Δημήτρης Τζανακόπουλος: «Το κυριότερο πολιτικό μέτωπο είναι τα εργασιακά»
Για την κοινωνική κατάσταση που διαμορφώνεται στην Ελλάδα, το ρεύμα που έφερε στην κυβέρνηση την Αριστερά το 2015, τις εργασιακές σχέσεις και το θεσμικό ρόλο της λίστας Πέτσας μίλησε ο νέος γραμματέας του ΣΥΡΙΖΑ, Δημήτρης Τζανακόπουλος. Παράλληλα, εξήγησε τις κυβερνητικές ευθύνες στην εξωτερική πολιτική και το προσφυγικό και περιέγραψε το πώς βίωσε ο ΣΥΡΙΖΑ ως κόμμα την κυβερνητική εμπειρία.
Ακολουθεί η συνέντευξη του κ. Τζανακόπουλου στην «Αυγή»:
Όπως πάνε τα πράγματα, η κατάσταση που τείνει να διαμορφωθεί θα είναι δύσκολη για την κοινωνία. Το ερώτημα είναι πώς προετοιμάζεται ο ΣΥΡΙΖΑ γι’ αυτό το πράγμα, τι προβλέπει και τι σχέδιο έχει γι’ αυτό που μας περιμένει σε σχέση με την οικονομική κρίση και την πανδημία.
Αυτή τη στιγμή στην ελληνική οικονομία διαμορφώνεται μια ζοφερή κατάσταση, αν δεν έχει ήδη διαμορφωθεί. Νομίζω ότι η συνείδηση καθυστερεί σε σχέση με την πραγματικότητα. Θεωρώ ότι όλος ο κόσμος βρίσκεται σε επίπεδο συνειδητοποίησης της κατάστασης, στη φάση που βρισκόταν η ελληνική κοινωνία το φθινόπωρο του 2010, όταν η καταστροφή είχε ήδη φτάσει, απλώς δεν το είχαμε πολυκαταλάβει ότι είναι παρούσα. Πιστεύω ότι δεν έχουμε ακόμη αρχίσει να συνειδητοποιούμε πόσο έχει αλλάξει ο κόσμος μετά την πανδημία. Και αυτό πάρα πολύ γρήγορα θα μας έρθει ως απότομη πρόσκρουση.
Στην Ελλάδα τα πράγματα είναι δραματικά. Έχουμε μια ύφεση η οποία για το 2020 πιστεύω ότι θα υπερβεί το 10%. Αυτό σημαίνει ότι θα ξεπεράσουμε την ύφεση που είχαμε στη χειρότερη μνημονιακή χρονιά, το 2011, όταν η ύφεση στη χώρα ήταν 9,1%. Που σημαίνει ότι, από 500.000 ανθρώπους που ήταν άνεργοι στην αρχή του 2011, φτάσαμε μέσα στον χρόνο τους 1,5 εκατ. ανέργους. Ήταν η χρονιά που επί της ουσίας προετοίμασε κοινωνικά όλη την πολιτική ανατροπή που ακολούθησε το 2012 και την απόλυτη ρευστοποίηση του κοινωνικού συστήματος, με τις πολιτικές συνέπειες που γράφτηκαν τον Μάιο του 2012 στις πρώτες εκλογές, όπου ο ΣΥΡΙΖΑ καταγράφτηκε ως αξιωματική αντιπολίτευση.
Φέτος οικονομικά η χρονιά είναι χειρότερη από το 2011. Επίσης έχουν αλλάξει οι συνθήκες κοινωνικοποίησης, άρα και πολιτικής αντιμετώπισης αυτού του πράγματος, διότι υπάρχει η κοινωνική αποστασιοποίηση, τα μέτρα αυτά της ημι-καραντίνας στην οποία έχουμε μπει. Έχουμε πλέον αδυναμία να κάνουμε πολιτική με τον τρόπο που γινόταν τα τελευταία 250 χρόνια.
Επομένως ο ΣΥΡΙΖΑ έχει να αντιμετωπίσει δύο προκλήσεις. Η πρώτη είναι να αντιμετωπίσει σε επίπεδο κεντρικού πολιτικού λόγου και κεντρικής πολιτικής αντιπαράθεσης την κυβέρνηση της Ν.Δ: και στα ζητήματα αντιμετώπισης της πανδημίας και στα ζητήματα της οικονομικής πολιτικής και, βεβαίως, στα ζητήματα της εξωτερικής πολιτικής -διότι εκεί έχουμε μια τρίτη κρίση, η οποία έρχεται να προστεθεί στις άλλες δύο- να συγκροτήσει αντιπολιτευτικό ρόλο συγκρουσιακό και μαχητικό. Αυτό είναι το πρώτο μεγάλο χρέος. Νομίζω ότι εκεί τα πράγματα πηγαίνουν καλά και με το «Μένουμε Όρθιοι Ι» και το «Μένουμε Όρθιοι ΙΙ» υπήρξαν πολύ σαφείς προτάσεις και αντιπολιτευτική γραμμή απέναντι στην κυβέρνηση. Τώρα το θέμα είναι μια συνολική προγραμματική πρόταση που θα αντιπαρατίθεται στο σχέδιο της Ν.Δ.
Το δεύτερο είναι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία πρέπει να προσαρμοστεί στη νέα συνθήκη της πολιτικής καθημερινότητας, δηλαδή πώς κάνουμε πολιτική σε συνθήκες πανδημίας. Αυτά είναι πλήρως αχαρτογράφητα νερά και εκεί πρέπει να χρησιμοποιήσουμε όλα τα διαθέσιμα εργαλεία. Πρέπει πλέον ο ψηφιακός κόσμος να γίνει το πραγματικό εργαλείο, το πραγματικό μέσο δια του οποίου θα μπορούμε να επικοινωνούμε. Χωρίς να ξεχνάμε φυσικά και τις παραδοσιακές μορφές πολιτικής δράσης και κινητοποίησης, οι οποίες όμως ξαναλέω ότι σ’ αυτή τουλάχιστον τη φάση που περνάμε είναι εξαιρετικά δύσκολο να παραγάγουν πολύ σημαντικά αποτελέσματα. Νομίζω ότι αυτά τα δύο είναι οι μεγάλες προκλήσεις της περιόδου.
Είναι ρεαλιστικό να περιμένουμε μια συνθήκη αντίστοιχη με αυτήν του 2011 – 2012 έως το 2015; Δηλαδή ένα ρεύμα κοινωνικής αγανάκτησης το οποίο θα ξαναφέρει την Αριστερά στο προσκήνιο; Ή είναι κάτι παραπάνω;
Αυτό που έγινε το 2011-2012 δεν ήταν ότι υπήρξε ένα ρεύμα που από την αρχή είχε πρόσημο. Υπήρξε στην αρχή ένα μεγάλο κύμα, στη συνέχεια δυσφορίας, μετά αγανάκτησης, το οποίο καταρχάς δεν είχε πολιτικό πρόσημο. Ήταν ένα ρεύμα που έλεγε ότι “μας έχετε καταστρέψει”. Και η μεγάλη επιτυχία του ΣΥΡΙΖΑ -κοινωνικά, ιδεολογικά, πολιτικά- ήταν ότι σ’ αυτό το ρεύμα κατάφερε, ακριβώς επειδή ήταν εντός του, επειδή ήταν οργανικά συνδεδεμένος με αυτό, να βάλει το πρόσημο μιας ριζοσπαστικής εναλλακτικής λύσης.
Δεν ήταν δεδομένο από πριν ότι αυτή η λαϊκή κίνηση, αυτή η λαϊκή διαθεσιμότητα θα έπαιρνε πρόσημο προοδευτικό, ριζοσπαστικό, αριστερό κ.λπ. Αυτή η μάχη νομίζω πως κερδήθηκε από τον ΣΥΡΙΖΑ. Θα μπορούσαν τα πράγματα να έχουν γίνει πολύ διαφορετικά, δηλαδή να έχει πάρει αυτό το ρεύμα τα χαρακτηριστικά που πήρε η λαϊκή δυσαρέσκεια π.χ. στις ΗΠΑ το 2016 με την εκλογή Τραμπ. Διότι κι εκεί ο Τραμπ, στην πραγματικότητα, εμφανίστηκε ως η αντισυστημική δύναμη που θα δώσει λύση σε όλα τα προβλήματα των λαϊκών στρωμάτων. Προφανώς οι αναλογίες είναι εντελώς διαφορετικές, αλλά δεν είναι δεδομένο το πού κάθε φορά θα κατευθυνθεί η λαϊκή δυσαρέσκεια.
Το ίδιο νομίζω ότι ισχύει και τώρα, αν και βέβαια υπάρχουν πολύ καλύτερες συνθήκες σε σχέση με το 2011, με την έννοια ότι ο ΣΥΡΙΖΑ πλέον έχει καταγραφεί ως μια πολιτική δύναμη εμπεδωμένη στο πολιτικό σύστημα. Παρ’ όλα αυτά το μεγάλο θέμα της εποχής είναι αν αυτή η λαϊκή δυσφορία, η λαϊκή δυσαρέσκεια, η αγανάκτηση θα πάρει αριστερά, προοδευτικά, ριζοσπαστικά χαρακτηριστικά. Είναι η μεγάλη πολιτική μάχη.
Υπάρχει ένα πρόβλημα στην κοινωνία. Αυτή τη στιγμή η οικονομική κρίση θίγει τους ανθρώπους του βασικού μισθού, τους ανθρώπους που έχουν ένα μαγαζί και προσπαθούν να τα βγάλουν πέρα. Αυτοί οι άνθρωποι δεν έχουν καμία εκπροσώπηση. Πρόκειται για ενάμισι εκατομμύριο ανθρώπους. Πώς θα τους συναντήσει η Αριστερά;
Εδώ υπάρχουν δύο διαφορετικά πράγματα. Το πρώτο είναι να καταφέρουμε να έχουμε κοινωνική επιρροή στους οργανωμένους κρατικούς θεσμούς. Όταν λέω κρατικούς θεσμούς, εννοώ τα συνδικάτα, το Πανεπιστήμιο, την Αυτοδιοίκηση, τα επιμελητήρια, τις επιστημονικές ενώσεις. Αυτό είναι το ένα σκέλος.
Υπάρχει όμως και ένας ολόκληρος κόσμος ο οποίος δεν εκφράζεται μέσα απ’ αυτούς τους θεσμούς. Πρώτο στοίχημα είναι, ειδικά σε ό,τι αφορά τα συνδικάτα και την Αυτοδιοίκηση, ν’ αρχίσει σιγά – σιγά να εμπλέκεται όλο και μεγαλύτερο κομμάτι με αυτή την οργανωμένη έκφραση. Αλλά αυτό δεν μπορεί να εξαντλεί τη δική μας πολιτική, επειδή υπάρχουν αντιστάσεις, υπάρχουν κινήσεις, υπάρχουν ροές, υπάρχουν άνθρωποι που δεν κατοικοεδρεύουν εντός του κράτους.
…και είναι οι πιο σημαντικοί..
Ακριβώς. Υπάρχει ένα κινούμενο πλήθος που έχει συλλογική ευφυΐα, έχει εκφράσεις, εξάρσεις, εμφανίζεται και μετά εξαφανίζεται, το οποίο δεν μπορεί να αφήνει τον ΣΥΡΙΖΑ αδιάφορο. Εκεί είναι που νομίζω ότι πρέπει να εφευρίσκουμε κάθε φορά νέους τρόπους εμπλοκής και σύνδεσης με αυτές τις αντιστάσεις, με αυτές τις ροές, τις προσδοκίες, τις αγωνίες ενός κόσμου ο οποίος δεν μπορεί να μπει στα κουτάκια του κράτους.
Το βασικό, όμως, είναι ποιες είναι οι πολιτικές μας προτεραιότητες και να αναδείξουμε τα κύρια πολιτικά μέτωπα με την κυβέρνηση. Για εμένα το κυριότερο απ’ όλα σε αυτή τη φάση, πέρα από την πανδημία και τη διαχείρισή της, είναι το ζήτημα των εργασιακών σχέσεων. Εκεί τα πράγματα είναι δραματικά. Αυτοί οι άνθρωποι δεν μπορούν να εκφραστούν από τα υπάρχοντα συνδικάτα και τους τρόπους με τους οποίους λειτουργούν και εκεί νομίζω ότι η είναι εξαιρετικά σημαντική ιστορία των πρωτοβάθμιων σωματείων. Των σωματείων που βρίσκονται μέσα στον χώρο δουλειάς, όχι των δευτεροβάθμιων, των τριτοβάθμιων οργανώσεων.
Αυτό θέλει βεβαίως και οργανωτική δουλειά. Είμαστε έτοιμοι γι’ αυτό;
Πάρα πολλή. Πιστεύω πως είμαστε έτοιμοι. Υπάρχει η διάθεση, υπάρχει η εμπειρία, υπάρχουν οι όροι για να κάνουμε πάρα πολλά πράγματα σε αυτόν τον χώρο. Η λίστα Πέτσα είναι ο απόλυτος θεσμικός και δημοκρατικός εκφυλισμός
Υπάρχει ένα εξαιρετικό όπλο της κυβέρνησης, η λίστα Πέτσα. Αποδεικνύεται ένα πάρα πολύ ισχυρό όπλο για την κυβέρνηση. Πώς θεωρείτε ότι μπορεί να αντιμετωπιστεί αυτό;
Καταρχάς δεν είναι μόνο η λίστα Πέτσα. Οι σχέσεις αλληλοπροστασίας μεταξύ κυβέρνησης και μεγάλων συστημικών media υπήρχε στη χώρα και πολύ πριν από τη λίστα Πέτσα. Η λίστα Πέτσα είναι η κορυφή του παγόβουνου. Απλώς έκανε απροσχημάτιστα και μπροστά στα μάτια μας αυτό που ξέραμε ότι, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, συμβαίνει στο παρασκήνιο. Αυτό δείχνει πλέον πως έχουμε περάσει σε μια νέα φάση, όπου δεν χρειάζεται να τηρούνται τα προσχήματα. Μπορούν να το κάνουν φάτσα φόρα και να θεωρούν πως αυτό δεν έχει κανένα πολιτικό κόστος. Αυτό είναι ο απόλυτος θεσμικός και δημοκρατικός εκφυλισμός στον οποίο μας έχει οδηγήσει η Ν.Δ.
Πριν, τουλάχιστον, θεωρούσαν ότι έπρεπε να τηρούν με κάποιον τρόπο τα προσχήματα. Τώρα δεν χρειάζεται να τηρηθούν… Από αυτή την άποψη είναι μεγάλη τομή η λίστα Πέτσα, όχι επειδή έκανε κάτι το οποίο δεν γινόταν πριν, αλλά διότι το έκανε μπροστά στα μάτια όλων. Αν και, για να πούμε την αλήθεια, προσπάθησαν να το κρύψουν, αλλά δεν γινόταν να κρυφτεί. Το ξέραμε ότι κάποια στιγμή θα έπρεπε να δώσουν στη δημοσιότητα το πού πήγαν αυτά τα χρήματα.
Βεβαίως, όταν ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν κυβέρνηση, η επίθεση των media ήταν τρομακτική. Αλλά μετά διαμορφώθηκε ένα σχεδόν ολοκληρωτικό καθεστώς στο πεδίο της ενημέρωσης, όπου σχεδόν κανείς δεν μπορεί να ξεφύγει από την κυρίαρχη αφήγηση που έρχεται απευθείας από το Μαξίμου. Τι κάνεις απέναντι σ’ αυτό; Καταρχάς ενισχύεις την “Αυγή”. Ενισχύεις το Κόκκινο. Ενισχύεις με όλους τους δυνατούς τρόπους την αδιαμεσολάβητη πληροφόρηση μέσω των κοινωνικών δικτύων, ασκείς δηλαδή μια επικοινωνιακή πίεση που μέχρι στιγμής έχω την αίσθηση ότι σε τρεις – τέσσερις περιπτώσεις έχει δημιουργήσει τεράστιο πολιτικό κόστος στην κυβέρνηση.
Η υπόθεση το σκοϊλ ελικικού, ας πούμε, είναι χαρακτηριστική του τρόπου με τον οποίο κατάφερε να υπερισχύσει μια γραμμή πληροφόρησης που ήταν απέναντι σε όλο τον καθεστωτικό τύπο. Υπάρχουν κι άλλα τέτοια παραδείγματα, όπως αυτό που συνέβη πρόσφατα με το “Big Brother”, μια τεράστια κίνηση μέσα από τα κοινωνικά δίκτυα, που δημιούργησε τετελεσμένα. Δεν μπορούσαν η κυβέρνηση και το μέσο στο οποίο προβάλλεται να κάνουν κάτι διαφορετικό από αυτό που έκαναν. Ήταν τέτοια η κοινωνική κατακραυγή που δημιουργούσε άλλη συνθήκη.
Αυτά δεν είναι τυχαία γεγονότα. Βλέπουμε να διαμορφώνεται μια τάση απέναντι στον καθεστωτικό μετασχηματισμό του κυρίαρχου Τύπου. Είναι αυτό που λέγαμε προηγουμένως για τις ροές, τις αντιστάσεις, τις κινήσεις που δεν εγγράφονται στο εσωτερικό του κράτους. Είναι κάτι το οποίο κινείται από κάτω και παράγει διαφορετικά αποτελέσματα. Και αυτό είναι αισιόδοξο.
Η Ν.Δ. χρησιμοποίησε θέματα εξωτερικής πολιτικής για να κάνει αντιπολίτευση μίσους στον ΣΥΡΙΖΑ. Ο ΣΥΡΙΖΑ κρατάει μάλλον μετριοπαθείς τόνους σήμερα. Κάποιοι το θεωρούν λάθος…
Για να είμαστε ακριβείς, νομίζω ότι όπου έχει χρειαστεί στην εξωτερική πολιτική ο ΣΥΡΙΖΑ έχει σηκώσει τους τόνους. Διότι εδώ έχουμε να κάνουμε με τραγελαφική κατάσταση. Στην πραγματικότητα η Ν.Δ. έσκαψε τον ίδιο της τον λάκκο ήδη από την περίοδο 2018-2019, όταν με μια απολύτως κοντόφθαλμη πολιτική τροφοδότησε κοινωνικές δυνάμεις οι οποίες είχαν αντιμεταναστευτικό και αντιπροσφυγικό μένος, δυνάμεις οι οποίες αντιτάχθηκαν με μια σκληρή, ακροδεξιά σκοπιά στη Συμφωνία των Πρεσπών.
Θεώρησε ότι είναι πολιτικά θεμιτό να καβαλήσει αυτό το πολιτικό και κοινωνικό κύμα για να κερδίσει πόντους στη σύγκρουσή της με τον ΣΥΡΙΖΑ. Όμως, όταν παίζεις με τη φωτιά, στο τέλος καίγεσαι κι εσύ. Ακριβώς σε αυτό το πολιτικό αδιέξοδο βρίσκεται αυτή τη στιγμή η Ν.Δ. Γιγάντωσε ακραίες δεξιές φωνές οι οποίες αυτή τη στιγμή αποτελούν πολύ μεγάλο τμήμα της κοινωνικής, πολιτικής και εκλογικής βάσης της και ακριβώς γι’ αυτό δεν έχει τη δυνατότητα να εκπονήσει ένα στρατηγικό σχέδιο για την επίλυση των ελληνοτουρκικών διαφορών.
Διότι καταλαβαίνουμε ότι, για να επιλυθούν οι ελληνοτουρκικές διαφορές, θα πρέπει να υπάρξει μια συμφωνία. Και αυτή τη στιγμή η Ν.Δ. δεν μπορεί να υλοποιήσει αυτή την πολιτική, επειδή, αν φτάσει σε συμφωνία με την Τουρκία ή αν δεν υπάρξει συμφωνία και οδηγηθούμε αναγκαστικά στη Χάγη, αυτό θα σημάνει την απόλυτη εκλογική και πολιτική της κατάρρευση. Βρίσκεται σε ένα αδιέξοδο το οποίο έχει δημιουργήσει αποκλειστικά μόνη της.
Όσον αφορά τη στάση του ΣΥΡΙΖΑ, είναι απόλυτα καθαρός: Πρώτον, αποφασιστική προάσπιση των κυριαρχικών και οικονομικών δικαιωμάτων της Ελλάδας, όπως κάναμε το 2018 -τα έχει πει ο πρόεδρος αρκετές φορές-, δεύτερον, σαφές στρατηγικό σχέδιο. Η αποφασιστικότητα αυτή είναι αναγκαία προϋπόθεση για να προχωρήσουμε σε διερευνητικές. Και αν οι διερευνητικές δεν αποδώσουν, εμείς λέμε πάμε στη Χάγη. Η Νέα Δημοκρατία απλώς δεν το λέει δημόσια. Και έτσι δεν έχει τη δυνατότητα να συνεννοηθεί με τις υπόλοιπες δυνάμεις για ένα σοβαρό στρατηγικό σχέδιο. Και ακριβώς επειδή βρίσκεται σε αυτό το πολιτικό αδιέξοδο κάνει και πράγματα τα οποία υπονομεύουν τελικά τις θέσεις και τα επιχειρήματα της χώρας.
Να κάνω λίγο και τον συνήγορο του διαβόλου; Όταν πιεστεί από τα ακροδεξιά η Ν.Δ., σε εσένα θα έρθει να ζητήσει συνεννόηση και συναίνεση. Αυτό έκανε στη Βουλή για την Αίγυπτο. Μήπως τακτικά είναι λάθος να της την παρέχει ο ΣΥΡΙΖΑ;
Η στάση του ΣΥΡΙΖΑ θα εξαρτηθεί από το τι θα πράξει η κυβέρνηση. Στο θέμα με την Αίγυπτο εμείς είπαμε πως η συμφωνία αυτή έπρεπε να γίνει. Όμως τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά που είχε δεν μας επέτρεπαν να την υπερψηφίσουμε στη Βουλή διότι θεωρούσαμε πως, επειδή έγινε άρον – άρον, υπό το κράτος των τουρκικών εκβιασμών, δηλαδή του τουρκολιβυκού συμφώνου, οδήγησε σε μια κακή διαπραγμάτευση, όπου η Ελλάδα δεν κέρδισε κανένα από τα σημεία τα οποία θα μπορούσε να έχει κερδίσει.
Επομένως, το πώς τοποθετούμαστε σε κάθε ζήτημα εξωτερικής πολιτικής εξαρτάται από τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά του κυβερνητικού αποτελέσματος. Από εκεί και πέρα, όμως, θα ήταν τελείως κοντόφθαλμο για μας, στο όνομα της αντιπαράθεσης με την κυβέρνηση, να αρχίσουμε να καλλιεργούμε και να τροφοδοτούμε ιδέες, ιδεολογίες, πρακτικές και δυνάμεις οι οποίες δεν ανήκουν σε αυτό που εμείς ονομάζουμε δημοκρατική, αριστερή, προοδευτική παράταξη του χώρου. Είναι ξένες προς την πολιτική μας παράδοση, την ιστορία και την φυσιογνωμία μας. Επίσης κάτι τέτοιο θα ήταν απολύτως αναποτελεσματικό. Μπορούσε να έχει ένα πρόσκαιρο πολιτικό κέρδος, αλλά στο τέλος αυτές τις καταστάσεις τις βρίσκεις μπροστά σου, όπως τη βρήκε μπροστά της η Νέα Δημοκρατία. Αυτό που συμβαίνει στη Μόρια είναι δημιούργημα της πολιτικής της κυβέρνησης
Τα δεδομένα που έχουν προκύψει στη Μόρια είναι τρομακτικά από κάθε άποψη, ανθρωπιστική και πολιτική. Τέτοιες καταστάσεις είναι πολύ ευνοϊκές για την Ακροδεξιά στις τοπικές κοινωνίες. Η Αριστερά πώς το διαχειρίζεται αυτό; Επειδή παρατηρούμε και κάποιους οι οποίοι μερικές φορές έχουν την τάση να λένε “ας σεβαστούμε, ας ακούσουμε την τοπική κοινωνία, μην ξεκοπούμε” κ.λπ.
Ας βάλουμε τα πράγματα σε σειρά και στη σωστή τους διάσταση. Το τι μπορείς να κάνεις κάθε φορά, δηλαδή το εύρος των δυνατών πολιτικών σου κινήσεων, καθορίζεται από τις αρχές σου. Από εκεί και πέρα υπάρχει ένα εύρος πολιτικών τοποθετήσεων οι οποίες είναι ή δεν είναι συμβατές με τις αρχές. Αν δεν είναι συμβατές με αυτές τις αρχές, προφανώς αποκλείεται. Αυτή είναι γενική μεθοδολογική τοποθέτηση που αφορά και την προηγούμενη ερώτηση. Εδώ πρέπει να δούμε τι έχει συμβεί από τον Ιούλιο του 2019 και μετά. Διότι και πριν ήταν δύσκολη η κατάσταση, κανείς δεν λέει ότι όλα ήταν καλά, υπήρχαν πολύ μεγάλες δυσκολίες. Αλλά εμείς κάναμε ό,τι μπορέσαμε. Όμως από τον Ιούλιο και μετά μεσολάβησαν συγκεκριμένες πολιτικές επιλογές οι οποίες στην κυριολεξία εκτροχίασαν τα πράγματα.
Ποιες ήταν αυτές οι πολιτικές επιλογές; Ακριβώς επειδή η Ν.Δ. όλη την προηγούμενη περίοδο είχε επενδύσει στο αντιπροσφυγικό και αντιμεταναστευτικό ρεύμα, έπρεπε να ικανοποιήσει τις δυνάμεις εκείνες που δεν ήθελαν την αποσυμφόρηση των νησιών και τη μεταφορά μεταναστών και προσφύγων στην ενδοχώρα. Οπότε τι έκανε η Ν.Δ.; Σου λέει καταδικάζω τα νησιά για να σώσω τα πολιτικά και κοινωνικά μου δίκτυα στην ενδοχώρα, για να μην δημιουργήσω ρήγματα και χάσματα με πολιτικές και αυτοδιοικητικές δυνάμεις που με στηρίζουν εκεί.
Έτσι σταματά τη διαδικασία της αποσυμφόρησης και φτάνει η Μόρια, όπου η κατάσταση ήταν ήδη δύσκολη τον Ιούλιο του 2019 -είχε όμως 5.000 κόσμο-, να έχει τον Δεκέμβριο – Ιανουάριο 20.000 κόσμο. Από εκεί και πέρα ήταν δεδομένο ότι η κατάσταση θα ξεφύγει από τον έλεγχο. Πλέον δεν μπορείς να το διαχειριστείς αυτό. Δεν είναι όλα εφικτά. Οπότε μετά αρχίζουν και αναδύονται τέτοιου τύπου καταστάσεις και πρακτικές. Εκεί η Αριστερά πρέπει να είναι αυστηρή και με τον εαυτό της αλλά και με τον τρόπο με τον οποίο προτείνουν η ίδια και ο προοδευτικός κόσμος να γίνει η διαχείριση μιας κατάστασης, η οποία, αν δεν έχει ήδη βγει εκτός ελέγχου, τείνει να βγει. Εκεί με αποφασιστικό τρόπο πρέπει να πούμε ότι αυτό που συμβαίνει στη Μόρια ήταν και είναι αποτέλεσμα του τρόπου με τον οποίο πολιτεύεται η Ν.Δ.
Πείτε μου ειλικρινά ποια θεωρείτε ότι είναι η επίδραση στο κόμμα από την περίοδο της διακυβέρνησης. Δηλαδή πώς όλη αυτή η περιπέτεια, που έχει περάσει από πολλές φάσεις, έχει επιδράσει στο κόμμα; Πώς ήταν την επομένη των εκλογών και πώς είναι σήμερα;
Προφανώς η κυβερνητική εμπειρία των τεσσάρων αυτών πάρα πολύ δύσκολων χρόνων -ειδικά τα πρώτα τρία χρόνια- ήταν εξαιρετικά δύσκολα μέχρι να μπορέσουμε να απεγκλωβιστούμε από τη σκληρή μνημονιακή επιτροπεία. Δημιούργησε όμως μια σπάνια, μοναδική κατάσταση, ένα ολόκληρο ιστορικό και πολιτικό ρεύμα της Ριζοσπαστικής Αριστεράς που έρχεται και συναντιέται με την εμπειρία της διακυβέρνησης και αυτό δημιουργεί όρους για να γεννηθεί μια νέα πολιτική παράδοση και σε διεθνές επίπεδο κατά τη γνώμη μου.
Όταν ο πολιτικός στόχος να αλλάξει η κοινωνία παντρεύεται με την ανάγκη να διαχειριστείς την καθημερινότητα μέσα στους υπαρκτούς συσχετισμούς δύναμης, προκύπτει το πρόβλημα: Ωραία, λέμε διάφορα για το πώς φανταζόμαστε την κοινωνία κ.λπ., αλλά τώρα πρέπει να κυβερνήσουμε και μια χώρα. Όταν παντρεύονται αυτά τα δύο, στην κυριολεξία γεννιέται μια νέα πολιτική παράδοση, η οποία δεν υπήρχε.Νομίζω ότι αυτό είναι το κύριο χαρακτηριστικό που μετασχημάτισε τον ΣΥΡΙΖΑ από το 2015 μέχρι το 2019. Και νομίζω ότι ακριβώς αυτή η νέα κατάσταση, το πώς δηλαδή θα ωριμάσει αυτή η νέα πολιτική παράδοση και πώς θα αποδώσει καρπούς, αποτυπώνεται και στη στρατηγική σύλληψη του ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία.
Ανεξάρτητα από πολιτική προέλευση ή τοποθέτηση, όλα τα κόμματα που κλήθηκαν να κυβερνήσουν είχαν πάντα μια μετατόπιση του κέντρου βάρους από το κόμμα στην κυβέρνηση. Αυτό νομίζω ότι έχει και αντικειμενικά χαρακτηριστικά, δεν συνέβη μόνο στον ΣΥΡΙΖΑ, δεν συμβαίνει μόνο στην Ελλάδα, συμβαίνει παντού. Σε έναν βαθμό αυτό είναι λογικό, χωρίς να σημαίνει ότι πρέπει σε κάποια περίπτωση το κόμμα να υποτιμάται. Νομίζω, κι αυτό είναι κρίσιμο, πως το γεγονός ότι έγινε η επιλογή που έκανε ο Πάνος, να φύγει από την κυβέρνηση για να αναλάβει γραμματέας του κόμματος, ήταν μια συμβολική κίνηση πολύ μεγάλης πολιτικής σημασίας εκείνη την περίοδο.
Το 2015 υπήρξαν όμως αποστρατεύσεις…
Αυτό που βλέπω είναι ότι πάρα πολύς κόσμος, μετά την πρώτη απογοήτευση, τη ματαίωση που μπορεί να ένιωσε εξαιτίας του συμβιβασμού το 2015 κ.λπ., επιστρέφει στις οργανώσεις. Αυτό είναι φαινόμενο, δεν συμβαίνει κατ’ εξαίρεση. Υπάρχουν μαζικές επανεντάξεις ανθρώπων οι οποίοι είχαν πάρει τις αποστάσεις τους. Οι οργανώσεις τράβηξαν πάρα πολύ κουπί την περίοδο των μεγάλων πολιτικών μαχών. Όσο πιο εξωστρεφείς είναι οι οργανώσεις, όσο περισσότερο βρίσκονται στον δρόμο, τόσο καλύτερα λειτουργούν. Χρειάζονται σαφή ενημέρωση, συζήτηση, τεκμηρίωση, επιχειρήματα για την πολιτική αντιπαράθεση. Επίσης να υπάρχουν εξωστρεφείς δράσεις -εκδηλώσεις, περιοδείες κ.λπ.-, να παίρνουν πολιτικές πρωτοβουλίες για την περιοχή τους για όποια κρίσιμα ζητήματα προκύπτουν.
Στόχος μιας οργάνωσης δεν είναι μόνο οι περιοδείες με στελέχη ή κάποια εκδήλωση. Η ζωή της οργάνωσης σχετίζεται και με τον τρόπο με τον οποίο τα μέλη της εμπλέκονται στη γειτονιά τους. Από την υπεράσπιση ενός ελεύθερου χώρου μέχρι, ενδεχομένως, παρεμβάσεις σε περιπτώσεις όπου γνωρίζουμε ότι υπάρχουν εστίες εργοδοτικής αυθαιρεσίας. Αυτά είναι πολιτικές πρωτοβουλίες στον χώρο μας.
Διαβάστε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο
Το σχόλιο σας