπεί σε πραγματική συμμαχία; Αυτή τη στιγμή υπάρχουν ελάχιστα στοιχεία ότι η Κίνα βοηθά τον πόλεμο της Ρωσίας. Ωστόσο, αυτά τα αυταρχικά κράτη της Ευρασίας πραγματοποιούν τακτικά από κοινού στρατιωτικές ασκήσεις και ορισμένοι ανώτεροι Αμερικανοί αξιωματούχοι πιστεύουν ότι οι δύο θα έρθουν πιο κοντά. Καθώς η Κίνα διογκώνει το πυρηνικό της οπλοστάσιο σε ίσως 1.500 κεφαλές έως το 2035 – πλησιάζοντας το μέγεθος του αμερικανικού και ρωσικού οπλοστασίου – οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να μάθουν τη νέα τέχνη της τριμερούς πυρηνικής αποτροπής. Αυτό, με τη σειρά του, μπορεί να οδηγήσει σε νέα κούρσα εξοπλισμών, ιδιαίτερα εάν η συνθήκη New start, η οποία περιορίζει τα αμερικανικά και ρωσικά πυρηνικά, λήξει στις αρχές του 2026 χωρίς επακόλουθη συμφωνία.
Ο μετασχηματισμός λαμβάνει χώρα σε εποχή που το ειδικό βάρος της Αμερικής στην παγκόσμια οικονομία έχει μειωθεί. Τον περασμένο αιώνα, το ΑΕΠ της Αμερικής ήταν πολύ μεγαλύτερο από αυτό των αντιπάλων της —της Γερμανίας και της Ιαπωνίας στον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, της Σοβιετικής Ένωσης και της Κίνας στον Ψυχρό Πόλεμο. Αυτές τις μέρες, ωστόσο, το ΑΕΠ της Κίνας δεν είναι πολύ πίσω από αυτό της Αμερικής (και ήδη το υπερβαίνει όταν αποτιμάται σε ισοτιμία αγοραστικής δύναμης). Οι αμερικανικές αμυντικές δαπάνες, αν και γιγάντιες σε απόλυτες τιμές, ήταν κοντά στα ιστορικά χαμηλά ως ποσοστό του ΑΕΠ. Αυτό αρχίζει να αλλάζει, αφού το Κογκρέσο ψήφισε στις 23 Δεκεμβρίου για την έγκριση σημαντικά μεγαλύτερης αύξησης των αμυντικών δαπανών από ό,τι είχε ζητήσει ο κ. Μπάιντεν.
Χάρτλαντ εναντίον Ρίμλαντ: Το κέντρο έναντι της Ευρασιατικής περιφέρειας
Οι παλιές γεωπολιτικές θεωρίες επανεξετάζονται. Το 1904 ο Βρετανός γεωστρατηγιστής Χάλφορντ Μάκιντερ υποστήριξε ότι όποιος έλεγχε τον πυρήνα της Ευρασίας, το Χάρτλαντ όπως το αποκαλεί –περιοχή που εκτείνεται περίπου μεταξύ της Αρκτικής Θάλασσας και των Ιμαλαΐων- θα μπορούσε να διοικήσει τον κόσμο. Σε αυτή την ανάλυση, συμμαχία μεταξύ Ρωσίας και Κίνας θα μπορούσε να αποτελέσει σοβαρή απειλή. Αντίθετα, ο Αμερικανός σύγχρονος του Μάκιντερ, Άλφρεντ Θέιερ Μάχαν, υποστήριξε ότι ο έλεγχος των εμπορικών θαλάσσιων οδών ήταν το κλειδί για την παγκόσμια ισχύ. Κάπου ανάμεσα στις δύο αυτές θεωρίες, ο επίσης Αμερικανός Νίκολας Σπίκμαν υποστήριξε το 1942 ότι αυτό που είχε σημασία δεν ήταν η καρδιά της Ευρασίας αλλά η περιφέρεια της (rimland). Υποστήριζε ότι τα θαλάσσια σύνορα που εκτείνονται από τον Ατλαντικό, μέσω της Μεσογείου, γύρω από τη νότια Ασία έως την Ιαπωνία ήταν το ζωτικό έδαφος. «Όποιος ελέγχει το Rimland κυβερνά την Ευρασία», έγραψε. «Όποιος κυβερνά την Ευρασία ελέγχει τα πεπρωμένα του κόσμου». Επιδιώκοντας να ενισχύσει τις συμμαχίες της για να αντισταθμίσει τους ευρασιάτες αντιπάλους της, η Αμερική φαίνεται να πλησιάζει περισσότερο τη θέση του Σπίκμαν.
Στο δυτικό άκρο, το ΝΑΤΟ έχει αναζωογονηθεί για να ενισχύσει την Ευρώπη και να αντιμετωπίσει τη Ρωσία. Οι αμερικανικές και άλλες συμμαχικές δυνάμεις έχουν ενισχυθεί κατά μήκος των συνόρων με τη Ρωσία. Εγκαταλείποντας τα τελευταία ίχνη ουδετερότητας, η Φινλανδία και η Σουηδία υπέβαλαν αίτηση για ένταξη στο ΝΑΤΟ. Υποθέτοντας ότι τα τελικά εμπόδια για την επικύρωση, από την Τουρκία και την Ουγγαρία, μπορούν να ξεπεραστούν, τα νέα μέλη σχεδιάζεται να ενταχθούν το 2023.
Πάνω από όλα, οι δυτικοί σύμμαχοι έχουν οπλίσει και υποστηρίξει εκτενώς την Ουκρανία για να αρχίσει να αντεπιτίθεται στη ρωσική επίθεση. Παρά τη γκρίνια από τους θιασώτες του Ντόναλντ Τραμπ, του προκατόχου του Μπάιντεν, το Κογκρέσο συμφώνησε να παράσχει 7 δισεκατομμύρια δολάρια περισσότερα από τα 37,7 δισεκατομμύρια δολάρια που ζήτησε ο Μπάιντεν σε βοήθεια για την Ουκρανία το οικονομικό έτος που θα λήξει τον Σεπτέμβριο του 2023. Όχι μόνον δεν αποδυνάμωσε την δυτική συμμαχία ο κ. Πούτιν, αλλά αντίθετα τη έχει αναζωογονήσει. Ο Άαρον Ντέιβιντ Μίλερ του αμερικανικού think-tank Carnegie Endowment for International Peace, απαριθμεί δύο άλλες ακούσιες συνέπειες: «Έχει δημιουργήσει συγκυρία δικομματικής σύμπνοιας στην Αμερική. Και έχει προσφέρει στον Μπάιντεν μια στιγμή λύτρωσης μετά τη χαοτική αποχώρηση από το Αφγανιστάν».
Στο ανατολικό άκρο της ευρασιατικής περιφέρειας, εν τω μεταξύ, οι συζητήσεις για μελλοντικό πόλεμο με την Κίνα για την Ταϊβάν έχουν ενταθεί, ειδικά μετά από την αμφιλεγόμενη επίσκεψη στο νησί τον Αύγουστο από την πρόεδρο της Βουλής των Αντιπροσώπων της Αμερικής, Νάνσι Πελόζι. Ο κ. Μπάιντεν ελπίζει ότι η πρόσφατη κατ’ ιδίαν συνάντησή του (η πρώτη του ως πρόεδρος) με τον ηγέτη της Κίνας, Σι Τζινπίνγκ, έχει θέσει «ταβάνι» στην επιδείνωση των σχέσεων. Ο κ. Σι μπορεί να είναι απασχολημένος με προβλήματα στο εσωτερικό, κυρίως με την επιβράδυνση της οικονομίας και τις ανατροπές των πολιτικών του για την αντιμετώπιση της πανδημίας. Ωστόσο, Αμερικανοί στρατιωτικοί, ειδικότερα, λένε ότι θέλει να αναπτύξει τη στρατιωτική ικανότητα για να καταλάβει την Ταϊβάν μέχρι το 2027.
Η Αμερική δεν έχει συμμαχία παρόμοια με το ΝΑΤΟ στην Ασία για να περιορίσει την Κίνα. Αντίθετα, έχει δημιουργήσει σύστημα «κεντρικού άξονα και ακτίνων» που αποτελείται από διμερείς αμυντικές συμφωνίες με την Ιαπωνία, τη Νότια Κορέα, την Αυστραλία, τις Φιλιππίνες και την Ταϊλάνδη. Όμως, αυτές οι χώρες δεν έχουν υποχρεώσεις η μία έναντι της άλλης. Για να δημιουργήσει μεγαλύτερη συνοχή, η Αμερική εργάζεται για την επέκταση των ad-hoc συστημάτων. Τα «Πέντε Μάτια» (ΗΠΑ, Αυστραλία, Βρετανία, Καναδάς και Νέα Ζηλανδία) μοιράζονται πληροφορίες. Η συμφωνία AUKUS (με την Αυστραλία και τη Βρετανία) επιδιώκει να αναπτύξει πυρηνικά υποβρύχια και άλλα όπλα, ενώ ο συνασπισμός Quad (με την Αυστραλία, την Ινδία και την Ιαπωνία) συζητά τα πάντα, από τα εμβόλια μέχρι την ασφάλεια στη θάλασσα. Η Νότια Κορέα και η Ιαπωνία παραμερίζουν παλιές προστριβές για να πραγματοποιήσουν κοινές ασκήσεις, εν μέσω έντονων εκτοξεύσεων πυραύλων (και της αναμενόμενης πυρηνικής δοκιμής) από τη Βόρεια Κορέα.
Η Ιαπωνία έχει ανακοινώσει σχέδια για διπλασιασμό των αμυντικών δαπανών τα επόμενα πέντε χρόνια, αλλά εξακολουθεί να εμποδίζεται από την παράδοση ειρηνισμού. Το αυτοδιοικούμενο νησί της Ταϊβάν δεν έχει επίσημες διπλωματικές σχέσεις με τις περισσότερες χώρες και αποκλείεται από τις πολλές περιφερειακές στρατιωτικές ασκήσεις της Αμερικής. Ο κ. Μπάιντεν έχει επανειλημμένα προτείνει ότι θα υπερασπιστεί την Ταϊβάν έναντι κινεζικής εισβολής, αλλά πολλά παραμένουν ασαφή. Υπό το δόγμα της «στρατηγικής ασάφειας» η Αμερική δεν θα πει με ακρίβεια υπό ποιες συνθήκες θα μπορούσε να παρέμβει και τι θα έκανε, ειδικά στην περίπτωση «γκρίζων» επιθέσεων όπως ο αποκλεισμός. Αυτό καθιστά δύσκολο για την Ταϊβάν να ανταποκριθεί στην έκκληση της Αμερικής να στραφεί επισταμένα σε αμυντική στρατηγική «σκαντζόχοιρου». Οι νομοθέτες που εγκρίνουν τον προϋπολογισμό του Κογκρέσου, επιπλέον, έχουν αγνοήσει σε μεγάλο βαθμό δικομματικό νομοσχέδιο για την παροχή στην Ταϊβάν επιχορηγήσεων δισεκατομμυρίων δολαρίων για την αγορά στρατιωτικού εξοπλισμού, παρόμοια με τη βοήθεια που δόθηκε στην Ουκρανία και το Ισραήλ.
Το μεσαίο κομμάτι της περιφέρειας κατά Σπίκμαν παρουσιάζει δυσκολίες. Η κυβέρνηση Μπάιντεν έχει εργαστεί σκληρά για να προσελκύσει μέλη της περιφερειακής ομάδας της Νοτιοανατολικής Ασίας ASEAN. Αλλά ως επί το πλείστον δεν θέλουν να αναγκαστούν να επιλέξουν μεταξύ της Κίνας, του κύριου εμπορικού τους εταίρου, και της Αμερικής, του κύριου εγγυητή περιφερειακής ασφάλειας.
Η Ινδία παραμένει το μεγάλο έπαθλο για τους Αμερικανούς στρατηγούς. Έχει παράδοση αδέσμευτων και φιλοσοβιετικών τάσεων, αλλά έχει πλησιάσει περισσότερο την Αμερική καθώς οι σχέσεις της με την Κίνα έχουν ξεφτίσει. Οι ετήσιες ναυτικές ασκήσεις Malabar μεταξύ Αμερικής και Ινδίας έχουν αυξηθεί ώστε να περιλαμβάνουν όλα τα μέλη του Quad. Οι διαφορές, όμως, παραμένουν. Η Ινδία ήταν διστακτική στο να επικρίνει ευθέως την επίθεση του κ. Πούτιν στην Ουκρανία. Ωστόσο, όπως τονίζει ο Κουρτ Κάμπελ, ανώτερος σύμβουλος του Λευκού Οίκου για την Ασία, αντιπροσωπεύει «μακράν την πιο σημαντική διμερή σχέση για τις Ηνωμένες Πολιτείες στον 21ο αιώνα».
Στη Μέση Ανατολή και την Κεντρική Ασία, εν τω μεταξύ, αλλεπάλληλοι Αμερικανοί πρόεδροι προσπάθησαν να μειώσουν τις στρατιωτικές τους δεσμεύσεις μετά από δεκαετίες άκαρπων πολέμων σε Ιράκ και το Αφγανιστάν. Αναμένετε ότι η νέα Βουλή των Αντιπροσώπων υπό την κυριαρχία των Ρεπουμπλικανών θα παρενοχλεί την κυβέρνηση Μπάιντεν για τη χαοτική αποχώρηση από το Αφγανιστάν. Ωστόσο, η επίθεση με drone στην Καμπούλ τον Ιούλιο που σκότωσε τον ηγέτη της Αλ Κάιντα, Αϊμάν αλ-Ζαουαχίρι, υπογραμμίζει τον ισχυρισμό του Μπάιντεν ότι συνεχίζει τον αγώνα κατά της τρομοκρατίας «πέραν του ορίζοντα».
Επιπλέον, η άνοδος στις τιμές του πετρελαίου και του φυσικού αερίου νωρίτερα φέτος που επιδεινώθηκε από τον πόλεμο στην Ουκρανία επιβεβαίωσε τη γεωπολιτική σημασία του Κόλπου. Έχοντας ανακηρύξει κάποτε τη Σαουδική Αραβία «παρία», ο κ. Μπάιντεν επισκέφθηκε τη χώρα τον Ιούλιο και έκανε χειραψία με γροθιά τον Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν, τον διάδοχο και ντε φάκτο κυβερνήτη της χώρας. «Δεν θα απομακρυνθούμε και δεν θα αφήσουμε κενό που θα καλυφθεί από την Κίνα, τη Ρωσία ή το Ιράν», είπε ο Μπάιντεν στους Άραβες ηγέτες στη Τζέντα. Πήρε ελάχιστα σε αντάλλαγμα, είτε όσον αφορά τη μείωση των τιμών του πετρελαίου είτε την ομαλοποίηση των σχέσεων της Σαουδικής Αραβίας με το Ισραήλ. Τον Δεκέμβριο, οι ηγέτες του Κόλπου επεφύλαξαν αισθητά πιο θερμή υποδοχή στον κ. Σι.
Οι σχέσεις της Αμερικής με το Ισραήλ μπορεί επίσης να δοκιμαστούν από την επιστροφή του Μπενιαμίν Νετανιάχου επικεφαλής ενός συνασπισμού που περιλαμβάνει ακροδεξιούς υπουργούς. Η ελπίδα του Μπάιντεν να περιορίσει το ατομικό πρόγραμμα του Ιράν με την αναβίωση πυρηνικής συμφωνίας έχει εκμηδενιστεί. Οποιαδήποτε συμφωνία για την άρση των κυρώσεων είναι πλέον αδύνατη λόγω των εκτεταμένων αντικαθεστωτικών διαδηλώσεων στο Ιράν. Ωστόσο, οι προσπάθειες του Ιράν για τον εμπλουτισμό ουρανίου συνεχίζονται με γοργούς ρυθμούς, θέτοντας υπό αμφισβήτηση την υπόσχεση του κ. Μπάιντεν να αποτρέψει τους μουλάδες από το να αποκτήσουν ποτέ πυρηνικά όπλα.
Όσον αφορά τον ευρύτερο κόσμο, η Αμερική και οι σύμμαχοί της έχουν καταφέρει σειρά από ετεροβαρείς ψηφοφορίες που καταγγέλλουν τη Ρωσία στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ. Ωστόσο, η υποστήριξη προς τη Δύση από τον παγκόσμιο νότο είναι εύθραυστη. Πολλές χώρες θεωρούν τους εαυτούς τους θύματα ενός απόμακρου πολέμου που διεξάγεται στην Ευρώπη που αύξησε τις τιμές των καυσίμων και των τροφίμων και απέσυρε τη διεθνή προσοχή από άλλες κρίσεις. Επιπλέον, δεν θέλουν να βρεθούν στη μέση ενός ψυχρού πολέμου μεταξύ Αμερικής και Κίνας.
Η Δύση έχει απαντήσει σε τέτοιες ανησυχίες με διάφορους τρόπους: πιέζοντας για έναν μηχανισμό που θα επιτρέπει στην Ουκρανία να εξάγει σιτηρά από τα λιμάνια της Μαύρης Θάλασσας, προσπάθεια επιβολής πλαφόν στις τιμές του ρωσικού πετρελαίου, προώθηση παγκόσμιων πρωτοβουλιών υγείας, και τη δημιουργία ενός δυτικού μηχανισμού για τη χρηματοδότηση έργων υποδομής και την πρόκληση της Πρωτοβουλίας της Κίνας Belt and Road [Καινούργιου Δρόμου του Μεταξιού]. Γενικότερα, ο κ. Μπάιντεν έχει κατεβάσει τους τόνους της προγενέστερης προσπάθειάς του να χωρίσει τον κόσμο σε δημοκρατίες και αυταρχικά καθεστώτα. Έχει φιλοξενήσει σειρά από μεγάλες περιφερειακές συνόδους κορυφής, κυρίως με ηγέτες από την Ασία, τα νησιά του Ειρηνικού, τη Λατινική Αμερική και την Αφρική.
Η μεγάλη τρύπα στη στρατηγική του είναι η έλλειψη ελκυστικής οικονομικής και εμπορικής πολιτικής που να φέρνει πιο κοντά συμμάχους και φίλους. Το Συμβούλιο Εμπορίου και Τεχνολογίας ΗΠΑ-ΕΕ είναι χρήσιμο φόρουμ συνομιλιών για αναδυόμενες τεχνολογίες. Το Οικονομικό Πλαίσιο Ινδο-Ειρηνικού, με 14 συμμετέχουσες χωρες, υπόσχεται μελλοντικές πρωτοβουλίες για την ψηφιακή οικονομία, την ανθεκτικότητα της εφοδιαστικής αλυσίδας, την καθαρή ενέργεια και τη δικαιοσύνη (δηλαδή, κανόνες για τη φορολογία, το ξέπλυμα χρήματος και τη δωροδοκία). Αλλά αυτά δεν ισοδυναμούν με ουσιαστικές εμπορικές συμφωνίες. Η Αμερική, για παράδειγμα, δεν θα ακούσει την επιθυμία των Ασιατών συμμάχων της να συμμετάσχει στη Συνολική και Προοδευτική Συμφωνία των 11 χωρών για την Εταιρική Σχέση ΥπερΕιρηνικού (πρώην TPP).
Πράγματι, η «εξωτερική πολιτική για τη μεσαία τάξη» του κ. Μπάιντεν χαρακτηρίζεται από πολύ προστατευτισμό και πολιτικές για την βιομηχανία. Τα πρόσφατα μέτρα περιλαμβάνουν επιδοτήσεις για την πράσινη τεχνολογία και τους ημιαγωγούς και περιορισμούς στην πρόσβαση της Κίνας σε προηγμένα τσιπ. Αυτές οι πολιτικές προκαλούν ένταση με τους ευρωπαίους και ασιάτες συμμάχους περιορίζοντας την πρόσβαση στην αμερικανική αγορά, περιορίζοντας τις εξαγωγές προς την Κίνα και εκτρέποντας τις επενδύσεις. Η Ευρωπαϊκή Ένωση μπορεί να απαντήσει επιδοτώντας τις δικές της βιομηχανίες πράσινης τεχνολογίας και ημιαγωγών. Αλλά ο Τζέικ Σάλιβαν, ο σύμβουλος εθνικής ασφάλειας του Μπάιντεν, φαίνεται να θεωρεί την προοπτική ενός πολέμου επιδοτήσεων ως καλό αποτέλεσμα. Ο ίδιος ανέφερε στο Carnegie Endowment ότι η Αμερική βοηθά τις μεσαίες τάξεις αλλού ενθαρρύνοντας «έναν ενάρετο κύκλο επενδύσεων σε άλλα μέρη του κόσμου».
Η άλλη επίμονη ανησυχία σχετίζεται με τη δημοκρατία στη Δύση —ιδίως στην Αμερική, σχεδόν δύο χρόνια μετά την εισβολή ενός όχλου υπέρ του Τραμπ στο Καπιτώλιο. Η Αμερική φαίνεται να απομακρύνεται από τον Τραμπ και τους συναδέλφους του που αμφισβητούν το εκλογικό αποτέλεσμα, αλλά η πολιτική της σκηνή παραμένει έντονα πολωμένη. Η υγεία της δημοκρατίας της Αμερικής είναι απαραίτητη για την ικανότητά της να προσελκύει φίλους και να διεκδικεί την ηγεσία. Ο κ. Σάλιβαν εξιστόρησε πώς τον Νοέμβριο, όταν ο Μπάιντεν παρακολούθησε την ασιατική σύνοδο κορυφής στην Πνομ Πενχ, άλλοι ηγέτες ήθελαν να μάθουν τις λεπτομέρειες των ενδιάμεσων εκλογών σε μέρη όπως η Νεβάδα. Όπως αποκάλυψε ο κ. Σάλιβαν, «ήταν υπενθύμιση ότι ο υπόλοιπος κόσμος κοιτάζει την κατάσταση της αμερικανικής δημοκρατίας…και αναρωτήθηκε: «Τι μας λέει αυτό για τη διατήρηση της ισχύος της Αμερικής στη διεθνή σκηνή;».
Πηγή: The Economist
Διαβάστε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο
Το σχόλιο σας