Lobbying στο Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο
Πηγή: Newsweek
Μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, η TotalEnergies, η Shell, η Eni και η Repsol απολαμβάνουν μια άνευ προηγουμένου προνομιακή πρόσβαση στα ευρωπαϊκά κέντρα λήψης αποφάσεων. Με περισσότερες από τρεις συναντήσεις την εβδομάδα με τους ηγέτες της Επιτροπής, κατάφεραν να καθυστερήσουν οποιαδήποτε αποφασιστική πολιτική δράση για τις αγορές ενέργειας και πίεσαν την Ευρώπη να ποντάρει τα πάντα στο φυσικό αέριο και τις υποδομές φυσικού αερίου. Το αποτέλεσμα; Ρεκόρ σωρευτικών κερδών ύψους 78 δισ. ευρώ κατά τους πρώτους εννέα μήνες του έτους.
‘Ηδη από την αρχή του πολέμου, μία άνευ προηγουμένου πρόσβαση στα κέντρα λήψης αποφάσεων
Η επιρροή της βιομηχανίας ορυκτών καυσίμων στη διαδικασία λήψης αποφάσεων στις Βρυξέλλες δεν είναι καινούργια. Οι μεγάλες ευρωπαϊκές εταιρείες πετρελαίου και φυσικού αερίου, όπως και οι ενεργειακοί κολοσσοί, είχαν ανέκαθεν σημαντική δύναμη άσκησης πίεσης στις Βρυξέλλες και τα θεσμικά όργανα της ΕΕ ήταν πάντα ιδιαίτερα πρόθυμα για να τους δώσουν μια θέση στο τραπέζι όταν επρόκειτο να καθορίσουν την ενεργειακή στρατηγική της Ένωσης ή τις επενδύσεις προτεραιότητας.
Μια ανάλυση των Amis de la Terre Europe που δημοσιεύθηκε τον Ιούνιο του 2022 δείχνει ότι η Κομισιόν της φον ντερ Λάιεν συναντήθηκε περισσότερες από 500 φορές με τη βιομηχανία ορυκτών καυσίμων ή επιχειρηματικές ενώσεις με μέλη που αντιπροσωπεύουν τον τομέα των ορυκτών καυσίμων κατά το πρώτο εξάμηνο της πενταετούς θητείας της, μεταξύ Δεκεμβρίου 2019 και Μαΐου 2022.
Η τάση αυτή επιταχύνθηκε από την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία. Από τον Φεβρουάριο του 2022, όταν τα σημάδια της επερχόμενης εισβολής δεν μπορούσαν πλέον να αγνοηθούν, έως τα τέλη του Σεπτεμβρίου, η βιομηχανία ορυκτών καυσίμων είχε περισσότερες από 100 επιβεβαιωμένες συναντήσεις (105) με την ηγεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής – σχεδόν μία κάθε δεύτερη μέρα. Η Επιτροπή είχε επίσης δεκάδες συναντήσεις με την πετροχημική βιομηχανία, έναν άλλο βασικό παράγοντα στις παγκόσμιες αγορές πετρελαίου και φυσικού αερίου – η οποία περιλαμβάνει τις μεγάλες εταιρείες πετρελαίου και φυσικού αερίου, καθώς και εταιρείες όπως η BASF ή η Dow, και οργανισμούς όπως το Cefic, το λόμπι της ευρωπαϊκής χημικής βιομηχανίας.
Όπως και κατά τους πρώτους μήνες της κρίσης του Covid, με το πρόσχημα της “έκτακτης ανάγκης”, ένας κλάδος με άμεσο ενδιαφέρον για τις πολιτικές αποφάσεις της ΕΕ είχε τακτική πρόσβαση στο υψηλότερο επίπεδο των θεσμικών οργάνων και κλήθηκε να συνδιαμορφώσει την πολιτική της ΕΕ. Η διαφάνεια γύρω από αυτές τις συνεδριάσεις ήταν στην καλύτερη περίπτωση ανεπαρκής, με τους υπαλλήλους της Επιτροπής να αρνούνται να αποκαλύψουν λεπτομέρειες ορισμένων συνεδριάσεων ή να ισχυρίζονται ότι δεν είχαν κρατήσει καμία σημείωση.
Οι ευρωπαϊκές αρχές έπρεπε να αποφασίσουν για πολλά κρίσιμα ζητήματα τις εβδομάδες και τους μήνες που ακολούθησαν την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία: πώς να μειώσουν την εξάρτηση της Ευρώπης από το ρωσικό φυσικό αέριο, πώς να εξασφαλίσουν επαρκή εφοδιασμό με φυσικό αέριο για να περάσει ο χειμώνας, πως να ρυθμίσουν τα έκτακτα κέρδη των πετρελαϊκών εταιρειών και τη φορολόγησή τους, την αύξηση των τιμών της ενέργειας, τα ανώτατα όρια τιμών, τη μεταρρύθμιση της αγοράς ενέργειας κ.λπ. Η προνομιακή πρόσβαση της βιομηχανίας ορυκτών καυσίμων της επέτρεψε να ακουστεί η φωνή της σε όλα αυτά τα ζητήματα και να επηρεάσει τις σχετικές αποφάσεις της ΕΕ – ή μάλλον, σε πολλές περιπτώσεις, την αναποφασιστικότητά της.
Lobbying στο Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο
Η βιομηχανία ορυκτών καυσίμων δεν βρήκε μόνο ανοιχτές πόρτες στην Επιτροπή. Στις προσπάθειές της να εμποδίσει την ανάληψη πολιτικής δράσης για τις τιμές της ενέργειας, έχει επίσης βάλει στόχο το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο της ΕΕ. Για παράδειγμα, ο Ρουμάνος ευρωβουλευτής Christian Busoi (PPE), πρόεδρος της ισχυρής Επιτροπής Βιομηχανίας, Έρευνας και Ενέργειας (ITRE), διοργάνωσε εκδήλωση στο Στρασβούργο με το lobby των ορυκτών καυσίμων, τη Διεθνή Ένωση Παραγωγών Πετρελαίου και Φυσικού Αερίου (IOGP), για να παρουσιάσει μια νέα μελέτη που παρήγγειλε η ομάδα και το ίδιας φύσης Αμερικανικό Ινστιτούτο Πετρελαίου (API), με θέμα τον “Επαναπροσδιορισμό της ισορροπίας του εφοδιασμού της Ευρώπης με φυσικό αέριο”. Η εκδήλωση, η οποία συνδιοργανώθηκε με άλλα lobbys του τομέα του φυσικού αερίου, το Ευρωπαϊκό Δίκτυο Διαχειριστών Συστημάτων Μεταφοράς Αερίου (ENTSOG) και το Gas Infrastructure Europe (GIE), υπήρξε αφορμή να υποστηριχθεί η ενίσχυση του ευρωπαϊκού συστήματος μεταφοράς φυσικού αερίου (με άλλα λόγια, περισσότερες υποδομές φυσικού αερίου) και η αύξηση της εγχώριας παραγωγής φυσικού αερίου στην Ευρώπη.
Παρόμοια επίθεση lobbying πραγματοποιήθηκε στο επίπεδο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και των κρατών μελών, αν και οι λεπτομέρειες είναι ελάχιστες λόγω της έλλειψης διαφάνειας του Συμβουλίου και των αντιπροσωπειών των κρατών μελών στις Βρυξέλλες. Ενόψει της τσεχικής προεδρίας του Συμβουλίου (δεύτερο εξάμηνο του 2022), εκπρόσωποι της Τσεχίας συναντήθηκαν με την TotalEnergies στα τέλη Μαρτίου, περίπου την εποχή που η ΕΕ δημοσίευσε την πρώτη έκδοση του σχεδίου RePowerEU που περιγράφει πώς θα απαλλαγεί από το ρωσικό φυσικό αέριο. Δεν υπάρχουν διαθέσιμα πρακτικά αυτής της συνεδρίασης. Η Τσεχική Δημοκρατία, η οποία ασκεί επί του παρόντος την προεδρία του Συμβουλίου, έχει σταματήσει να δημοσιοποιεί τις συναντήσεις του μόνιμου αντιπροσώπου της με λομπίστες από τον Ιούνιο του 2022, όταν άρχισε η προεδρία της.
ERT, οι φύλακες τη αγοράς
Το Ευρωπαϊκό Στρογγυλό Τραπέζι για τη Βιομηχανία (ERT, European Round Table for Industry), ένα επιχειρηματικό λόμπι με μεγάλη επιρροή, στα μέλη του οποίου περιλαμβάνονται οι Shell, BP, TotalEnergies και Eni, έπαιξε καθοριστικό ρόλο στο να περάσει το μήνυμα της βιομηχανίας ορυκτών καυσίμων στους ηγέτες της ΕΕ. Όταν η Ρωσία εισέβαλε στην Ουκρανία και η ΕΕ αντιμετώπισε μια κατάσταση έκτακτης ανάγκης, το ΕΡΤ φαίνεται να έγινε de facto ο συνδιαχειριστής της ευρωπαϊκής ενεργειακής πολιτικής και του σχεδίου RePowerEU για να παρακαμφθεί το ρωσικό φυσικό αέριο. Από τις εννέα συναντήσεις lobbying που αποκάλυψε η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν από την αρχή του πολέμου, οι τέσσερις ήταν με το ΕΡΤ και μία με μια ομάδα διευθύνοντων συμβούλων των τομέων ενέργειας και μεταφορών, όλοι μέλη του ΕΡΤ – Siemens, Air Liquide, Maersk και Volvo. Τέσσερις από αυτές τις συναντήσεις πραγματοποιήθηκαν τον Μάρτιο, κατά τη διάρκεια του σχεδιασμού του RePowerEU, δύο από τις οποίες ήταν “με διευθύνοντες συμβούλους από τον ενεργειακό τομέα” – δηλαδή με εκείνους της Shell, της BP, της Eni, της TotalEnergies, της E.on και της Vattenfall. Η κ. Φον ντερ Λάιεν δεν έχει ανανεώσει το πρόγραμμα των συναντήσεών της με λομπίστες από τον Ιούλιο, αλλά γνωρίζουμε ότι συναντήθηκε με το ΕΡΤ τουλάχιστον μία ακόμη φορά, στις 25 Οκτωβρίου στο Βερολίνο.
Στις συναντήσεις αυτές, οι διευθύνοντες σύμβουλοι του ΕΡΤ και των ορυκτών καυσίμων προειδοποίησαν την Επιτροπή να μην “πειράξει τους μηχανισμούς της αγοράς”, γιατί αυτό θα μπορούσε να έχει “απρόβλεπτες συνέπειες”. Την προειδοποίησαν επίσης να μην θέσπισει ανώτατο όριο τιμών, το οποίο θα απέβαινε κατά τη γνώμη τους “προβληματικό”.
Το ΕΡΤ, που ιδρύθηκε τη δεκαετία του 1980, διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στις Βρυξέλλες όλα αυτά τα χρόνια. Δίπλα στην Κομισιόν, υπήρξε η κινητήρια δύναμη πίσω από τη δημιουργία μιας ολοκληρωμένης και απελευθερωμένης ενιαίας αγοράς εντός της ΕΕ. Το ΕΡΤ επανήλθε στο προσκήνιο με την προεδρία της Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν. Κατά τη διάρκεια της πανδημίας Covid, η πρόεδρος της Κομισιόν Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν άρχισε να συναντάται τακτικά με τους διευθύνοντες συμβούλους των μεγάλων ευρωπαϊκών εταιρειών Siemens, Air Liquide, Maersk και Volvo, υπό την αιγίδα του ΕΡΤ, για να συζητήσουν την ανάκαμψη και τις ανάγκες της ευρωπαϊκής βιομηχανίας – πάντα με επίκεντρο την ενίσχυση της ενιαίας αγοράς ως την μοναδική απάντηση στα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα της ηπείρου.
Πράγματι, το ΕΡΤ είδε την κρίση των τιμών της ενέργειας όχι ως σύμπτωμα των δυσλειτουργιών μιας υπερβολικά απελευθερωμένης αγοράς, αλλά ως ευκαιρία για την περαιτέρω επέκταση και εδραίωσή του. “Ήρθε η ώρα να δημιουργήσουμε μια πραγματική ευρωπαϊκή αγορά υδρογόνου και διασυνοριακές διασυνδέσεις”, δήλωσαν οι εκπρόσωποί του στους Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, Εμανουέλ Μακρόν, Όλαφ Σολτς και άλλους ηγέτες της ΕΕ σε μία συνάντηση στο Παρίσι. Αυτό θα σήμαινε, όπως θα δούμε παρακάτω, περισσότερες υποδομές φυσικού αερίου για μια ακόμη πιο ολοκληρωμένη πανευρωπαϊκή αγορά φυσικού αερίου και την προώθηση του υδρογόνου ως μέσου για την περαιτέρω επέκταση αυτής της αγοράς, διοχετεύοντας στα δίκτυα υδρογόνο από φυσικό αέριο ή διάφορες ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, ιδιαίτερα της Βόρειας Αφρικής.
Παρελκυστικές τακτικές
Άλλα επιχειρηματικά λόμπι συμφώνησαν με το ΕΡΤ, όπως το Συμβούλιο Οικονομικής Συνεργασίας (ECC), ένα αδιαφανές think tank που χρηματοδοτείται από βιομήχανους και κυβερνήσεις της Νότιας Ευρώπης. Το ECC συναντήθηκε με τους συμβούλους της κας Φον ντερ Λάιεν στις αρχές Μαΐου, υποστηρίζοντας ότι η αύξηση των τιμών ηλεκτρικής ενέργειας “δεν αποτελούσε συνέπεια της δυσλειτουργίας της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας”, αλλά αντίθετα μιας “καλά λειτουργούσας αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας”, δεδομένης της “παγκόσμιας ανισορροπίας μεταξύ προσφοράς και ζήτησης φυσικού αερίου”. Το ECC τόνισε ότι οποιαδήποτε προσπάθεια για την επιβολή ανώτατων ορίων στις τιμές της ενέργειας θα ήταν αντιπαραγωγική: “Η αγορά λειτουργεί σωστά: αντικατοπτρίζει μια τεταμένη κατάσταση προσφοράς. Η μείωση της αγοραίας τιμής οδηγεί σε αύξηση της ζήτησης, γι’ αυτό και οι παρεμβάσεις στην αγορά είναι αντιπαραγωγικές.” Οι δηλώσεις αυτές απηχούν την άποψη του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Συνεργασίας των Ρυθμιστικών Αρχών Ενέργειας (ACER), ενός άλλου υποστηρικτή της αγοράς, που δήλωσε στα τέλη Απριλίου ότι “ο σημερινός σχεδιασμός της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας δεν ευθύνεται για την τρέχουσα κρίση”.
Οι Ευρωπαίοι καταναλωτές και οι μικρές επιχειρήσεις μάλλον δεν θα συμμερίζονταν αυτή την εντύπωση για μια “καλά λειτουργούσα αγορά”, καθώς έρχονται αντιμέτωποι με την εκτόξευση των τιμών, που είναι αποτέλεσμα γεωπολιτικών αποφάσεων και αποφάσεων καρτέλ όπως ο ΟΠΕΚ, οι οποίες ωφελούν τις πολυεθνικές πετρελαϊκές εταιρείες και μια χούφτα πετρελαιοπαραγωγών χωρών, ενώ όλοι οι υπόλοιποι επωμίζονται το βάρος. Και είναι ακόμη πιο ειρωνικό το γεγονός ότι την ίδια στιγμή οι υποστηρικτές της “ελεύθερης αγοράς” ζητούσαν μαζική δημόσια στήριξη για την ανάπτυξη υποδομών και τεχνολογιών που βασίζονται στο φυσικό αέριο.
Το ECC υποστήριξε επίσης ότι οποιαδήποτε μορφή πολιτικής παρέμβασης στις ενεργειακές αγορές θα υπονομεύσει τόσο τη βραχυπρόθεσμη ασφάλεια του εφοδιασμού της Ευρώπης όσο και τις μακροπρόθεσμες επενδύσεις στην κλιματική μετάβαση, καθώς θα τρόμαζε τους επενδυτές: “Οι παρεμβάσεις στην αγορά, όπως και οι μηχανισμοί ανάκτησης, που προτείνονται από διάφορες εθνικές κυβερνήσεις στην ΕΕ προκαλούν μείζονα ανησυχία και θέτουν σε κίνδυνο τη ρυθμιστική σταθερότητα που είναι απαραίτητη για τις μακροπρόθεσμες επενδύσεις στη μετάβαση προς την πράσινη ενέργεια. Τα μέτρα αυτά έχουν αρνητικό αντίκτυπο στην εμπιστοσύνη των επενδυτών, υπονομεύουν τη λειτουργία της αγοράς (όπως και του διασυνοριακού εμπορίου), μειώνουν την ασφάλεια του εφοδιασμού και παρεμποδίζουν την αποδοτική μετάβαση σε μια οικονομία ουδέτερου άνθρακα”.
Όλες αυτές οι προειδοποιήσεις σχετικά με τις πιθανές ανεπιθύμητες συνέπειες των ανώτατων ορίων τιμών ή άλλων παρεμβάσεων στην αγορά αποτελούν κλασικές παρελκυστικές τακτικές. Η “πρόταση [για παρέμβαση στην αγορά] στερείται της συνήθους εκτίμησης των επιπτώσεων”, υποστήριξε το ECC. “Δεν μπορεί κανείς να αντιμετωπίσει μια βραχυπρόθεσμη κατάσταση με μέτρα που έχουν μακροπρόθεσμο αντίκτυπο χωρίς προσεκτική ανάλυση”.
Τον Ιούνιο, η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν παραδέχθηκε τελικά μπροστά στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο: “Αυτό το σύστημα της αγοράς δεν λειτουργεί πλέον. Πρέπει να το μεταρρυθμίσουμε.” Ωστόσο, αφού διεξήγαγε πολυάριθμες συνόδους κορυφής, πειραματιστεί με διάφορες πολιτικές λύσεις, και εξετάσει πολλές επιλογές, η ΕΕ δεν έχει κάνει σχεδόν τίποτα για τη μείωση των τιμών της ενέργειας. Προτάσεις για την επιβολή ανώτατων τιμών φυσικού αερίου και ηλεκτρικής ενέργειας υποβλήθηκαν από ορισμένες κυβερνήσεις ήδη από την αρχή της ουκρανικής κρίσης και εφαρμόστηκαν σε χώρες όπως η Πορτογαλία και η Ισπανία, αλλά σε επίπεδο ΕΕ οι πραγματικές αποφάσεις πάντα αναβάλλονταν. Οι ηγέτες της ΕΕ ήταν διχασμένοι, με ορισμένους να φοβούνται ότι οποιαδήποτε κίνηση αλλαγής των κανόνων της αγοράς θα τρομάξει τους ξένους προμηθευτές φυσικού αερίου της Ευρώπης. Οι μεγάλες εταιρείες ορυκτών καυσίμων το μόνο που είχαν να κάνουν ήταν να εκμεταλλευτούν αυτές τις διαιρέσεις για να αποτρέψουν οποιαδήποτε αποφασιστική πρωτοβουλία.
Αφήστε τα “υπερκέρδη” μας ήσυχα
Καθώς η ΕΕ έσπευσε να αγοράσει όσο το δυνατόν περισσότερο φυσικό αέριο – στο όνομα του επείγοντος – ενώ αρνήθηκε – παρά το επείγον – να παρέμβει με οποιονδήποτε τρόπο στους μηχανισμούς της αγοράς, οι τιμές της ενέργειας άρχισαν να αυξάνονται και τα κέρδη να συσσωρεύονται στις τσέπες των μεγάλων εταιρειών πετρελαίου και φυσικού αερίου. Στα τέλη Ιουλίου, η Shell ανακοίνωσε εξαμηνιαία κέρδη ύψους περίπου 25 δισ. ευρώ, η TotalEnergies 18 δισ. ευρώ, η Eni 7 δισ. ευρώ και η Repsol 3,2 δισ. ευρώ. Συνολικά πάνω από 53,3 δισεκατομμυρίων ευρώ για το πρώτο εξάμηνο του έτους.
Αν και οι φόβοι για ύφεση και το γεγονός ότι οι χώρες της ΕΕ φτάνουν στο μέγιστο της αποθηκευτικής τους ικανότητας για το χειμώνα συνέβαλαν σε βραχυπρόθεσμη χαλάρωση των τιμών του φυσικού αερίου, οι μεγάλες εταιρείες πετρελαίου και φυσικού αερίου εξακολουθούν να παρουσιάζουν μία αυθάδικη οικονομική ευρωστία. Το τρίτο τρίμηνο του 2022, η Shell ανακοίνωσε πρόσθετα κέρδη ύψους 9,5 δισ. ευρώ και η TotalEnergies 9,9 δισ. ευρώ. Η Repsol ανακοίνωσε κέρδη 1,5 δισ. ευρώ και η Eni 3,7 δισ. ευρώ.
Αναπόφευκτα, οι ανακοινώσεις αυτές αναζωπύρωσαν τις εκκλήσεις για παρέμβαση στις αγορές ενέργειας ή τουλάχιστον για φορολόγηση των εξαιρετικών κερδών της βιομηχανίας ορυκτών καυσίμων. Τα τεράστια κέρδη που ανακοίνωσαν οι πολυεθνικές ενεργειακές εταιρείες ήταν ακόμη πιο απαράδεκτα για την κοινή γνώμη, καθώς οι ίδιες αυτές εταιρείες συχνά επωφελήθηκαν από σημαντική οικονομική στήριξη από τις εθνικές κυβερνήσεις και την ΕΕ κατά τη διάρκεια της πανδημίας του Covid, μέσω έκτακτων πακέτων ενίσχυσης, πακέτων τόνωσης και μαζικών αγορών εταιρικών ομολόγων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Η Shell, η TotalEnergies, η Eni και η Repsol – μεταξύ άλλων εταιρειών ορυκτών καυσίμων – ήταν μεταξύ των εταιρειών που επωφελήθηκαν περισσότερο από τις αγορές αυτές.
Αντιμέτωπες με την κριτική, οι μεγάλες ευρωπαϊκές πετρελαϊκές εταιρείες απάντησαν με τις συνήθεις παρελκυστικές τακτικές: υποστήριξαν ότι οι πετρελαιοπαραγωγές χώρες έβγαλαν επίσης πολλά χρήματα, όπως και οι εταιρείες ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Γιατί, λοιπόν, να ρίχνεται σ’ αυτές μόνο το φταίξιμο; Δεν είναι καλό να βλέπεις τους ευρωπαϊκούς πρωταθλητές να ευημερούν; Οποιαδήποτε προσπάθεια περιορισμού των κερδών αυτών θα έβλαπτε την παγκόσμια “ανταγωνιστικότητά” τους. Προφανώς, οι μεγάλες ευρωπαϊκές εταιρείες φυσικού αερίου δεν ενδιαφέρονται για τις επιπτώσεις της εκτίναξης των τιμών της ενέργειας στην “ανταγωνιστικότητα” της υπόλοιπης ευρωπαϊκής οικονομίας, με αποτέλεσμα το κλείσιμο εργοστασίων και τις απολύσεις. Το λόμπι FuelsEurope, το οποίο εκπροσωπεί τη βιομηχανία διύλισης, υποστήριξε ότι “προς το συμφέρον της διατήρησης του θεμιτού ανταγωνισμού, τα μέτρα [θα πρέπει να] εφαρμόζονται σε όλους τους προμηθευτές στην αγορά της ΕΕ, όχι μόνο στα διυλιστήρια και στις εταιρείες που εδρεύουν στην ΕΕ”, ενώ η Repsol χαρακτήρισε την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τη φορολόγηση “αντιπαραγωγική”.
Ωστόσο, ένα από τα κύρια επιχειρήματά τους για την αποφυγή οποιασδήποτε φορολόγησης των “υπερκερδών” τους – το αποτέλεσμα της τρέλας που επικρατεί στην αγορά ενέργειας – ήταν ότι θα χρειάζονταν όλα αυτά τα χρήματα για να επενδύσουν στην απεξάρτηση της ευρωπαϊκής οικονομίας από τον άνθρακα.
Το επιχείρημα αυτό είναι ειρωνικό από πολλές απόψεις. Πρώτον, οι μεγάλες εταιρείες πετρελαίου και φυσικού αερίου έχουν μια πολύ συγκεκριμένη ιδέα για το τι σημαίνει “απεξάρτηση από τον άνθρακα” – εν ολίγοις: προβληματικές τεχνολογικές λύσεις όπως η δέσμευση, αξιοποίηση και αποθήκευση άνθρακα (CCUS) ή το λεγόμενο “μπλε υδρογόνο”, που έχουν σχεδιαστεί για να καθυστερήσουν οποιοδήποτε ουσιαστικό τέλος στη χρήση ορυκτών καυσίμων βραχυπρόθεσμα ή μεσοπρόθεσμα. Επιπλέον, οι ίδιες αυτές μεγάλες επιχειρήσεις απαιτούν ισχυρή δημόσια υποστήριξη για την ανάπτυξή τους. Τα στοιχεία υποδηλώνουν ότι οι μεγάλες εταιρείες δαπανούν στην πραγματικότητα μόνο ένα μικρό ποσοστό των επενδύσεών τους σε πραγματική παραγωγή ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές, όπως η αιολική και η ηλιακή ενέργεια. Σύμφωνα με την Client Earth, μεταξύ 2010 και 2018, η Shell δαπάνησε μόλις το 1% των μακροπρόθεσμων επενδύσεών της σε ενεργειακές πηγές “χαμηλών εκπομπών άνθρακα” (στις οποίες περιλαμβάνονται επίσης η CCUS και άλλες ψευδείς λύσεις).
Δεύτερον, οι μεγάλες ευρωπαϊκές πετρελαϊκές εταιρείες έχουν σαφώς επιλέξει να αναδιανείμουν ένα μεγάλο μέρος αυτών των κερδών άμεσα ή έμμεσα στους μετόχους τους. Αφού ανακοίνωσαν τα κέρδη ρεκόρ τους, η Shell, η TotalEnergies και η Eni ανακοίνωσαν συγχρόνως μαζικά προγράμματα μαζικής επαναγοράς μετοχών συνολικού ύψους τουλάχιστον 25 δισεκατομμυρίων ευρώ. Η TotalEnergies ανακοίνωσε επίσης ένα “έκτακτο” μέρισμα ύψους 2,6 δισ. ευρώ, το οποίο θα προστεθεί στο “κανονικό” (και αυξανόμενο) ετήσιο μέρισμα. […]
Διαβάστε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο
Το σχόλιο σας