25 χρόνια μετά τη Συνθήκη του Άμστερνταμ

25 χρόνια μετά τη Συνθήκη του Άμστερνταμ
Είκοσι πέντε χρόνια μετά τη σύναψη της σύναψης της Συνθήκης του Άμστερνταμ, το 1997, η ΕΕ εμφανίζεται να είναι έτοιμη να υπερβεί το περιβόητο «δημοκρατικό της έλλειμμα».

Η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι ο πρώτος διεθνής οργανισμός που εξελίχθηκε σε μια διακρατική δημοκρατία, υπό την έννοια ότι χαρακτηριστικό γνώρισμα της ΕΕ είναι ότι εφαρμόζει τις συνταγματικές αρχές της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου σε μια υπερεθνική ένωση κρατών. Είκοσι πέντε χρόνια μετά τη σύναψη της σύναψης της Συνθήκης του Άμστερνταμ, το 1997, η ΕΕ εμφανίζεται να είναι έτοιμη να υπερβεί το περιβόητο «δημοκρατικό της έλλειμμα».

Ως αποτέλεσμα της αποφασιστικότητας να δημιουργηθεί μια «ολοένα στενότερη ένωση μεταξύ των λαών της Ευρώπης», η ΕΕ αναδύεται ως νέο υποκείμενο διεθνούς δικαίου, το οποίο μπορεί να περιγραφεί ως ένωση κρατών και πολιτών που λειτουργεί ως ευρωπαϊκή δημοκρατία.

Κατά την ίδρυσή της, το 1992, η νέα «Ευρωπαϊκή Ένωση» καταγγέλθηκε τόσο από μελετητές όσο και από πολιτικούς για το δημοκρατικό της έλλειμμα.  Οι επικριτές υποστήριξαν ότι η νεοσύστατη ΕΕ δεν πληρούσε τα κριτήρια για την ένταξη στην Ένωση. Η υποψία τους δεν ήταν καθόλου αβάσιμη.

Ο πρωταρχικός στόχος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου ήταν να ολοκληρωθεί η πολυαναμενόμενη εσωτερική αγορά και να στεφθεί με ένα ενιαίο νόμισμα, το ευρώ.

Ακόμη και ο θεσμός της ιθαγένειας της Ένωσης έγινε αντιληπτός στα συμφραζόμενα της εσωτερικής αγοράς. Σκοπός της καθιέρωσης της ιθαγένειας της ΕΕ ήταν, κατά τη Συνθήκη του Μάαστριχτ, «η ενίσχυση της προστασίας των δικαιωμάτων και των συμφερόντων των υπηκόων των κρατών μελών της».

Οι αρχηγοί κρατών και κυβερνήσεων ήθελαν απλώς να προστατεύσουν τα δικαιώματα εκείνων των υπηκόων που εκμεταλλεύτηκαν τις ελευθερίες της εσωτερικής αγοράς αναλαμβάνοντας εργασία ή/και διαμονή σε άλλο κράτος μέλος.

`         Ωστόσο, για τη συντριπτική πλειοψηφία των κατοίκων που διαμένουν στο σπίτι, το νέο καθεστώς δεν είχε καμία απολύτως συνέπεια. Έπρεπε να «ενεργοποιήσουν» τα δικαιώματά τους ως πολίτες της ΕΕ, διασχίζοντας τα σύνορα με άλλο κράτος μέλος.

Η απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου να αποσυνδέσει τις έννοιες της ιθαγένειας και της πολιτείας ανέδειξε το δημοκρατικό έλλειμμα της Ένωσης. Δημιούργησε μια έντονη αντίθεση μεταξύ της συνταγματικής έννοιας της ιθαγένειας όπως εφαρμόζεται από τα κράτη μέλη και της λειτουργικής προσέγγισης της ΕΕ. Έτσι, πολίτες των κρατών-μελών αντέδρασαν με αγανάκτηση στο γεγονός ότι αντιμετωπίζονται ως «αγορά» από την Ε.Ε.

Μολονότι η ΕΕ δύσκολα θα μπορούσε να ξεκινήσει πιο άσχημα τη σχέση της με τους πολίτες της, το Συμβούλιο προσπάθησε να επανορθώσει το αρχικό του λάθος μέσω της Συνθήκης του Άμστερνταμ του 1997. Το «Άμστερνταμ» εισήγαγε τις αξίες της ΕΕ και προετοίμασε το έδαφος για την υπέρβαση του δημοκρατικού ελλείμματος. Εναρμονίζοντας την ιθαγένεια της ΕΕ με το εθνικό καθεστώς του λαού της Ένωσης, η Συνθήκη του Άμστερνταμ επινόησε την έννοια της διπλής ιθαγένειας και άνοιξε το δρόμο για τη λειτουργία της ΕΕ ως διπλής δημοκρατίας.

Το επόμενο βήμα για το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ήταν να προσκαλέσει μια Συνέλευση για τη σύνταξη ενός Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ, που έγινε κοινά αποδεκτή στα τέλη του 2020 και θεωρείται ως η «Magna Carta» των πολιτών της ΕΕ. Η έννοια της ιθαγένειας της ΕΕ πήρε μια δεύτερη απροσδόκητη τροπή λόγω της απόρριψης του λεγόμενου Ευρωσυντάγματος το 2005.  Αν και οι υποστηρικτές του «συντάγματος» φοβήθηκαν ότι η απόρριψή του θα σήμαινε σοβαρή οπισθοδρόμηση για την ευρωπαϊκή δημοκρατία, η Συνθήκη της Λισαβόνας το 2007 ήρθε να ενδυναμώσει την δημοκρατία στο εσωτερικό της ΕΕ.

Το χαρακτηριστικό της είναι ότι ερμηνεύει την ΕΕ ως δημοκρατία χωρίς να μετατρέπει την Ένωση σε κράτος. Η «Λισαβόνα» ενσαρκώνει την εξέλιξη της ΕΕ από μια ένωση δημοκρατικών κρατών — σε μια ένωση δημοκρατικών κρατών που αποτελεί επίσης μια δική της δημοκρατία. Αν και η αποφασιστικότητα για τη δημιουργία μιας ολοένα στενότερης ένωσης μεταξύ των λαών της Ευρώπης ήταν ξεκάθαρη, η πορεία προς αυτόν τον στόχο αποδείχθηκε απρόβλεπτη.

Η έναρξη ισχύος της σκληρής Συνθήκης της Λισαβόνας ακολουθήθηκε από μια σειρά υπαρξιακών κρίσεων και από δημοκρατική οπισθοδρόμηση σε ορισμένα κράτη μέλη. Το Δικαστήριο της ΕΕ πρέπει να πιστωθεί για τον πειστικό τρόπο με τον οποίο επεξεργάστηκε την έννοια της δημοκρατίας της ΕΕ όπως περιέχεται στις Συνθήκες.

Η ευρωπαϊκή δημοκρατία δεν είναι ένα σύστημα που υπαγορεύεται από πάνω προς τα κάτω από ανώνυμους γραφειοκράτες των Βρυξελλών, αλλά αποτελεί τα αποτελέσματα των συμφωνιών και των δεσμεύσεων των κρατών μελών μεταξύ τους και της ΕΕ. Ενώ τα κράτη μέλη δεσμεύονται να εγγυηθούν τον σεβασμό των κοινών αξιών σε εθνικό επίπεδο, αναθέτουν την ανάλογη υποχρέωση στην ΕΕ σε επίπεδο Ένωσης. Με την υπογραφή της Συνθήκης της Λισαβόνας ή με την προσχώρησή τους στην Ένωση, επιπλέον, αναθέτουν στην ΕΕ το καθήκον να επιβλέπει και να εποπτεύει τον τρόπο με τον οποίο εκπληρώνουν τις υποχρεώσεις τους. Αυτό το σχέδιο διασφαλίζει τον συνεχή σεβασμό των αξιών της ΕΕ τόσο σε εθνικό επίπεδο των κρατών μελών όσο και σε διακρατικό επίπεδο της Ένωσης.

Είναι, βέβαια, προφανές ότι οι σχεδιασμοί δεν πρέπει να ταυτίζονται με την πραγματικότητα, αλλά το σχέδιο των Συνθηκών μπορεί να καθοδηγήσει τους πολιτικούς και τα θεσμικά όργανα της ΕΕ στο να μπορέσουν να ξεπεράσουν τελικά το δημοκρατικό έλλειμμα της Ένωσης. Πρόκειται, αν μη τι άλλο, για ένα κεφαλαιώδες ζήτημα, που αφορά το βαθμό δημοκρατικού ελέγχου και δημοκρατικής λογοδοσίας των ενωσιακών θεσμικών οργάνων.

Διαβάστε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο

ΚΑΤΕΒΑΣΤΕ ΤΟ APP ΤΟΥ PAGENEWS PAGENEWS.gr - App Store PAGENEWS.gr - Google Play