«Δούλα και κυρά»: Για τον ριζοσπαστικό ολισμό της βίας κατά των γυναικών
Πηγή: naftemporiki/efsyn.gr
Η Παγκόσμια Ημέρα της Βίας κατά των Γυναικών έφερε στην επιφάνεια ένα σοβαρό ζήτημα, το οποίο αποκτά ευτυχώς μια αυξανόμενη ορατότητα στο δημόσιο χώρο. Η υποδοχή του από ριζοσπαστικούς κύκλους έγινε με στρεβλό και άκρως ολιστικό τρόπο, που τελικά συσκοτίζει τα δεδομένα του ζητήματος.
Πιο συγκεκριμένα, και πέρα από ονοματολογίες, οι υποστηρικτές των ριζοσπαστικών ολιστικών θεωριών καταγγέλλουν μια «συστημική» βία στην κλίμακα της σύνολης κοινωνίας, μια «μαζική κουλτούρα βιασμού», την οποία συνδέουν με έννοιες όπως «ανδροκρατία», «πατριαρχία», «νεοπατριαρχία» ή «νεοφιλελευθερισμό», χωρίς πάντα να τις ορίζουν. Η πρόληψη και η διαχείριση της βίας κατά των γυναικών γίνονται λιγότερο ζητήματα κοινωνικής πολιτικής και θεσμικής αντιμετώπισης. Σε αυτήν την θεωρητική σύγχυση, φτάνουμε να πιστεύουμε ότι η καταπολέμηση των μισθολογικών ανισοτήτων, των στερεοτύπων των φύλων και των γυναικοκτονιών θα υπάγονταν στην ίδια πολιτική. Για του λόγου του αληθές, μπορεί κανείς να συμβουλευθεί έντυπα του ριζοσπαστικού χώρου.
Οι συγκεκριμένες ολιστικές προσεγγίσεις του φαινομένου είναι ιδιαίτερα προβληματικές.
Για παράδειγμα, μεταξύ της ενδοοικογενειακής βίας κατά των γυναικών και του φαινομένου των γυναικοκτονιών υπάρχει διαφορά όχι μόνο στο βαθμό, αλλά και στο είδος. Το γεγονός ότι ένας άνδρας έχει διαπράξει μία από αυτές τις μορφές βίας δεν τον προδιαθέτει αυτόματα να εμπλακεί σε άλλη. Στο ίδιο παράδειγμα, Οι γυναίκες που επηρεάζονται από αυτούς τους διαφορετικούς τύπους επιθετικότητας σχηματίζουν ομάδες θυμάτων, οι οποίες όμως δεν τέμνονται απαραίτητα. Μία γυναίκα είναι δυνατόν να πέφτει θύμα ενδοοικογενειακής βίας από τον σύζυγό της, χωρίς αυτό να σημαίνει υποχρεωτικά ότι η ίδια γυναίκα διατρέχει υψηλότερο κίνδυνο να γίνει θύμα γυναικοκτονίας. Το επίπεδο της θεωρητικής αφαίρεσης δεν μπορεί να το αρνηθεί κάποιος σε αυτές τις θεωρίες, αλλά η ίδια η θεωρητική αφαίρεση είναι ατεκμηρίωτη ή, τουλάχιστον, ασαφής.
Παράλληλα, παρατηρούμε ότι επιχειρείται μία σύνδεση του νεοφιλελεύθερου υποδείγματος για την κοινωνία, την οικονομία και την πολιτική με τη βία που ασκείται κατά των γυναικών. Αυτές τις απόψεις απηχούν η ιταλική και η γαλλική ριζοσπαστική αριστερά, όπως και η ημέτερη (σημερινή) «Αυγή».
Πράγματι, είναι δυνατόν να υποστηριχθεί ότι το νεοφιλελεύθερο μοντέλο είναι η ιδεολογική προτίμηση των «δυνατών» στο οικονομικό πεδίο. Τούτο όμως προυποθέτει ότι το νεοφιλελεύθερο υπόδειγμα έχει ηγεμονεύσει πλήρως. Αυτό είναι άκρως συζητήσιμο. Στη Γερμανία, η τρικομματική κυβέρνηση καταβάλλει 200 δισεκατομμύρια ευρώ σε ιδιώτες και σε επιχειρήσεις. Στη Μεγάλη Βρετανία, Ρίσι Σούνακ προβλέπει την δυναμική παρέμβαση του κράτους ως οικονομικού παράγοντα, στον «μίνι προϋπολογισμό» του.
Η προσέγγιση αυτή είναι, επίσης, προβληματική και κατά το ότι το σύγχρονο φιλελεύθερο επιχείρημα κινείται στην εντελώς αντίθετη κατεύθυνση από αυτή που του καταλογίζεται, ιδίως αναφορικά με τα συνταγματικά δικαιώματα τρίτης γενιάς και τις σύγχρονες ατομικές ελευθερίες. Ένας πεπεισμένος νεοφιλελεύθερος, αν δεχθούμε ότι επιστημολογικά ευσταθεί ο όρος, δεν μπορεί να προβαίνει σε πράξεις βίας κατά των γυναικών. Η ίδια η ιδεολογική του δέσμευση στον Χάγιεκ δεν του το επιτρέπει. Είναι, δε, χαρακτηριστικό πως, από τη σκοπιά του γυναικείου κινήματος και των διεκδικήσεών του, το μόνο που δεν προβάλλεται ως γυναικείο πρότυπο από τους νέους φιλελεύθερους είναι αυτό της «Δούλας και Κυράς». Ούτε δούλα, ούτε κυρά φαντάζονται ο Χάγιεκ, ο Μ. Φρίντμαν ή ο Νόζικ τη γυναίκα, το «άλλο μισό του ουρανού».
Στην ελληνική περίπτωση, όταν στα τέλη της δεκαετίας του ’70 άρχισαν να διακινούνται οι πράγματι απελεθερωτικές ιδέες για τη θέση και το ρόλο της γυναίκας στην κοινωνία, η ελληνική κεντροδεξιά υπέστη μια σαφή πολιτισμική αναστάτωση. Οι αντιδράσεις των κλασικών συντηρητικών δυνάμεων στους κόλπους της ελληνικής κεντροδεξιάς αντέδρασαν ποικιλόμορφα και σε όλους τους τόνους.
Οι ολιστικές συζητήσεις αναφορικά με τη βία κατά των γυναικών δεν είναι ασήμαντες, αρκεί να μην αποτελούν πηγή σύγχυσης ή, ακόμη χειρότερα, ιδεολογικής τύφλωσης. Η ίδια η ετυμολογική ρίζα του όρου «θεωρία» μας υπενθυμίζει ότι χωρίς θεωρία δεν βλέπουμε, αλλά αυτό δεν συνεπάγεται ότι η επιλογή μιας ορισμένης θεωρίας δεν μας οδηγεί σε παραμορφωτικούς φακούς επαφής. Και μόνο αυτό δεν χρειάζεται το λεπτό και σοβαρό ζήτημα της βίας που ασκείται κατά των γυναικών.
Διαβάστε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο
Το σχόλιο σας