Μήπως η Ε.Ε πρέπει να καταργήσει το consensus σε ενέργεια και εξωτερική πολιτική;
Πηγή: ΔΙΑΔΙΚΤΥΟ
Με την έξαρση της ενεργειακής και οικονομικής κρίσης στην Ευρώπη, μήπως τελικά η Ευρωπαϊκή Ένωση θα πρέπει να προχωρήσει σε γενναίες αλλαγές σε όσα έως σήμερα θεωρούσε δεδομένα και πάνω στη βάση ειλικρινούς διαλόγου και αμοιβαίων υποχωρήσεων;
Πληθαίνουν οι φωνές τόσο εντός, όσο και εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης για μια αλλαγή στη χάραξη ευρωπαϊκής πολιτικής, που για αρχή ναι μεν θα πρέπει να εστιάσει στη προώθηση νέων πολιτικών προσώπων, αλλά θα πρέπει και να προβάλλει και να χαράξει νέες πολιτικές – παρακαταθήκη για όλα εκείνα που το μέλλον επιφυλάσσει για τη Γηραιά Ήπειρο. Υπό αυτό το πρίσμα, ενέργεια, οικονομία και εξωτερική πολιτική αποτελούν το τρίπτυχο που θα μπορούσε να αποτελέσει εφαλτήριο για να αλλάξει επιτέλους κάτι στην Ε.Ε και να μπορέσει η ιδέα του Σούμαν για ενοποίηση και εξωστρέφεια της Ευρώπης να γίνει πραγματικότητα.
Με βάση τα παραπάνω, θα μπορούσε να πει κάποιος, ότι η ανάγκη για αλλαγή του consensus στα ζητήματα ενέργειας και εξωτερικής πολιτικής θα ήταν ένα μικρό βήμα για την αλλαγή που όλοι οι πολιτικοί της τελευταίας 20ετίας ευαγγελίζονται, αλλά ουδείς έχει επιφέρει έως και αυτή τη στιγμή σε ουσιαστικό επίπεδο. Δημοσιεύματα στον ευρωπαϊκό Τύπο, αλλά και backdoor channel διαπραγματεύσεις διπλωματών χωρών της Ε.Ε έχουν συζητήσει αυτό που ο μέσος ευρωπαίος πολίτης διερωτάται σε κάθε μεγάλη κρίση; Γιατί οι «δικτάτορες της Ευρώπης» να αποφασίζουν για εμάς; Και όταν αναφερόμαστε στη λέξη δικτάτορες, το μυαλό όλων πρέπει να πηγαίνει σε χώρες όπως η Ουγγαρία που για καιρό έχει χάσει τον δρόμο προς την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση.
Αφορμή για το συγκεκριμένο κείμενο αποτέλεσε η συνομιλία μου με αρκετούς δημοσιογράφους στο Στρασβούργο, αλλά και τις Βρυξέλλες που επιβεβαίωσαν τα προαναφερόμενα, δείχνοντας την ίδια αβεβαιότητα και απορία με εμένα. Διότι, μπορεί μεν στη πρόσφατη ενεργειακή κρίση η Σλοβακία να επωφελείται από την εξαίρεση της απαγόρευσής πετρελαίου που πέτυχε ο Όρμπαν, ωστόσο αρκετοί εντός της χώρας θεωρούν ότι η ΕΕ έχει αποδυναμωθεί.
Και αυτό είναι όντως αλήθεια. Έως πότε η Ε.Ε θα «χαϊδεύει» τα αυτιά κακομαθημένων και διχαστικών πολιτικών που σε περιόδους οικονομικής και γεωπολιτικής αβεβαιότητας ποντάρουν μόνο στην εξύψωση των δικών τους προσωπικών πολιτικών;
Στο ίδιο μήκος κύματος τέτοιων απόψεων φαίνεται, ότι είναι και ο Michal Šimečka (Renew), αντιπρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, ο οποίος ναι μεν δήλωσε, ότι είναι ευτυχής που η ΕΕ κατέληξε σε συμφωνία και ότι «θα σταματήσει να χρηματοδοτεί τα ρωσικά εγκλήματα πολέμου στην Ουκρανία», όμως από την άλλη πλευρά, θεωρεί ότι η συμφωνία της ΕΕ για το εμπάργκο και οι παραχωρήσεις προς τον Orban αποδυνάμωσαν τη συνολική θέση της ΕΕ έναντι της Ρωσίας.
Η προαναφερόμενη άποψη συμπληρώνει με τον καλύτερο τρόπο, ότι ίσως μετά και τη δυσκολία των διαπραγματεύσεων για το συγκεκριμένο ζήτημα, ίσως έχει έρθει η ώρα να προχωρήσει η ΕΕ σε ψηφοφορίες με ειδική ψηφοφορία σε σημαντικά ζητήματα εξωτερικής πολιτικής, ενέργειας, αλλά και ασφάλειας.
Δεν μπορεί η Ε.Ε να ανέχεται δικτάτορες
Αποτελεί κοινή παραδοχή όλων των δημοκρατικών πολιτών μιας ενιαίας Ευρώπης, ότι δεν μπορούμε να επιτρέψουμε σε εκατοντάδες εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ να κρατούνται αιχμάλωτοι από έναν αντιδημοκρατικό πολιτικό και που φαίνεται ότι με την συνεχιζόμενη απειλή του δικού του βέτο, είναι έτοιμος να «τινάξει την μπάνκα στον αέρα» εάν δεν αποκομίσει πρώτα όλα εκείνα που επιθυμεί για τον ίδιο και το βαθύ κομματικό και ακροδεξιό πυρήνα των οπαδών του.
Διότι, ναι μεν οι εξαιρέσεις είναι κάτι θετικό για χώρες όπως η Σλοβακία η οποία θα επωφεληθεί από αυτές, όμως αυτές πρέπει και οφείλει η Ε.Ε να διασφαλίσει, ότι θα είναι προσωρινές, καθώς εάν συνεχιστεί αυτή η κατάσταση και στο εγγύς μέλλον, τότε θα τεθούν επί τάπητος, τόσο ζητήματα νομιμοποίησης, όσο και ζητήματα δικαιοσύνης για τα υπόλοιπα κράτη της Ε.Ε, μιας και οι διαπραγματεύσεις Όρμπαν ναι μεν δίνουν χρόνο σε Σλοβακία και Τσεχία για να στραφεί σε πετρέλαιο από άλλες χώρες, από την άλλη όμως η εξαίρεση αυξάνει τα κέρδη του ουγγρικού κολοσσού MOL, αλλά και της Σλοβακικής θυγατρικής του Slovnaft.
Το κρίσιμο ερώτημα
Το ερώτημα που προκύπτει αφορά, βεβαίως, στις συνέπειες που θα έχει ενδεχόμενη οριστική κατάργηση ή ο δραστικός περιορισμός του βέτο, καθώς για τους υπέρμαχους μιας τέτοιας εξέλιξης, θα σηματοδοτηθεί η μετάβαση σε μια πιο δημοκρατική ΕΕ, στην οποία η πλειοψηφία θα αποφασίζει, όπως συμβαίνει σε όλες τις δυτικού τύπου δημοκρατίες, όμως για τους επικριτές, θα πρόκειται για ένα μη αντιστρεπτό βήμα προς τη ρήξη με τις ιδρυτικές αρχές της ΕΟΚ και της ΕΕ.
Διαβάστε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο
Το σχόλιο σας