Ιωάννης Σαρακιώτης: «Συμφωνία Ελλάδος – Αιγύπτου μέσω εγκατάλειψης της ‘μέσης γραμμής’»
Όσο απομακρυνόμαστε από τον Ιούλιο του 2019 και την ανάληψη της διακυβέρνησης της χώρας από τη Νέα Δημοκρατία, τόσο πληθαίνουν οι κυβιστήσεις. Το πιο ανησυχητικό όμως είναι ότι αυτές αγγίζουν πλέον πάγιες και διαχρονικές θέσεις της χώρας μας αναφορικά με τα κυριαρχικά δικαιώματα και την εξωτερική πολιτική της. Δίχως αμφιβολία και δίχως «δεύτερες αναγνώσεις», η Συμφωνία Ελλάδος – Αιγύπτου συνιστά ένα τέτοιο παράδειγμα άτακτης και ασύντακτης υποχώρησης άνευ ουσιαστικού αντικρίσματος.
Παραδοσιακά και ορθά, η Ελλάδα υποστηρίζει την εφαρμογή του διεθνούς δικαίου, ενώ χαράσσει την εξωτερική πολιτική της με βάση την ανάγκη τήρησης της διεθνούς νομιμότητας.
Μέσω της Συμφωνίας Ελλάδος – Αιγύπτου, είναι η πρώτη φορά τις τελευταίες δεκαετίες –ή μάλλον η δεύτερη μετά την αντίστοιχη Συμφωνία Οριοθέτησης Α.Ο.Ζ. με την Ιταλία– όπου η χώρα μας υπογράφει διεθνή συμφωνία, η οποία ακυρώνει μια βασική πρόβλεψη του Δικαίου της Θάλασσας: ότι τα νησιά με οικονομική δραστηριότητα δικαιούνται πλήρη δικαιώματα σε θαλάσσιες ζώνες. Μεγάλα ελληνικά νησιά, όπως η Κρήτη, η Κάρπαθος και η Ρόδος λαμβάνουν μειωμένη επήρεια, ενώ η τελευταία εντάσσεται στη συμφωνία έως τον 28ο μεσημβρινό και όχι εξ ολοκλήρου πάγιο αίτημα της αιγυπτιακής πλευράς το οποίο είχε απορριφθεί ευθύς εξ αρχής από την Κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, αλλά έγινε δεκτό μετά χαράς από αυτή της ΝΔ.
Υπ’ αυτούς τους όρους, η σημερινή κυβέρνηση απέφυγε να οριοθετήσει την Α.Ο.Ζ. επί τη βάση της «μέσης γραμμής», νομική πρακτική η οποία διέπει την αντίστοιχη συμφωνία της Αιγύπτου με την Κυπριακή Δημοκρατία. Η χώρα μας προτίμησε να εγκαταλείψει θαλάσσιο χώρο αρκετών τετραγωνικών χιλιομέτρων, δημιουργώντας έτσι επικίνδυνα νομικά προηγούμενα για τα υπόλοιπα εκατοντάδες νησιά με οικονομική δραστηριότητα της ελληνικής επικράτειας. Παράλληλα, εξαιρέθηκε το Σύμπλεγμα του Καστελορίζου, κάτι που δημιουργεί εύλογα ερωτηματικά, καθώς νομιμοποιούνται παράνομες αιτιάσεις περί «ειδικών συνθηκών», οι οποίες εν τέλει αποκόπτουν τη συγκεκριμένη περιοχή της πατρίδας μας από την Κύπρο.
Τα αναγκαία διαπραγματευτικά όπλα είχαν προσφερθεί τις προηγούμενες ημέρες, αλλά η κυβέρνηση αρνήθηκε να τα χρησιμοποιήσει.
Στις 2 Ιουνίου, το Αμερικανικό Υπουργείο Εξωτερικών υποστήριξε ότι τα νησιά διαθέτουν Α.Ο.Ζ. και υφαλοκρηπίδα, ενώ στις 9 Ιουνίου αναφέρθηκε στις ενέργειες της Τουρκίας στην Ανατολική Μεσόγειο ως «αντιπαραγωγικές». Το Ισραήλ έχει εκδώσει επανειλημμένες ανακοινώσεις, σύμφωνα με τις οποίες «στηρίζει τις ελληνικές θέσεις», ενώ και η Γαλλία έμπρακτα κατήγγειλε τον τουρκικό αναθεωρητισμό. Όμως, η ελληνική κυβέρνηση αντί να βασιστεί σε αυτό το διπλωματικό κεφάλαιο και να το επικαλεστεί, επέλεξε να προχωρήσει σε μια άτακτη υποχώρηση υπέρ μιας συμφωνίας μερικής οριοθέτησης και μερικής επήρειας.
Στην εξωτερική πολιτική, οι αρνητικές συνέπειες από εμφανώς κακές συμφωνίες προκύπτουν σε βάθος χρόνου. Αυτή είναι πιθανότατα η μοναδική ορθή ανάγνωση της σημερινής κυβέρνησης, η οποία επιχειρεί να προβεί άρον άρον σε εντυπωσιακές επικοινωνιακές κινήσεις, αδιαφορώντας για τις μακροπρόθεσμες επιπτώσεις των ερασιτεχνισμών της. Αντί να αρέσκονται στα εύσημα και στους πάσης προέλευσης χειροκροτητές, ο Πρωθυπουργός, ο Υπουργός Εξωτερικών και σύσσωμη η ελληνική κυβέρνηση οφείλουν να χαράξουν μια σταθερή στρατηγική με ευδιάκριτους στόχους και σε συνεννόηση με τον πολιτικό κόσμο. Η χώρα δεν έχει κανένα περιθώριο πλέον για άλλες παλινωδίες, προσωπικές πολιτικές και επικοινωνιακούς τακτικισμούς.
Διαβάστε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο
Το σχόλιο σας