Financial times: Η Γερμανία αντιμέτωπη με ένα κατεστραμμένο επιχειρηματικό μοντέλο

Financial times: Η Γερμανία αντιμέτωπη με ένα κατεστραμμένο επιχειρηματικό μοντέλο

Πηγή: Αρχείου

Δεν υπάρχουν μεγαλύτερα ή πιο πολυάσχολα μελίσσια δραστηριότητας από τα κεντρικά γραφεία της BASF στο Ludwigshafen.

Δεν υπάρχουν μεγαλύτερα ή πιο πολυάσχολα μελίσσια δραστηριότητας από τα κεντρικά γραφεία της BASF στο Ludwigshafen. Έχοντας μέγεθος μικρής πόλης, είναι το μεγαλύτερο ολοκληρωμένο χημικό συγκρότημα στον κόσμο, με έναν από τους μεγαλύτερους σταθμούς επεξεργασίας λυμάτων της Ευρώπης, το δικό του νοσοκομείο και πυροσβεστική.

Η ψυχή του Ludwigshafen είναι το φυσικό αέριο. Είναι η ουσία που διατρέχει το πυκνό δίκτυο των σωλήνων του, το καύσιμο για τους σταθμούς ηλεκτροπαραγωγής του, η πρώτη ύλη για τις χημικές διεργασίες της. Και ο πόλεμος της Ρωσίας στην Ουκρανία έχει χτυπήσει τον κύριο προμηθευτή της.

Η BASF ανταποκρίθηκε αρχικά στην εκτίναξη της τιμής του φυσικού αερίου κλείνοντας το εργοστάσιο αμμωνίας και μειώνοντας το ρυθμό λειτουργίας της μονάδας ασετυλενίου, περιορίζοντας την παραγωγή δύο χημικών δομικών στοιχείων που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή σειράς διαφορετικών προϊόντων που είναι ζωτικής σημασίας για τις σύγχρονες βιομηχανικές αλυσίδες αξίας.

«Οι υψηλές τιμές του φυσικού αερίου έχουν δημιουργήσει κατάσταση στην οποία η εισαγωγή αμμωνίας από το εξωτερικό είναι φθηνότερη από την δική μας παραγωγή», λέει ο Ούε Λάιμπετ, επικεφαλής των ευρωπαϊκών εγκαταστάσεων της BASF.

Μέχρι τον Οκτώβριο, η εταιρεία είχε προχωρήσει πολύ περισσότερο, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι το υψηλότερο ενεργειακό κόστος είχε υπονομεύσει τόσο πολύ την ανταγωνιστικότητα της Ευρώπης που θα έπρεπε να μεταμορφώσει ολόκληρη την επιχείρησή της. Ο διευθύνων σύμβουλος Μάρτιν Μπρουντερμίλερ ανακοίνωσε ότι η BASF θα συρρικνωθεί στην Ευρώπη «το συντομότερο δυνατό, αλλά και μόνιμα».

Οι περισσότερες από τις περικοπές αναμένεται να γίνουν στο Ludwigshafen. Η BASF έχει περιορίσει σοβαρά τις δραστηριότητές της στην Ευρώπη λόγω της υψηλής τιμής του φυσικού αερίου και λέει ότι θα συρρικνωθεί περαιτέρω. Η BASF δεν είναι η μόνη. Από το καλοκαίρι, εταιρείες σε όλη τη Γερμανία προσπαθούν να προσαρμοστούν στην σχεδόν εξαφάνιση του ρωσικού φυσικού αερίου. Έχουν χαμηλώσει τα φώτα, έχουν στραφεί στο πετρέλαιο – και, ως έσχατη λύση, έχουν μειώσει την παραγωγή. Κάποιοι σκέφτονται ακόμη και να μεταφέρουν τις επιχειρήσεις σε χώρες όπου η ενέργεια είναι φθηνότερη.

Αυτό προκαλεί βαθιά ανησυχία για το μέλλον της γερμανικής βιομηχανίας και τη βιωσιμότητα του επιχειρηματικού μοντέλου της χώρας, το οποίο εδώ και καιρό βασίζεται στη φθηνή ενέργεια που εγγυάται η άφθονη προμήθεια ρωσικού φυσικού αερίου. Η Κοστάνς Στελτσενμίλερ, διευθύντρια του Κέντρου για τις ΗΠΑ και την Ευρώπη στο Ινστιτούτο Brookings, είπε ότι η περίπτωση της Γερμανίας είναι παράδειγμα ενός δυτικού κράτους που έβαλε «στρατηγικό στοίχημα» στην παγκοσμιοποίηση και την αλληλεξάρτηση – και τώρα υφίσταται τις συνέπειες. «Ανάθεσε την ασφάλειά της στις ΗΠΑ, την εξαγωγική ανάπτυξή της στην Κίνα και τις ενεργειακές της ανάγκες στη Ρωσία», έγραψε τον Ιούνιο.

«Βρίσκεται πλέον εξαιρετικά ευάλωτη στις αρχές του 21ου αιώνα που χαρακτηρίζεται από μεγάλο ανταγωνισμό δυνάμεων και αυξανόμενη οπλοποίηση της αλληλεξάρτησης τόσο από συμμάχους όσο και από αντιπάλους». Με πολλούς τρόπους, η BASF συνοψίζει την άποψη της Στελτσενμίλερ. Με τα χρόνια, εξαρτήθηκε σε μεγάλο βαθμό από το ρωσικό αέριο με αγωγούς: ο Μπρουντερμίλερ είπε τον Απρίλιο ότι αποτέλεσε τη «βάση για την ανταγωνιστικότητα της βιομηχανίας μας». Και έχει γίνει ολοένα και πιο συνυφασμένη με την Κίνα, η οποία αντιπροσωπεύει τώρα 12 δισ. ευρώ των ετήσιων εσόδων της — ή 15 τοις εκατό των συνολικών πωλήσεων για τον όμιλο.

Η BASF κατασκευάζει επί του παρόντος χημικό συγκρότημα αξίας 10 δισ. ευρώ στο Γκουανγκντόνγκ, στη νοτιοανατολική Κίνα, το οποίο είναι η μεγαλύτερη ξένη επένδυση στην ιστορία της. Κάποιοι στο Βερολίνο βλέπουν το νέο εργοστάσιο στην Κίνα με καχυποψία. «Βασικά χτίζουν μια άλλη εκδοχή του Ludwigshafen εκεί», λέει Γερμανός αξιωματούχος. «Ο φόβος είναι ότι κάποια μέρα μπορεί να κλείσουν εντελώς τη γερμανική εγκατάσταση και να μεταφέρουν όλες τις δραστηριότητές τους στο κινεζικό εργοστάσιο. Οι μέτοχοί τους δεν θα μπορούσαν να νοιάζονται λιγότερο, όσο τα χρήματα συνεχίζουν να ρέουν».

Η BASF έχει απορρίψει σε μεγάλο βαθμό τις ανησυχίες ότι επαναλαμβάνει τα ίδια λάθη που έκανε η γερμανική επιχείρηση στη Ρωσία – εξαρτώνται υπερβολικά από ένα αυταρχικό κράτος με δυνητικά επιθετικές προθέσεις προς τους γείτονές του. Ο Μπρουντερμίλερ, ο οποίος έζησε δέκα χρόνια στο Χονγκ Κονγκ, λέει ότι η BASF δεν έχει την πολυτέλεια να μην βρίσκεται στην Κίνα, η οποία αντιπροσωπεύει το 50 τοις εκατό της παγκόσμιας αγοράς χημικών προϊόντων και αναπτύσσεται πολύ πιο έντονα από την Ευρώπη.

Υπήρχαν κίνδυνοι, ανέφερε ο Μπρουντερμίλερ στους δημοσιογράφους τον Οκτώβριο, αλλά «καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι η Κίνα απουτελεί ευκαιρία. . . και είναι λογικό να επεκτείνουμε τη θέση μας [εκεί]». Οι Γερμανοί θα πρέπει «να σταματήσουν αυτό το χτύπημα της Κίνας και να κοιτάξουμε τον εαυτό μας λίγο πιο αυτοκριτικά».

Μερικοί Γερμανοί κάνουν ακριβώς αυτό – και ζητούν σημαντική επανεξέταση του οικονομικού μοντέλου της χώρας, σε όλα, από την απορρύθμιση μέχρι τη μετανάστευση. «Το γερμανικό επιχειρηματικό μοντέλο πρέπει να αλλάξει», ανέφερε στους Financial Times ο υπουργός Οικονομικών της χώρας Κριστιάν Λίντνερ. «Βασίστηκε σε χαμηλές τιμές ενέργειας. . . σε αφθονία ειδικευμένων εργαζομένων και ανοιχτές αγορές για τα προϊόντα υψηλής τεχνολογίας της Γερμανίας». Αλλά «αυτό το μοντέλο δεν λειτουργεί πια γιατί πολλά από τα βασικά στοιχεία έχουν αλλάξει. Ζούμε πλέον ‘μεροδούλι-μεροφάι’».

Εν τω μεταξύ, εταιρείες σε όλη τη Γερμανία επιβαρύνονται από το υπερβολικό βραχυπρόθεσμο κόστος ενέργειας. Η KPM, από τους παλαιότερους παραγωγούς πορσελάνης της Ευρώπης, που ιδρύθηκε από τον βασιλιά Φρειδερίκο τον Μέγα της Πρωσίας το 1763, ψήνει τα βάζα, τα κύπελλα και τα πιάτα της σε κλιβάνους που θερμαίνονται στους 1.600 C και δεν έχει εναλλακτική λύση για το αέριο.

«Είναι η μεγαλύτερη κρίση της εταιρείας από τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο», λέει ο διευθύνων σύμβουλος Γιοργκ Βόλτμαν. «Επιβιώνουμε μέρα με τη μέρα». Η KPM μπόρεσε να μειώσει τη χρήση της ενέργειας κατά 10-15%, λέει, σβήνοντας τα φώτα και τη θέρμανση τα Σαββατοκύριακα και συσκευάζοντας τους κλιβάνους της πιο σφιχτά «έτσι μπορούμε να ζήσουμε και με μια φωτιά λιγότερη».

Η εταιρεία δεν μείωσε την παραγωγή: αλλά το κόστος της έχει εκτοξευθεί, όχι μόνο για την ενέργεια αλλά για όλες τις πρώτες ύλες και αναγκαίες αγορές, όπως υλικά συσκευασίας. Ο Βόλτμαν λέει ότι η KPM θα πρέπει να αρχίσει να αυξάνει τις τιμές για τα προϊόντα της μέχρι τα μέσα του επόμενου έτους.

Τα κυβερνητικά στατιστικά στοιχεία που δημοσιεύθηκαν τον περασμένο μήνα ανέφεραν ότι η παραγωγή σε βιομηχανίες έντασης ενέργειας, που αντιπροσωπεύουν το 23 τοις εκατό όλων των βιομηχανικών θέσεων εργασίας στη Γερμανία, μειώθηκε κατά 10 τοις εκατό από την αρχή του έτους. Τομείς όπως τα μέταλλα, το γυαλί, τα κεραμικά, το χαρτί και τα κλωστοϋφαντουργικά προϊόντα έχουν δεχθεί το μεγαλύτερο πλήγμα. «Αυτό σημαίνει ότι υπάρχουν 1,5 εκατομμύριο εργαζόμενοι στη Γερμανία των οποίων οι βιομηχανίες βρίσκονται υπό πίεση αυτή τη στιγμή», λέει ο Κλέμενς Φιστ, επικεφαλής του Ινστιτούτου Ifo.

Η υαλουργία Heinz-Glas, με ηλικία 400 ετών με έδρα τη νότια πολιτεία της Βαυαρίας, που κατασκευάζει μπουκάλια και βάζα για τη βιομηχανία αρωμάτων και καλλυντικών, υποφέρει επίσης. «Το 2019 πληρώσαμε περίπου 11 εκατομμύρια ευρώ για ενέργεια — φέτος θα είναι 32 εκατ. ευρώ», λέει η Καρλέτα Χάιντς, διευθύνουσα σύμβουλος της εταιρείας. Σε αντίθεση με την KPM, η Heinz-Glas έχει δυσκολευτεί να περιορίσει την κατανάλωση φυσικού αερίου. «Υπάρχουν λίγα περιθώρια για μέτρα ενεργειακής απόδοσης», λέει η Χάιντς. «Ήμασταν πάντα πολύ προσεκτικοί σχετικά με τη χρήση της ενέργειας μας και επομένως δεν μπορούμε να κάνουμε πολλά περισσότερα για να τη μειώσουμε». Η ελπίδα της είναι ότι η κυβέρνηση θα παρέμβει για να βοηθήσει.

Υπάρχουν προηγούμενα: Η Heinz-Glas υπέστη κρίση τον 19ο αιώνα, όταν εκτοξεύτηκε η τιμή του ξύλου, της κύριας πηγής ενέργειας της. «Η κυβέρνηση χρηματοδότησε την κατασκευή ενός σιδηροδρόμου ώστε ο άνθρακας να μπορεί να παραδοθεί κατευθείαν στο εργοστάσιό μας και μπορέσαμε να μεταστραφούμε», ανέφερε.

Κάποια βοήθεια είναι ήδη καθ’ οδόν. Τον Σεπτέμβριο, ο καγκελάριος Όλαφ Σολτς ανακοίνωσε τη δημιουργία μιας «προστατευτικής ασπίδας» 200 δισεκατομμυρίων ευρώ για να μετριαστεί ο αντίκτυπος του υψηλότερου ενεργειακού κόστους στις εταιρείες και τα νοικοκυριά, συμπεριλαμβανομένου ενός «φρένου» στην τιμή του φυσικού αερίου. Η Χάιντς ελπίζει ότι αυτό είναι μόνο η αρχή. «Η κυβέρνηση θα κάνει ό,τι χρειάζεται για να κρατήσει ζωντανή τη βιομηχανία στη Γερμανία», τονίζει. «Επειδή χωρίς βιομηχανία η χώρα μας δεν αξίζει τίποτα».

Οι κατασκευαστές γυαλιού και κεραμικών της Γερμανίας μπορεί να δυσκολεύονται – αλλά είναι σχετικά μικροί. Όχι τόσο η χημική βιομηχανία, η οποία απασχολεί περισσότερους από 450.000 ανθρώπους στη Γερμανία. «Αν μειωνόταν στο μισό σε μέγεθος, αυτό θα είχε άμεσο αντίκτυπο στην ευημερία της χώρας», προειδοποιεί ο Χένρικ Άλερς, country manager της EY Γερμανίας.

Η Γερμανία έχει μακράν τη μεγαλύτερη βιομηχανία χημικών στην Ευρώπη— ωστόσο εξαρτάται σχεδόν εξ ολοκλήρου από εισαγόμενη ενέργεια και πρώτες ύλες. Για δεκαετίες, η BASF, ο  μεγαλύτερος βιομηχανικός καταναλωτής φυσικού αερίου της Ευρώπης, λάμβανε τις περισσότερες από αυτές τις εισαγωγές από τη Ρωσία. Τώρα το κόστος αυτής της εξάρτησης γίνεται σαφές. Η εταιρεία λέει ότι έπρεπε να πληρώσει 2,2 δισ. ευρώ περισσότερα για το φυσικό αέριο μεταξύ Ιανουαρίου και Σεπτεμβρίου από ό,τι την ίδια περίοδο του 2021 και κατέληξε να έχει ζημιά 130 εκατ. ευρώ στις γερμανικές δραστηριότητές της το τρίτο τρίμηνο. Τώρα σχεδιάζει να μειώσει το κόστος κατά 1 δισ. ευρώ τα επόμενα δύο χρόνια, εν μέρει ως απάντηση στην άνοδο των τιμών της ενέργειας.

Ο Λάιμπελτ της BASF βλέπει ελάχιστη ανακούφιση στο μέλλον. «Η τιμή του φυσικού αερίου έχει μειωθεί, αλλά δεν είναι καν κοντά σε αυτό που ήταν πριν», λέει. «[Και] θα παραμείνει σημαντικά πάνω από αυτό που έχουμε στις ΗΠΑ, για παράδειγμα».

Το φάσμα της αποβιομηχάνισης Η ανησυχία τώρα είναι ότι η βιομηχανική παραγωγή θα μπορούσε, μακροπρόθεσμα, να απομακρυνθεί εντελώς από τη Γερμανία. Δημοσκόπηση το καλοκαίρι από το BDI, το κύριο επιχειρηματικό λόμπι της Γερμανίας, διαπίστωσε ότι σχεδόν μία στις τέσσερις εταιρείες Mittelstand – οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις που αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της γερμανικής οικονομίας – σκέφτονταν να μεταφέρουν την παραγωγή τους στο εξωτερικό. Ήταν κυρίως το ενεργειακό κόστος που πυροδότησε τη μετατόπιση. Αλλά δεν είναι ο μόνος παράγοντας.

Το επιχειρηματικό περιβάλλον στη Γερμανία —και στην Ευρώπη ευρύτερα— έχει «επιδεινωθεί», δήλωσε ο Μρουντερμίλερ της BASF τον Οκτώβριο. Η ανάπτυξη στην ευρωπαϊκή αγορά ήταν υποτονική εδώ και μια δεκαετία. Ο κανονισμός της ΕΕ δημιουργεί «μεγάλη αβεβαιότητα», τόνισε.

Οι ηγέτες του κλάδου αναφέρουν μέτρα όπως η οδηγία της ΕΕ για τις βιομηχανικές εκπομπές και η στρατηγική της για τα χημικά για την αειφορία, με στόχο την απαγόρευση των πιο επιβλαβών χημικών ουσιών στα καταναλωτικά προϊόντα. «Το ρυθμιστικό βάρος που συσσωρεύεται μπορεί να είναι διαχειρίσιμο για τους παγκόσμιους παίκτες, αλλά δεν ξέρω πώς μια μεσαία εταιρεία 100-200 ατόμων υποτίθεται ότι το απορροφά», λέει ο Λάιμπελτ. Το επενδυτικό κλίμα αλλού αρχίζει να φαίνεται πιο ελκυστικό.

Ο νόμος για τη μείωση του πληθωρισμού της κυβέρνησης Μπάιντεν (IRA), ο οποίος περιλαμβάνει επιδοτήσεις 369 δισεκατομμυρίων δολαρίων για τις πράσινες τεχνολογίες, έχει τη δυνατότητα να θέλξει δεκάδες γερμανικές επιχειρήσεις μακριά από την εγχώρια βάση τους.

Σύμφωνα με τον IRA, οι επιδοτήσεις για αγορές ηλεκτρικών οχημάτων θα περιορίζονται σε αυτά που γίνονται με εξαρτήματα από τη Βόρεια Αμερική και συναρμολογούνται εκεί, ένα καθεστώς που η ΕΕ λέει ότι θα έβλαπτε τη βιομηχανική βάση της Ευρώπης και θα παραβίαζε τους κανόνες του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου.

Μιλώντας σε πρόσφατη τηλεοπτική εκπομπή, ο Ζίγκφριντ Ρουσβουρμ, επικεφαλής του BDI, είπε ότι εντυπωσιάστηκε από το πόσες εταιρείες Mittelstand το λένε αυτό. . . με τα πλεονεκτήματα που έχω στις ΗΠΑ λόγω του «Buy American» θα πρέπει να σκεφτώ σοβαρά να κάνω την επόμενη επένδυσή μου [εκεί] παρά στη Γερμανία». Κάποιοι φτάνουν στο σημείο να προβλέπουν ότι η Γερμανία θα απογυμνωθεί από τη βιομηχανική της βάση.

Πρόσφατο σημείωμα του αναλυτή της Deutsche Bank Έρικ Χέιμαν προέβλεψε ότι το μερίδιο της μεταποίησης στην ακαθάριστη προστιθέμενη αξία της Γερμανίας – 20 τοις εκατό το 2021 – θα μειωθεί τα επόμενα χρόνια. «Αν κοιτάξουμε πίσω στην τρέχουσα ενεργειακή κρίση σε περίπου δέκα χρόνια, θα μπορούσαμε να δούμε αυτή τη φορά ως το σημείο εκκίνησης για επιταχυνόμενη αποβιομηχάνιση της Γερμανίας», έγραψε.

Οι μεγάλες πολυεθνικές θα επιβιώσουν. Αλλά «θα είναι μεγαλύτερη πρόκληση για τη γερμανική Mittelstand, ειδικά στις ενεργοβόρες βιομηχανίες, να προσαρμοστεί στον νέο ενεργειακό κόσμο», συνέχισε. «Πολλές εταιρείες θα αποτύχουν να το κάνουν».

Χτίζοντας πάνω στα πλεονεκτήματα

Η κυβέρνηση είναι λιγότερο απαισιόδοξη. Ο Ρόμπερτ Χάμπεκ, υπουργός Οικονομίας, είπε σε συνέδριο τον Νοέμβριο ότι ορισμένοι απολαμβάνουν «σχεδόν αισθησιακή ευχαρίστηση» προβλέποντας την παρακμή της Γερμανίας, καταδεικνύοντας τα προβλήματα «μόνο και μόνο για να μπορούν να τα απολαμβάνουν». «Όποιος πιστεύει ότι θα αφήσουμε τη Γερμανία ως βιομηχανική δύναμη να καταρρεύσει, δεν έχει υπολογίσει σωστά. . . την ευρηματικότητα της γερμανικής βιομηχανίας και δεν έχει υπολογίσει την αποφασιστικότητα της γερμανικής κυβέρνησης και του υπουργείου μου», υπογράμμισε. «Δεν θα συμβεί».

Μερικοί οικονομολόγοι συμμερίζονται την αισιοδοξία του. Ο Γιενς Σιντεκουμ, καθηγητής διεθνών οικονομικών στο Πανεπιστήμιο Heinrich Heine του Ντίσελντορφ, επισημαίνει τα κυβερνητικά μέτρα όπως το φρένο στην τιμή του φυσικού αερίου. «Με αυτό, ο κίνδυνος της αποβιομηχάνισης έχει σχεδόν εξαλειφθεί», αναφέρει. Τονίζει επίσης τα μακροπρόθεσμα πλεονεκτήματα της γερμανικής βιομηχανίας – βαθιές αλυσίδες αξίας, υψηλή παραγωγικότητα και ποιότητα προϊόντων και εταιρείες Mittelstand που είναι παγκόσμιοι ηγέτες στους τομείς τους. Η βιομηχανική επιτυχία της Γερμανίας «είναι το αποτέλεσμα μακροπρόθεσμων επενδύσεων, βαθιάς τεχνογνωσίας και υψηλού βαθμού αυτοματισμού», λέει. «Αυτά είναι πλεονεκτήματα που έχουν δημιουργηθεί εδώ και δεκαετίες και δεν πρόκειται να εξαφανιστούν ξαφνικά».

Η Γερμανία έχει επίσης δείξει στο παρελθόν ότι μπορεί να αλλάξει με επιτυχία το επιχειρηματικό της μοντέλο όταν είναι στραμμένη στον τοίχο. Η «Ατζέντα 2010», η σαρωτική απελευθέρωση του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης και της αγοράς εργασίας που προωθήθηκε από τον καγκελάριο Γκέρχαρντ Σρέντερ το 2003, είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα. Οι μεταρρυθμίσεις πιστώθηκαν ότι ενθάρρυναν δεκάδες χιλιάδες να επιστρέψουν στην εργασία και μείωσαν τη μακροχρόνια ανεργία. «Τότε καταφέραμε να τακτοποιήσουμε τα του οίκου μας», ανέφερε ο Άλερς. «Δεν ήταν εύκολο, αλλά όταν το κάνεις πραγματικά, μπορείς να κάνεις σπουδαία πράγματα».

Πολλοί στο Βερολίνο λένε ότι η τρέχουσα κρίση θα μπορούσε να δώσει ακριβώς το ίδιο κίνητρο για μεταρρυθμίσεις όπως η υψηλή ανεργία και η οικονομική στασιμότητα στις αρχές της δεκαετίας του 2000 που οδήγησαν στην Ατζέντα 2010. Αλλά θα χρειαστεί δουλειά, αναγνωρίζει ο Λίντνερ. «Πρέπει να μεταρρυθμίσουμε τη μετανάστευση για να επιτρέψουμε την είσοδο περισσότερων ειδικευμένων εργαζομένων στη Γερμανία, να επιταχύνουμε τις διαδικασίες σχεδιασμού, ώστε τα έργα υποδομής να προχωρήσουν πιο γρήγορα, να χειραφετήσουμε τις κεφαλαιαγορές μας ώστε να μπορούν να χρηματοδοτήσουν νεοφυείς επιχειρήσεις. . . και να ψηφιοποιήσουμε την οικονομία και τη δημόσια διοίκηση μας», προτείνει. «Πρέπει να επιταχύνουμε το ρυθμό και να εργαστούμε για να ξεπεράσουμε τις αδυναμίες μας».

Ωστόσο, οι υπουργοί, τα αφεντικά των εταιρειών και οι οικονομολόγοι συμφωνούν ότι το μέλλον της γερμανικής βιομηχανίας μπορεί να εξαρτάται από το πόσο γρήγορα μπορεί να βρει νέους τρόπους για να δυναμώσει. Η χώρα έχει καταβάλει γενναίες προσπάθειες για να βρει εναλλακτικές λύσεις στις εισαγωγές ενέργειας από τη Ρωσία, κατασκευάζοντας τερματικούς σταθμούς εισαγωγής υγροποιημένου φυσικού αερίου, επαναφέροντας τους σταθμούς ηλεκτροπαραγωγής με καύση άνθρακα και παρατείνοντας τη διάρκεια ζωής των πυρηνικών αντιδραστήρων της.

Επιταχύνει επίσης την ανάπτυξη της αιολικής και ηλιακής ενέργειας. Βασικό μέρος του σχεδίου της είναι να αντλεί το 80% της ηλεκτρικής της ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές έως το 2030 —από 50% τώρα— και να είναι ουδέτερη από άνθρακα έως το 2045.

Αλλά η BASF ανησυχεί ότι η ώθηση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας γίνεται πολύ αργά. «Αν θέλουμε να πετύχουμε τον στόχο μας για το 2030 για την αιολική και την ηλιακή ενέργεια, θα πρέπει να κατασκευάζουμε σχεδόν 30 γιγαβάτ κάθε χρόνο, αλλά τα τελευταία χρόνια έχουμε κατασκευάσει μόλις 6,5 GW κατά μέσο όρο κάθε χρόνο», προειδοποιεί ο Λαρς Κισάου επικεφαλής του Net Zero Accelerator της BASF. «Έτσι κάθε χρόνο το χάσμα μεγαλώνει».

Η κλίμακα της πρόκλησης είναι πράγματι γιγάντια. Η αιολική βιομηχανία λέει ότι η Γερμανία πρέπει να κατασκευάζει 6 ανεμογεννήτριες την ημέρα για να πετύχει τον στόχο του 2030, απαιτώντας έως και 3.300 τόνους χάλυβα την ημέρα — ή σχεδόν μισό Πύργο του Άιφελ. Ωστόσο μεταξύ Ιανουαρίου και Ιουνίου του τρέχοντος έτους, ο ρυθμός ήταν μικρότερος από μια ανεμογεννήτρια την ημέρα.

Ο Μάρκους Στάιλεμαν, επικεφαλής του VCI, του γερμανικού οργανισμού εμπορίου χημικών ουσιών, λέει ότι αντιμετωπίζοντας τέτοια εμπόδια, η Γερμανία κινδυνεύει «να μετατραπεί από βιομηχανική χώρα σε βιομηχανικό μουσείο». Ερωτηθείς για τα σχόλια του Στάιλεμαν, ο Χάμπεκ, ο υπουργός Οικονομίας, δήλωσε στους FT ότι η κατάσταση στην οποία βρίσκεται η χημική βιομηχανία είναι «αναμφισβήτητα προκλητική». Αλλά υπονοεί ότι φταίει μόνο η ίδια. «Δεν διαφοροποίησαν τον ενεργειακό τους εφοδιασμό, αλλά βασίστηκαν στο ρωσικό αέριο», λέει. «Και αυτό τώρα αποδείχθηκε ότι ήταν λάθος».

Πηγή: Financial Times/ot.gr

Διαβάστε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο

ΚΑΤΕΒΑΣΤΕ ΤΟ APP ΤΟΥ PAGENEWS PAGENEWS.gr - App Store PAGENEWS.gr - Google Play