Ρότζερ Μουρ: Ο “άγιος” κατάσκοπος που αγαπήσαμε
Ρότζερ Μουρ: Ήταν πριν από τρία χρόνια όταν τα παιδιά του Ρότζερ Μουρ ανακοίνωναν μέσω Twitter τον θάνατο του αγαπημένου τους πατέρα. “Τη δική μας αγάπη και θαυμασμό θα μεγεθύνουν πολλαπλάσια σε όλο τον κόσμο όσοι τον γνώρισαν μέσα από τις ταινίες του, τα τηλεοπτικά προγράμματα και την δουλειά που με πάθος έκανε για τη UNICEF και που ο ίδιος θεωρούσε το μεγαλύτερό του επίτευγμα” αναφερόταν στην ανακοίνωση που εξέδωσαν τα τρία παιδιά του.
With the heaviest of hearts, we must share the awful news that our father, Sir Roger Moore, passed away today. We are all devastated. pic.twitter.com/6dhiA6dnVg
— Sir Roger Moore (Legacy) (@sirrogermoore) May 23, 2017
“Ήταν η επιτομή του γοητευτικού Βρετανού τζέντλεμαν», θα γράψει η Guardian για τον ηθοποιό που παρέμεινε ενεργός στον χώρο της υποκριτικής τέχνης για οκτώ δεκαετίες. Ο Ρότζερ Μούρ ήταν γνωστός κυρίως χάρη στους ρόλους του ως Τζέιμς Μποντ -ήταν ο τρίτος που αναλάμβανε την ενσάρκωση του διάσημου χαρακτήρα των βιβλίων του Ίαν Φλέμινγκ- αλλά και ως ο «Άγιος» Σάιμον Τέμπλαρ στην τηλεοπτική σειρά The Saint.
Γεννήθηκε στο Στόκγουελ του Λονδίνου, ως το μοναχοπαίδι του αστυνομικού Τζωρτζ Άλφρεντ Μουρ και της Λίλιαν (Λίλυ) Μουρ, το γένος Πόουπ. Η μητέρα του είχε γεννηθεί στην Καλκούτα των τότε Βρετανικών Ινδιών. Ο Ρότζερ πήγε στο γυμνάσιο του Μπάτερση, αλλά με την εκτόπιση εξαιτίας του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου στάλθηκε στο Χόλσγουόρθυ του Ντέβον. Στη συνέχεια τελείωσε το σχολείο στο γυμνάσιο αρρένων του Dr Challoner στο Άμερσαμ του Μπάκιγχαμσιρ και παρακολούθησε μαθήματα στο Πανεπιστήμιο του Ντάραμ, αλλά δεν ολοκλήρωσε τις σπουδές του.
Σε ηλικία 18 ετών, λίγο πριν από το τέλος του πολέμου, ο Μουρ πήγε στρατιώτης και στις 21 Σεπτεμβρίου 1946 προάχθηκε σε ανθυπολοχαγό, φθάνοντας τελικώς μέχρι τον βαθμό του λοχαγού. Ο Μουρ υπηρέτησε διοικώντας ένα μικρό φυλάκιο στην τότε κατεχόμενη Δυτική Γερμανία. Πριν τον στρατό, το 1944-1945, ο Ρότζερ Μουρ είχε προλάβει να σπουδάσει για ένα εξάμηνο στη Βασιλική Ακαδημία Δραματικής Τέχνης (RADA), όπου τα δίδακτρά του πληρώνονταν από τον σκηνοθέτη Μπράιαν Ντέσμοντ Χερστ, που αργότερα χρησιμοποίησε τον Μουρ ως έξτρα στην ταινία του Trottie True (1949).
Στη RADA ο Μουρ ήταν συμφοιτητής της μελλοντικής συμπρωταγωνίστριάς του στις ταινίες του Τζέιμς Μποντ Λόις Μάξγουελ (1927-2007), της πρώτης Μις Μάνιπένυ. Ο Μουρ επέλεξε να αφήσει τη σχολή μετά από 6 μήνες για να αναζητήσει εργασία ως ηθοποιός. Το ίνδαλμά του στον κινηματογράφο ήταν ο Άγγλος ηθοποιός Στιούαρτ Γκρέιντζερ. Σε ηλικία 17 ετών, Μουρ εμφανίσθηκε ως έξτρα στην ταινία Καίσαρ και Κλεοπάτρα (1945), οπότε και συνάντησε τον Γκρέιντζερ στα γυρίσματα. Πολύ αργότερα, θα εμφανίζονταν στο ίδιο έργο, την περιπέτεια Επιχείρηση Άγριες χήνες (1978), παρότι δεν είχαν κάποια σκηνή μαζί.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1950 ο Μουρ εργάσθηκε ως μοντέλο, εμφανιζόμενος σε έντυπες διαφημίσεις για πλεκτά και πολλά άλλα προϊόντα, όπως οδοντόκρεμα. Πολλοί κριτικοί έχουν πει ότι αυτή η δραστηριότητα υποδεικνύει τα «ελαφρών βαρών» πιστοποιητικά του ως ηθοποιού. Στο βιβλίο του Last Man Standing: Tales From Tinseltown, ο Μουρ γράφει στο δεύτερο κεφάλαιο, ότι η πρώτη του τηλεοπτική εμφάνιση ήταν στις 27 Μαρτίου 1949 στη σειρά The Governess, του Πάτρικ Χάμιλτον, όπου ο Μουρ έπαιζε τον μικρό ρόλο του Μπομπ Ντριού.
Η εποχή που γνώρισε την παγκόσμια φήμη ήρθε για τον Μουρ όταν ο παραγωγός σερ Λιου Γκρέιντ του έδωσε τον ρόλο του Σάιμον Τέμπλαρ στη σειρά Ο Άγιος, βασισμένη στα μυθιστορήματα του Λέσλι Τσάρτερις. Ο Μουρ είχε πει σε συνέντευξή του τότε (1963) ότι ήθελε να αγοράσει τα δικαιώματα για τον συγκεκριμένο χαρακτήρα του Τσάρτερις.
Η τηλεοπτική αυτή σειρά γυρίστηκε στη Βρετανία, αλλά με «το μάτι στραμμένο» προς την αμερικανική αγορά, και η επιτυχία της εκεί και σε αρκετές άλλες ξένες χώρες έκανε το όνομα «Μουρ» γνωστό διεθνώς, ιδίως από το 1967 και μετά. Επιπλέον, εδώ ο Μουρ καθιέρωσε το κομψό, γεμάτο αυτοπεποίθηση, γοητευτικό και περιπαικτικό στιλ του, το οποίο μετέφερε και στον ρόλο του Τζέιμς Μποντ. Στα ύστερα χρόνια της σειράς ο Μουρ έφθασε να σκηνοθετήσει αρκετά επεισόδιά της.
Η σειρά προβλήθηκε από το 1962 επί εξαετία (μέχρι το 1967 ασπρόμαυρη και μετά έγχρωμη), με 118 επεισόδια, κάτι που την κατέστησε (μαζί με τη σειρά The Avengers) τη μακροβιότερη σειρά του είδους της στην ιστορία της βρετανικής τηλεοράσεως. Ωστόσο, από ένα σημείο και ύστερα ο Μουρ άρχισε να βαριέται τον ρόλο. Φεύγοντας από τη σειρά, γύρισε αμέσως δύο κινηματογραφικές ταινίες: το Crossplot (1969) και το απαιτητικότερο The Man Who Haunted Himself (1970), σε σκηνοθεσία Μπέιζιλ Ντήαρντεν, που έδωσε στον Μουρ την ευκαιρία να επιδείξει ένα ευρύτερο ερμηνευτικό φάσμα από όσο του είχε επιτρέψει ο ρόλος του Σάιμον Τέμπλαρ, παρότι οι κριτικές εκείνης της εποχής ήταν μάλλον χλιαρές, όπως και η εμπορική επιτυχία των ταινιών αυτών.
O κατάσκοπος 007
Εξαιτίας της αφιερώσεως του χρόνου του σε αρκετές τηλεοπτικές σειρές, ιδίως στη μακρόβια σειρά Ο `Αγιος, όπου ήταν και συμπαραγωγός, ο Ρότζερ Μουρ δεν ήταν ούτως ή άλλως διαθέσιμος για ταινίες Τζέιμς Μποντ για πολύ καιρό. Ωστόσο, ήδη το 1964 είχε εμφανισθεί στον ρόλο του διάσημου πράκτορα στην κωμική σειρά Mainly Millicent. Στην αυτοβιογραφία του (2008) ο Μουρ γράφει ότι δεν είχε ποτέ προσεγγιστεί να παίξει τον ήρωα στον Δόκτορα Νο, ούτε πιστεύει ότι είχε ποτέ θεωρηθεί ως μία εναλλακτική λύση για τον ρόλο.
Μόνο αφού ο Σον Κόνερι ανακοίνωσει το 1966 ότι δεν θα έπαιζε τον Μποντ ο Μουρ συνειδητοποίησε ότι ίσως να ήταν υποψήφιος για τον ρόλο. Αλλά μετά από μία ταινία με τον Τζωρτζ Λέιζενμπυ στο ρόλο του Μποντ, ο Κόνερι έπαιξε και πάλι τον Μποντ, στην ταινία Τα διαμάντια είναι παντοτινά (1971), οπότε ο Μουρ δεν ξανασκέφθηκε αυτή τη δυνατότητα, μέχρι που έγινε ξεκάθαρο πλέον ότι ο Κόνερι, που είναι δυόμιση χρόνια μικρότερος του Μουρ στην ηλικία, είχε τελειώσει με τον Μποντ.
Τότε, τον Αύγουστο του 1972, ο παραγωγός των ταινιών Μποντ Άλμπερτ Μπρόκολι προσέγγισε τον Μουρ και του πρότεινε τον ρόλο του θρυλικού πράκτορα, πρόταση την οποία ο Μουρ αποδέχθηκε. Στην αυτοβιογραφία του γράφει ότι έπρεπε να κόψει τα μαλλιά του και να χάσει βάρος προκειμένου να υποδυθεί τον Μποντ, πράγματα που δεν τού άρεσαν. Ωστόσο, τού δόθηκε ο ρόλος, αρχικώς στην ταινία Ζήσε κι άσε τους άλλους να πεθάνουν (1973). Ακολούθησαν οι παρακάτω ταινίες στις οποίες ο Μουρ υποδύθηκε τον Τζέιμς Μποντ:
- Ο άνθρωπος με το χρυσό πιστόλι (1974)
- Η κατάσκοπος που με αγάπησε (1977)
- Επιχείρηση Μουνρέικερ (1979)
- Για τα μάτια σου μόνο (1981)
- Επιχείρηση Οκτόπουσυ (1983)
- Επιχείρηση Κινούμενος Στόχος (A View to a Kill, 1985).
Ο Μουρ συμπλήρωσε τα περισσότερα χρόνια στον ρόλο του Τζέιμς Μποντ από κάθε άλλο ηθοποιό, 12 συνολικά, με 7 επίσημες ταινίες. Μέχρι στιγμής επίσης είναι ο μεγαλύτερος σε ηλικία ηθοποιός που υποδύθηκε τον Μποντ: ήταν 58 ετών όταν ανακοίνωσε την απόσυρσή του από τον ρόλο, στις 3 Δεκεμβρίου 1985.
Ο Τζέιμς Μποντ του Μουρ ήταν πολύ διαφορετικός από αυτόν του συγγραφέα Ίαν Φλέμινγκ. Σεναριογράφοι όπως ο Τζωρτζ Μακντόναλντ Φρέιζερ έγραψαν σενάρια στα οποία ο Μουρ υποδυόταν έναν έμπειρο, ευγενικό και σοφιστικέ πλεϊμπόι που είχε πάντα ένα γκάτζετ ή κόλπο έτοιμο όταν χρειαζόταν.
Ο Μποντ του Μουρ διακρινόταν επίσης από την αίσθηση του χιούμορ και τις έξυπνες ατάκες του, αλλά ήταν επίσης ένας έμπειρος ντετέκτιβ με κοφτερό μυαλό. Το 2004 ο Μουρ ψηφίστηκε ως «ο καλύτερος Μποντ» σε μία δημοσκόπηση σχετιζόμενη με τα Βραβεία Όσκαρ, ενώ σε μία άλλη (το 2008) έλαβε το 62% των ψήφων. Το 1987 είχε παρουσιάσει την επετειακή τηλεοπτική εκπομπή Happy Anniversary 007: 25 Years of James Bond.
Ο Μουρ ήταν «πρεσβευτής καλής θελήσεως» για λογαριασμό της UNICEF. Από τη δεκαετία του 1970 ζούσε εκτός του Ηνωμένου Βασιλείου για φορολογικούς λόγους. Η αυτοβιογραφία του δημοσιεύθηκε το 2008, ενώ είχε γράψει και άλλα βιβλία με αναμνήσεις από τη σταδιοδρομία του και τις ταινίες του Τζέιμς Μποντ.
Οι έρωτες της ζωής του
Το 1946, σε ηλικία 19 ετών, ο Ρότζερ Μουρ νυμφεύθηκε μία συμφοιτήτριά του στη Βασιλική Ακαδημία Δραματικής Τέχνης, την ηθοποιό και πατινέρ Ντορν βαν Στάυν (Doorn Van Steyn, γενν. Lucy Woodard), που ήταν 6 χρόνια μεγαλύτερή του. Ο Μουρ και η Στάυν έζησαν στο Streatham με την οικογένεια της Στάυν, αλλά η έλλειψη χρημάτων και η δυσπιστία της για την ικανότητα του Μουρ ως ηθοποιού επηρέασαν καθοριστικά τη σχέση τους.
Το 1952 ο Μουρ γνώρισε την Ουαλλή τραγουδίστρια Ντόροθυ Σκουάιρς (Dorothy Squires, 1914-1998), επίσης μεγαλύτερή του στην ηλικία (κατά 13 χρόνια) και, αφού χώρισε τη βαν Στάυν το 1953, τη νυμφεύθηκε στη Νέα Υόρκη και εγκαταστάθηκαν στις ΗΠΑ το 1954 για να σταδιοδρομήσουν εκεί. Αλλά εντάσεις αναπτύχθηκαν στον γάμο τους, ιδίως εξαιτίας της έλξεως που ασκούσε στον Μουρ η ηθοποιός Ντόροθυ Προβάιν, και επέστρεψαν στο Ηνωμένο Βασίλειο το 1961. Η Σκουάιρς είχε μία σειρά αποβολών κατά τη διάρκεια του γάμου τους και ο Μουρ ανέφερε αργότερα ότι ο γάμος τους ίσως να είχε επιβιώσει αν είχαν μπορέσει να αποκτήσουν παιδιά.
Σε ένα από τα επεισόδια στη σχέση τους, η Σκουάιρς είχε σπάσει μία κιθάρα πάνω στο κεφάλι του Μουρ, ενώ όταν έμαθε για τη σχέση του με την Ιταλίδα ηθοποιό Λουίζα Ματτιόλι, σύμφωνα με την αφήγηση του Μουρ: «πέταξε ένα τούβλο στο παράθυρο καθώς περνούσα απ’ έξω, και καθώς πήγε να αρπάξει από το πουκάμισο μέσα από το σπασμένο τζάμι, τραυμάτισε τα χέρια της… Ηρθε η αστυνομία και είπαν ότι αιμορραγούσε, οπότε εκείνη ανταπάντησε ότι ήταν η καρδιά της που αιμορραγούσε». Παρά τις πολλαπλές μηνύσεις που του έκανε στα μετέπειτα χρόνια, ο Μουρ πλήρωσε το νοσοκομείο όπου νοσηλεύθηκε η Σκουάιρς όταν προσβλήθηκε από καρκίνο το 1996 και μέχρι τον θάνατό της.
Το 1961, στα γυρίσματα της ταινίας Η αρπαγή των γυναικών των Σαβίνων στην Ιταλία, ο Μουρ, που υποδυόταν τον Ρωμύλο, εγκατέλειψε τη Σκουάιρς για την Ιταλίδα ηθοποιό Λουίζα Ματτιόλι. Η Σκουάιρς αρνήθηκε να αποδεχθεί τον χωρισμό τους και μήνυσε τον Μουρ για απώλεια γαμήλιων δικαιωμάτων, αλλά ο Μουρ αρνήθηκε την εντολή του δικαστηρίου να επιστρέψει στη Σκουάιρς εντός 28 ημερών. Οι Μουρ και Ματτιόλι συμβίωναν μέχρι το 1969, οπότε η Σκουάιρς τελικώς του έδωσε διαζύγιο, μετά από επταετή διάσταση. Στον πολιτικό γάμο του Μουρ και της Ματτιόλι, τον Απρίλιο του 1969 στο Λονδίνο, περίπου 600 άνθρωποι είχαν συγκεντρωθεί έξω από το κτήριο, με τις γυναίκες να φωνάζουν το όνομα του Μουρ.
Ο Μουρ και η Ματτιόλι απέκτησαν μαζί τρία τέκνα: μία κόρη, την Ντέμπορα , η οποία έγινε επίσης ηθοποιός, και δύο γιους: τον Τζέφρεϋ και τον Κρίστιαν. Ο Τζέφρεϋ έγινε και αυτός ηθοποιός, εμφανιζόμενος στο πλευρό του πατέρα του στην τηλεταινία του 1976 Ο Σέρλοκ Χολμς στη Νέα Υόρκη, ενώ αργότερα άνοιξε με τον Τζέιμι Μπάρμπερ το εστιατόριο Hush στο Μέυφαιρ του Λονδίνου. Ο Τζέφρεϋ με τη σύζυγό του Λούλου έχουν δύο παιδιά, την Άμπρα και τη Μία. Ο μικρότερος γιος του Ρότζερ Μουρ, ο Κρίστιαν είναι παραγωγός ταινιών.
Οι Μουρ και Ματτιόλι χώρισαν το 1993, μετά τη σύναψη σχέσεων του Μουρ με τη Σκανδιναβή Κριστίνα («Κίκι») Θόλστρουπ (Kristina Tholstrup)[28]. την ίδια χρονιά που ο Μουρ διαγνώστηκε ότι έπασχε από καρκίνο του προστάτη, μία εμπειρία που «τον οδήγησε στο να επαναξιολογήσει τη ζωή και τον γάμο του».[30] Οι Ματτιόλι και Θόλστρουπ ήταν φίλες από πολύ καιρό.
Ο Μουρ παρέμεινε σιωπηλός για το διαζύγιό του από τη Ματτιόλι, και αργότερα είπε ότι δεν ήθελε να πληγώσει τα παιδιά τους «εμπλεκόμενος σε έναν πόλεμο λέξεων»[30]. Τα παιδιά του Μουρ δεν μιλούσαν στον πατέρα τους για μήνες μετά τον χωρισμό[30]. Η Ματτιόλι αρνιόταν να δώσει διαζύγιο στον Μουρ μέχρι το 2000, όταν συμφωνήθηκε ένας διακανονισμός ύψους 10 εκατομμυρίων λιρών[34], και ο Μουρ τέλεσε τον γάμο του με τη Θόλστρουπ το 2002
Διαβάστε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο
Το σχόλιο σας