Οι επιζήσαντες: 45 χρόνια από το “Θαύμα στις Άνδεις”

Οι επιζήσαντες: 45 χρόνια από το “Θαύμα στις Άνδεις”
"Είχαμε έναν τρόπο να μείνουμε ζωντανοί. Να φάμε τους νεκρούς φίλους μας"... Το pagenews.gr εξιστορεί το "Θαύμα στις Άνδεις", όταν το αεροσκάφος FH-227 που μετέφερε την ομάδα ράγκμπι "Old Christians" συνετρίβη σαν σήμερα πριν 45 χρόνια. Οι επιβάτες ήταν 45. Επέζησαν οι 27. Χρειάστηκε να φάνε ανθρώπινη σάρκα για να τα καταφέρουν. Χρόνια μετά "Οι επιζήσαντες" έπαιξαν στους κινηματογράφους...

Ήταν μια πτήση ενος αεροσκάφους (FH-227 αμερικανικής κατασκευής) που ανήκε στην πολεμικη αεροπορία της Ουρουγουάης και πραγματοποιήθηκε στην 13 Οκτωβρίου του 1972. Το αεροσκάφος μετέφερε τους αθλητές της ομάδας ράγκμπι «Old Christians», οι οποίοι επρόκειτο να αγωνιστούν εναντίον της χιλιανής ομάδας «Old Boys» στο Σαντιάγο της Χιλής. Οι αγώνες διεξάγονται στο πλαίσιο του λατινοαμερικάνικου τουρνουά ράγκμπι για το Copa de la Amistad, γνωστό και ως «Κύπελλο Φιλίας»…

Έγινε αργότερα γνωστή ώς “το θαύμα στις Άνδεις” και αποτελεί ένα απο τα πιό γνωστα περιστατικά παγκοσμίως με την ιστορία να εχει παρουσιαστεί απο πολλές ταινίες και βιβλία σε όλον το κόσμο. Η πιο γνωστή ταινία είναι “Οι επιζήσαντες“. Αλλά τι πραγματικά έγινε;

Στις 12 Οκτωβρίου 1972, ένα δικινητήριο ελικοφόρο αεροσκάφος τύπου Fairchild Hiller FH-227D της Πολεμικής Αεροπορίας της Ουρουγουάης, με πενταμελές πλήρωμα και 40 επιβαίνοντες, απογειώθηκε από το Μοντεβιδέο με προορισμό το Σαντιάγο της Χιλής. Μετέφερε την ομάδα ράγκμπι Old Christians Club, που θα έδινε φιλικό αγώνα στην πρωτεύουσα της Χιλής, αλλά και συγγενείς, φίλους και γνωστούς των παικτών.

Κατά τη διάρκεια της πτήσης, ο καιρός επιδεινώθηκε κι έτσι ο έμπειρος κυβερνήτης του αεροπλάνου, σμήναρχος Χούλιο Σέζαρ Φεράδας, επέλεξε να προσγειωθεί στην πόλη της Αργεντινής Μεντόσα, στους πρόποδες των Άνδεων, όπου οι επιβάτες και το πλήρωμα διανυκτέρευσαν. Την επομένη, οι καιρικές συνθήκες δεν είχαν βελτιωθεί, αλλά ο πιλότος ενέδωσε στις πιέσεις των επιβατών και αποφάσισε να απογειωθεί για το Σαντιάγο, αφού πήρε το πράσινο φως από τον πύργο ελέγχου.

Στη διαδρομή το αεροσκάφος αντιμετώπισε έντονες αναταράξεις, τις οποίες οι 40 επιβάτες αντιμετώπισαν με χαμόγελα και χωρίς φόβο. Οι περισσότεροι από αυτούς ήταν 19 ή 20 ετών και για πολλούς ήταν το πρώτο τους ταξίδι με αεροπλάνο.

Φωτογραφία μέσα από το αεροπλάνο, πριν το δυστύχημα

Το μοιραίο λάθος

Καθώς το αεροσκάφος πετούσε μέσα από ένα πέρασμα των βουνών των Άνδεων έλαβε την άδεια απο τον Πύργο Ελέγχου του αεροδρομίου του Σαντιαγκο της Χιλής να χαμηλώσει ύψος και να αρχίσει τη διαδικασία προσγειώσης. Οι καιρικές συνθήκες ήταν άσχημες και η ομίχλη έντονη, με αποτέλεσμα οι πιλότοι, επειδή ήταν αδύνατον να βλέπουν, να ακολουθήσουν μια διαδικασία μετρήσεως του χρόνου που χρειάζεται ένα αεροσκάφος, πετώντας με συγκεκριμένη ταχύτητα ώστε να περάσει μέσα από ένα πέρασμα με ομίχλη. Μια διαδικασία γνωστή και ως “dead reckoning”.

Ωστόσο, επειδή στην περιοχή έπνεαν ισχυροί άνεμοι και το αεροσκάφος πετούσε αργά, δεν υπολόγισαν σωστά τον χρόνο, κάτι που είχε σαν αποτέλεσμα να νομίζουν πως είχαν βγει από το πέρασμα των βουνών, αλλά στην πραγματικότητα να βρίσκονται ακόμα μέσα. Ξεκίνησαν, λοιπόν, να κατεβαίνουν πολύ νωρίτερα προς το αεροδρόμιο.

Αποτέλεσμα ήταν οι πιλότοι να μην αντιληφθούν μέσα στην ομιχλη πως τριγύρω τους υπήρχαν κορυφές βουνών και σε υψος 4.200 μέτρων το δεξι φτερό του αεροσκάφος να προσκρούσει σε μια κορυφή των Άνδεων. Από την πρόσκρουση το δεξί φτερό αποκοπτεται και αφού χτυπάει την ουρά (Καθετο σταθερό) προκαλεί επίσης την αποκοπή του.

Το αεροσκάφος χωρις δεξί φτερό και ουρά, συνεχίζει την πορεία του στον αέρα με αποτέλεσμα λίγο αργότερα το αριστερό φτερό να χτυπήσει με την σειρά του σε μια δεύτερη βουνοκορφή, να αποκοπεί και να έχει παραμείνει μόνο η άτρακτος του αεροσκάφους γεμάτη με επιβάτες να πετάει για αρκετά δευτερόλεπτα χωρίς φτερά (σαν πύραυλος) και στην συνεχεια να χάσει υψος και τα “συρθεί” στο φρεσκο χιόνι μιας Βουνοκορυφής των άνδεων. Από μια άποψη ηταν ενα “θαύμα” επειδή η καμπίνα των επιβατών πετώντας για αρκετά δευτερόλεπτα χωρίς φτερά δεν συνετρίβη αλλα σύρθηκε πανω στο φρεσκο χιόνι.

Οι επιβάτες ήταν 45 άτομα και την στιγμή της σύγκρουσης σκοτώθηκαν επί τόπου οι 12. Μέχρι το επόμενο πρωί είχαν πεθάνει ακόμη πέντε, ενώ ένας άντεξε μία εβδομάδα μέχρι να υποκύψει τελικά στα τραύματά του. Από το τραγικό δυστύχημα επέζησαν 27 άνθρωποι που στάθηκαν τυχεροί όμως χρειάστηκε να δοκιμαστούν στα όρια μέχρι τελικά κάποιοι εξ αυτών να επιστρέψουν σώοι στην πατρίδα τους και να αφηγηθούν τις τραγικές στιγμές που έζησαν…

«Τα μάτια όλων γέμισαν δάκρυα»

Οι επιζώντες βρήκαν καταφύγιο στα συντρίμμια του αεροσκάφους, με ελάχιστες ποσότητες τροφής, αλλά και ρούχα λίγα και ακατάλληλα φυσικά για τόσο μικρές θερμοκρασίες που άγγιζαν τους -40 βαθμούς κελσίου. Λίγες σοκολάτες, ξηροί καρποί, σνακς και κρασιά ήταν τα μόνα που «διασώθηκαν» της σύγκρουσης… Τα μοναδικά τους «όπλα»… Η πρώτη στιγμή της… απόγνωσης ήρθε όταν οι επιζώντες ενημερώθηκαν από ένα ραδιοφωνάκι πως οι έρευνες είχαν σταματήσει, 11 μέρες μετά το δυστύχημα.

Το αεροπλάνο ήταν άσπρου χρώματος και όταν πια έγινε ένα με το χιόνι, από ψηλά ήταν αδύνατο να εντοπιστεί… Οι πάντες τους θεωρούσαν νεκρούς όμως οι ίδιοι δεν το έβαλαν κάτω… «Στο άκουσμα της είδησης, όλων τα μάτια γέμισαν δάκρυα. Είχαμε απελπιστεί. Ολοι εκτός από τον Παράδο. Την ώρα εκείνη μπήκε ο Γκουστάβο Νίκολιτς. Δεν υπάρχουν καλά νέα. Πρέπει να βγούμε μόνοι μας ζωντανοί από δω είπε», περιγράφει ο Πιρς Πολ στο βιβλίο «Η ιστορία των επιζώντων των Ανδεων», πάνω στο οποίο βασίστηκε και η ταινία.

“Είχαμε έναν τρόπο να μείνουμε ζωντανοί. Να φάμε τους νεκρούς φίλους μας”

Αρχικά, προσπάθησαν να διανύσουν μια απόσταση μέσα στο χιόνι, προκειμένου να βρουν το άλλο κομμάτι του αεροσκάφους, με την ελπίδα ότι θα λειτουργούσε ο ασύρματος… Πράγματι, κατάφεραν να το εντοπίσουν όμως ούτε ασύρματος βρέθηκε και φυσικά ούτε τροφή. Μόνο κάποιες κούτες με τσιγάρα… Η ανατριχιαστική απόφαση ήταν θέμα χρόνου να παρθεί. Οι πιο σκληροί όπως ο Νάντο Παράδο, αρχικά τρόμαξαν ακόμη και οι ίδιοι με την σκέψη, όμως έπειτα έριξαν την ιδέα: Να τραφούν με τα σώματα των νεκρών συντρόφων τους.

«Σε τόσο μεγάλο υψόμετρο, οι ανάγκες του οργανισμού είναι αστρονομικές. Λιμοκτονούσαμε. Η πείνα μας έγινε τόσο ισχυρή που ψάχναμε για ψίχουλα ή προσπαθούσαμε να φάμε κομμάτια από σκισμένο δέρμα των αποσκευών, παρότι γνωρίζαμε ότι θα χημικά περισσότερο κακό θα μας έκαναν παρά καλό. Καταλήξαμε στο συμπέρασμα πως εάν δεν θέλαμε να φάμε τα ρούχα που φορούσαμε, δεν υπήρχε κάτι άλλο εκτός από σίδερο και χιόνι», περιγράφει ο Νάντο Παράδο και συμπληρώνει:

«Ολοι οι επιβάτες ήταν ρωμαιοκαθολικοί. Κάποιοι κατάφεραν να εξισώσουν την πράξη του κανιβαλισμού με το τελετουργικό της Θείας Κοινωνίας. Οι περισσότεροι είχαν αρχικά επιφυλάξεις, οι οποίες όμως κάμφθηκαν όταν συνειδητοποίησαν ότι ήταν ο μοναδικός τρόπος για να παραμείνουν ζωντανοί».

 

 

Η χιονοστιβάδα, το ξενοδοχείο που δεν βρήκαν, η κάθοδος και η διάσωση

16 μέρες μετά την σύγκρουση, έχασαν την ζωή τους 8 ακόμη άτομα από χιονοστιβάδα που τα καταπλάκωσε. Κάπου εκεί πάρθηκε η απόφαση να δημιουργηθεί μία ομάδα που θα ενισχύονταν με περισσότερη τροφή και ρούχα ώστε να καταφέρει τελικά να φτάσει σε κατοικήσιμη περιοχή και να φέρει βοήθεια. Οι επιζώντες του δυστυχήματος αντιλαμβανόταν ότι βρίσκονταν σε εδάφη της Αργεντινής, όμως δεν είχαν ιδέα προς τα πού ακριβώς έπρεπε να κατευθυνθούν. Η ειρωνεία είναι πως βρίσκονταν μόλις 18 μίλια μακριά από το εγκαταλειμμένο ξενοδοχείο «Hotel Termas Sosneado» αλλά φυσικά δεν το γνώριζαν.

Τελικά, στις 12 Δεκεμβρίου 1972, δύο μήνες μετά την συντριβή του αεροπλάνου, οι Παράδο, Κανέσα και Βισιντίν ξεκίνησαν το μακρύ ταξίδι μέσα στα βουνά – και αφού προηγουμένως είχαν καταφέρει να ράψουν έναν εξαιρετικό, ασφαλή υπνόσακο – προκειμένου να φέρουν βοήθεια.

Το δεύτερο βράδυ κόντεψαν να πεθάνουν από το κρύο και αποφάσισαν να επιστρέψουν στην αρχική τους κατασκήνωση. Πρώτα όμως πήραν τις μπαταρίες του αεροσκάφους που βρήκαν τυχαία. Τις χρησιμοποίησαν για να ενεργοποιήσουν τα συστήματα επικοινωνίας του αεροσκάφους και να καλέσουν βοήθεια. Δυστυχώς το σχέδιο απέτυχε. Δεν έμενε άλλη λύση από τη δύσκολη, σχεδόν ακατόρθωτη κατάβαση…

Πλέον, άρχισαν την κάθοδο και προχωρώντας παράλληλα στον ποταμό, κατάφεραν να βρουν κατοικημένη περιοχή.

 

“Επέζησαν λόγω του κανιβαλισμού”

Επειτα από εννιά μέρες κατάφεραν να βρουν βοήθεια. Ο Σέρχιο Καταλάν έμελε να είναι τελικά ο άνθρωπος που θα έσωζε τους ίδιους αλλά και τους φίλους τους. Ο Καταλάν είδε από μακριά τους δύο άνδρες να παρακαλούν για βοήθεια και τους φώναξε «αύριο». Την επομένη πήγε στο ίδιο μέρος, τούς πέταξε από μακρινή απόσταση τρόφιμα (τους χώριζε ένα ποτάμι), καθώς και χαρτί και μολύβι. Οι Παράδο και Κανέσα του έγραψαν τι ακριβώς είχε συμβεί προς μεγάλη έκπληξη του Καταλάν που ενώ γνωριζε για την πτώση του αεροπλάνου, δεν μπορούσε να πιστέψει ότι άνθρωποι παρέμεναν ζωντανοί παρά την πάροδο δύο μηνών. Είχαν σωθεί και ενημέρωσαν και για τους υπόλοιπους επιζώντες που οι αρχές είχαν ξεγράχει. Οδήγησαν τα συνεργεία διάσωσης στο σημείο όπου είχαν αφήσει τους συντρόφους τους και μια, άνευ προηγουμένου, περιπέτεια έφτασε στο τέλος της…

Στις 23 Δεκεμβρίου τα πάντα είχαν τελειώσει ή… μήπως όχι; Η απόφασή τους να τραφούν με τους ίδιους τους φίλους τους, ακολουθούσε για αρκετά χρόνια τους επιζώντες των Άνδεων. Τρεις μόλις μέρες μετά την επιστροφή τους στην πατρίδα, η εφημερίδα El Mercurio έγραψε στο πρωτοσέλιδο πως «επέζησαν λόγω του κανιβαλισμού».

Μέσα σε λίγες μέρες, η ιστορία είχε κάνει το γύρω του κόσμου. Τα μίντια επέλεξαν να εστιάσουν όχι στη δύναμη και το κουράγιο των επιζώντων, αλλά στην ανθρωποφαγία. Η καθολική εκκλησία δήλωσε επισήμως ότι η ανθρωποφαγία των συγκεκριμένων ανθρώπων δεν ήταν αμαρτία. Οι περισσότεροι επιζώντες ήταν καθολικοί. Δικαιολόγησαν την απόφασή τους, λέγοντας ότι ήταν σαν να τρώνε το σώμα και το αίμα του Χριστού στη Θεία Κοινωνία.

Οι συγγενείς των νεκρών συγχώρεσαν τους επιζώντες, λέγοντας ότι ήταν ο μοναδικός τρόπος επιβίωσης. Η ιστορία των Ουρουγουανών αθλητών μεταφέρθηκε στη μεγάλη οθόνη το 1993, στην ταινία «Οι Επιζήσαντες»… Εκτός απ’ αυτή την ταινία, το αεροπορικό δυστύχημα των Άνδεων και η οδύσσεια των διασωθέντων ενέπνευσε τη συγγραφή βιβλίων, ταινιών μυθοπλασίας και ντοκιμαντέρ, ακόμη και μιούζικαλ.

 

“Ήταν απεχθές, αλλά αναγκαστήκαμε”

Ο Δρ Roberto Canessa ήταν ανάμεσα στους 16 επιζώντες και θυμάται έντονα όλα όσα συνέβησαν τις 72 ημέρες που έμειναν καθηλωμένοι στις Άνδεις.

Σήμερα, ο ίδιος αφιερώνει τη ζωή του στους άλλους, αλλά δεν έχει ξεχάσει ποτέ τη στιγμή που το αίσθημα της επιβίωσης τον μετέτρεψε σε κανίβαλο, καθώς για να κρατηθεί στη ζωή έφαγε τη σάρκα των νεκρών συνεπιβατών του.

”Ήταν απεχθές. Μέσα από τα μάτια της πολιτισμένης κοινωνίας μας, ήταν μια αηδιαστική απόφαση. Με αξιοπρέπεια μηδέν, αναγκαστήκαμε να φάμε τους φίλους μας για να επιβιώσουμε” δηλώνει ο Canessa στη Sun.

Κι όμως, ο αγώνας έγινε: 40 χρόνια αργότερα

12 Οκτωβρίου 2012: Ακριβώς σαράντα χρόνια μετά την αεροπορική τραγωδία. Όσοι από τους παίκτες των «Old Christians» επέζησαν, ταξίδεψαν στο Σαντιάγο και αγωνίστηκαν κόντρα στους «Old Grangonian», την ομάδα δηλαδή που επρόκειτο να αντιμετωπίσουν πριν τέσσερις δεκαετίες.

Πριν την έναρξη του συμβολικού αυτού αγώνα, αλεξιπτωτιστές ντυμένοι με τις σημαίες της Χιλής και της Ουρουγουάης, έπεσαν στο κέντρο του γηπέδου, την ίδια ώρα που σε μια γωνία οι αθλητές των «Old Christians» προσεύχονταν μπροστά σε ένα τεράστιο κάδρο στο οποίο απεικονίζονταν οι αδικοχαμένοι συμπαίκτες, φίλοι και συγγενείς τους.

«Το 1972 έμαθα ότι εμείς οι ίδιοι ορίζουμε τα όριά μας. Εάν ποτέ μου έλεγαν ότι θα σε αφήσουμε σε ένα βουνό σε υψόμετρο 4.000 μέτρων και με θερμοκρασίες κάτω των -20 βαθμών Κελσίου, θα τούς έλεγα ότι θα αντέξω 10 λεπτά. Τελικά άντεξα 72 ολόκληρες μέρες», δήλωσε ο 66χρονος σήμερα, Ντάνιελ Φερνάντεζ, ενώ ο εκ των «υπευθύνων» για τη διάσωση του ίδιου και των υπόλοιπων 15, Φερνάντο Παράδο, ισχυρίστηκε ότι «από εκείνη την ημέρα και έπειτα, κατάλαβα ότι πρέπει να απολαμβάνεις κάθε δευτερόλεπτο στη ζωή και να την διασκεδάζεις χωρίς φόβο…».

Φωτογραφία από τους επιζήσαντες 40 χρόνια μετά. Στον πίνακα τα πρόσωπα των νεκρών.

Διαβάστε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο

ΚΑΤΕΒΑΣΤΕ ΤΟ APP ΤΟΥ PAGENEWS PAGENEWS.gr - App Store PAGENEWS.gr - Google Play