Δεκεμβριανά: Στις 3 Δεκεμβρίου 1944 ξεσπούν στην Αθήνα

Δεκεμβριανά: Στις 3 Δεκεμβρίου 1944 ξεσπούν στην Αθήνα
Δεκεμβριανά: Είναι η μοναδική περίπτωση κατά την οποία σημειώνονται πολεμικές συγκρούσεις τέτοιας έκτασης στην ελληνική πρωτεύουσα από δημιουργίας του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους.

Ο όρος Δεκεμβριανά αναφέρεται σε μία σειρά ένοπλων συγκρούσεων που έλαβαν χώρα στην Αθήνα από τον Δεκέμβριο του 1944 μέχρι τον Ιανουάριο του 1945, ανάμεσα στις δυνάμεις του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, και τις Βρετανικές και Κυβερνητικές δυνάμεις που ανήκαν σε ένα πολιτικό φάσμα, από την σοσιαλδημοκρατία (όπως ο πρωθυπουργός Γεώργιος Παπανδρέου ηγέτης του «Δημοκρατικού Σοσιαλιστικού Κόμματος») έως τα τάγματα ασφαλείας. Η έναρξή τους, στις 3 Δεκεμβρίου του 1944, σηματοδοτείται από τους πυροβολισμούς των Κυβερνητικών και Αγγλικών δυνάμεων μπροστά στο μνημείο του άγνωστου στρατιώτη ενάντια στη διαδήλωση του ΕΑΜ, που είχε οργανωθεί ως απάντηση στο τελεσίγραφο της κυβερνησης εθνικής ενότητας (1-12-1944) για τον αφοπλισμό όλων των αντάρτικων ομάδων, με αποτέλεσμα το θάνατο 33 διαδηλωτών και τον τραυματισμό άλλων 148. Παράλληλα ο στρατηγός Σκόμπυ προέβη σε διάγγελμα. Οι μάχες κράτησαν 33 μέρες και τερματίστηκαν στις 5-6 Ιανουαρίου 1945. Επισημαίνεται ότι τα Δεκεμβριανά, όπως καταγράφηκαν στη συλλογική μνήμη οι μάχες του Δεκεμβρίου 1944, ήταν η μοναδική περίπτωση κατά την οποία σημειώθηκαν πολεμικές συγκρούσεις τέτοιας έκτασης στην ελληνική πρωτεύουσα από δημιουργίας του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους (1830). Ήταν επίσης, η μόνη περίπτωση στο Β΄Π.Π. κατά την οποία συγκρούσθηκαν μεταξύ τους συμμαχικές δυνάμεις (ΕΑΜ/ΕΛΑΣ και βρετανοί).

decembriana2

Αμέσως μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας από τους Γερμανούς κατακτητές, η κυβέρνηση εθνικής ενότητας του Γεωργίου Παπανδρέου ανέλαβε το δύσκολο έργο της ανόρθωσης της χώρας. Στην Κυβέρνηση είχε δεχθεί να προσχωρήσει και η Αριστερά, της οποίας έξι στελέχη (Σβώλος, Αγγελόπουλος, Ασκούτσης από την Π.Ε.Ε.Α., Τσιριμώκος από το Ε.Α.Μ. και οι Πορφυρογένης, Ζέβγος από το Κ.Κ.Ε.) ανέλαβαν υπουργεία. Τα προβλήματα που έπρεπε να αντιμετωπισθούν άμεσα ήταν το πολιτειακό ζήτημα, η παραπομπή σε δίκη και τιμωρία των δοσιλόγων και η συγκρότηση εθνικού στρατού και αστυνομίας, καταργουμένων των ενόπλων τμημάτων των αντιστασιακών ομάδων. Ταυτόχρονα είχε τεθεί αφ’ ενός μεν το ζήτημα της τιμωρίας των συνεργατών του κατακτητή, αφ’ ετέρου δε η μεθόδευση του αφοπλισμού των ανταρτών. Η βάση πάνω στην οποία κινούνταν η πολιτική του Παπανδρέου ήταν η συμφωνία της Καζέρτα, η οποία υπέτασσε όλες τις ελληνικές δυνάμεις (εθνικό στρατό και ανταρτικές ομάδες) υπό συμμαχική διοίκηση και συγκεκριμένα τον στρατηγό Σκόμπυ. Για το πολιτειακό συμφωνήθηκε ότι θα λυνόταν με ελεύθερο δημοψήφισμα αμέσως μόλις το επέτρεπαν οι συνθήκες, χωρίς να καθοριστεί σαφώς ο χρόνος. Σε αυτό το πλαίσιο, ο εξόριστος μονάρχης είχε πιεσθεί ώστε να δεσμευτεί να μην επιστρέψει στη χώρα πριν ο λαός αποφασίσει ρητά για τη μορφή του πολιτεύματος που επιθυμούσε. Παρά τις αντιρρήσεις του, ο Γεώργιος δέχτηκε τελικά με παρότρυνση και των Βρετανών να παραχωρήσει την αντιβασιλεία στον Αρχιεπίσκοπο Δαμασκηνό. Για το ζήτημα της δίκης των δοσιλόγων και συνεργατών συμφωνήθηκε αυτή να ξεκινήσει στα μέσα Δεκεμβρίου.

Το σημείο που τελικά οδήγησε στην κρίση ήταν ο αφοπλισμός των αντάρτικων ομάδων, προς δημιουργία εθνικού στρατού.  Στις 27 Νοεμβρίου ο Παπανδρέου ανακοίνωσε τη συμφωνία με τους εαμικούς υπουργούς Σβώλο, Τσιριμώκο, Ζεύγο για την αποστράτευση του ΕΛΑΣ. Παράλληλα, συμφωνήθηκε να παραδώσουν τα όπλα τους και ο ΕΔΕΣ, αλλά και η Χωροφυλακή της Μ. Ανατολής. Αντιδράσεις προκάλεσε όμως, σε όλους εντός του ΕΑΜ παρότι έγινε προσπάθεια να παρουσιαστεί ότι υπήρχε διάσταση απόψεων εντός του ΕΑΜ, το τελεσίγραφο της κυβέρνησης την 1η Δεκεμβρίου για γενικό αφοπλισμό σύμφωνα με την πρόσφατη συμφωνία, η οποία προέβλεπε ότι θα εξαιρούνταν η Τρίτη Ελληνική Ορεινή Ταξιαρχία και ο Ιερός Λόχος, με το σκεπτικό ότι ήταν το μόνο εν λειτουργία τμήμα του τακτικού Ελληνικού Στρατού το οποίο πολέμησε σε Βόρειο Αφρική και Ιταλία. Η ταξιαρχία είχε λάβει μέρος στη Μάχη του Ρίμινι. Μάλιστα είχε αποσταλεί από τον ίδιο τον Τσώρτσιλ στο Ιταλικό μέτωπο ώστε να αποκτήσει πολεμικές δάφνες. Στη διατήρηση ή διάλυση της, όπως και του ΕΛΑΣ, θα επικεντρωθεί η κρίση που θα οδηγήσει στη δεκεμβριανή σύγκρουση.

Η ηγεσία του ΕΑΜ ζητούσε επίμονα την επαναδιαπραγμάτευση της συμφωνίας είχε εν τω μεταξύ θέσει ως επιπλέον όρους συμφωνίας τον αφοπλισμό της Τρίτης Ελληνικής Ορεινής Ταξιαρχίας και του Ιερού Λόχου. Την 1 Δεκεμβρίου ο στρατηγός Σκόμπυ με πρωτοβουλία του, εξέδωσε μια διαταγή αφοπλισμού των αντιστασιακών ομάδων, συνοδεύοντάς την από διάγγελμα στο οποίο ανέφερε ότι αν η εντολή του δεν γινόταν δεκτή, θα προέκυπταν ολέθριες συνέπειες. Αντιλαμβανόμενος το αδιέξοδο, ο Σβώλος συναντήθηκε με τον επικεφαλής της εν Ελλάδι Σοβιετικής στρατιωτικής αποστολής συνταγματάρχη Ποπώφ, με πρόθεση να τον πείσει προκειμένου να αναλάβει μεσολαβητικό ρόλο προς τους ηγέτες του ΚΚΕ ώστε οι τελευταίοι να εγκαταλείψουν την αδιαλλαξία τους και να αποφευχθεί έτσι η ρήξη, αλλά εκείνος αρνήθηκε. Ως αντίδραση, καθώς αντιλαμβάνονταν ότι η κατάσταση οδηγείτο στη σύρραξη, οι υπουργοί που ανήκαν στο ΕΑΜ παραιτήθηκαν στις 2 Δεκεμβρίου του 1944 (εκτός του στρατηγού Σαρηγιάννη που το έπραξε λίγες μέρες αργότερα), ενώ το ΕΑΜ ζήτησε άδεια για συγκέντρωση διαμαρτυρίας στις 3 Δεκεμβρίου 1944 στην πλατεία Συντάγματος. Την ίδια μέρα (2 Δεκεμβρίου) η ηγεσία του ΕΑΜ ανακοίνωσε την κήρυξη γενικής απεργίας, τη διαταγή προς την εαμική πολιτοφυλακή να μη παραδώσει οπλισμό στην κρατική Εθνοφυλακή και την ανασύσταση της Κεντρικής Επιτροπής του ΕΛΑΣ.

Το ίδιο απόγευμα που διοργανώθηκε το συλλαλητήριο (3 Δεκεμβρίου) ο στρατηγός Σκόμπι διέταξε την απομάκρυνση των δυνάμεων του ΕΛΑΣ από την Αθήνα. Το βράδυ της ίδιας ημέρας σημειώθηκε το πρώτο καθαρό πολεμικό επεισόδιο των Δεκεμβριανών, όταν αγγλική μονάδα τεθωρακισμένων αφόπλισε στην περιοχή του Παλαιού Ψυχικού το 2ο σύνταγμα της 2ης μεραρχίας του ΕΛΑΣ. το οποίο παραδόθηκε αμαχητί καθώς δεν είχε εντολές εμπλοκής με Βρετανικά στρατεύματα και η διοίκησή του αδικαιολόγητα απουσίαζε. Από τον αφοπλισμό του 2ου συντάγματος και έπειτα θεωρήθηκε για τον ΕΛΑΣ εσχάτη προδοσία να παραδίδουν τα όπλα τους στους Βρετανούς.

Την επόμενη ημέρα τα ξημερώματα, στην περιοχή του Θησείου διεξήχθη η πρώτη μάχη ανάμεσα σε δύο τάγματα του ΕΛΑΣ και το σύνολο της Οργάνωσης Χ που έδρευε στην περιοχή. Η μάχη διήρκεσε μερικές ώρες και ο ΕΛΑΣ κατέβαλε την άμυνα των αντιπάλων του, όμως οι Βρετανοί επενέβησαν με άρματα και μετέφεραν τον αρχηγό της Οργάνωσης Χ, Γεώργιο Γρίβα, στο βρετανοκρατούμενο κέντρο της Αθήνας. Την ίδια ημέρα οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ προχώρησαν σε κατάληψη πολλών αστυνομικών τμημάτων στον Πειραιά και σε περιοχές περιμετρικά του κέντρου της Αθήνας, όπως στην Κυψέλη, στον Νέο Κόσμο, στους Αμπελόκηπους, στον Κολωνό, σταΠατήσια και αλλού. Το απόγευμα της ίδιας ημέρας δυνάμεις του ΕΛΑΣ επιτέθηκαν στις φυλακές στην αρχή της λεωφόρου Βουλιαγμένης τις οποίες κατέλαβαν. Τα γεγονότα προκάλεσαν κυβερνητική κρίση με τον πρωθυπουργό της κυβέρνησης Γεώργιο Παπανδρέου να εκδηλώνει το βράδυ της ίδιας ημέρας την πρόθεση του να παραιτηθεί. Η Βρετανική πλευρά αντέδρασε άμεσα και απαίτησε να παραμείνει στη θέση του. Όπως διέρρευσε από τα αρχεία του Φόρεϊν Όφις το 1974, ο Τσώρτσιλ σε συνομιλία του με τον Βρετανό πρέσβη στην Αθήνα Ρέτζιναλντ Λίπερ ανέφερε «Πρέπει να υποχρεώσετε τον Παπανδρέου να παραμείνει πρωθυπουργός. Αν παραιτηθεί, φυλακίστε τον έως ότου συνέλθει, όταν πια θα έχουν τελειώσει οι μάχες. Θα μπορούσε το ίδιο καλά, να αρρωστήσει και να μην μπορεί να τον πλησιάσει κανείς.…».

Τελικά, στις 6 Ιανουαρίου του 1945 οι δυνάμεις του ΕΑΜικού μετώπου αναγκάστηκαν να εκκενώσουν τον Πειραιά και την Αθήνα. Πέντε μέρες αργότερα, στις 11 Ιανουαρίου, οι μάχες τερματίστηκαν, μετά από συμφωνία του Ε.Α.Μ. με τον στρατηγό Σκόμπι. Μετά την ήττα του ο ΕΛΑΣ (υπο την ηγεσία του Σιάντου) αποχώρησε από την Αθήνα, μαζί με χιλιάδες υποστηρικτές του, καθώς και με χιλιάδες αιχμαλώτους αμάχους και μη, ως αντιστάθμισμα στη πρωτύτερη πράξη των Βρετανών που μετέφεραν έναν μεγάλο αριθμό αιχμαλώτων που υπολογίζεται στους 7.540, σε στρατόπεδα συγκέντρωσης (Ελ Τάμπα) στη Μέση Ανατολή. Σε ιδιωτική συνάντηση με τον Γ. Ιωαννίδη ο Μακρίδης, επέμεινε ότι ο ΕΛΑΣ δύναται να διεξαγάγη αγώνα κατά των Βρετανικών στρατευμάτων μέσα σε δύο χρόνια και με μεγάλη επιτυχία.

Ο αστικός πολιτικός κόσμος της εποχής κατηγόρησε την ηγεσία του ΕΑΜ και το ΚΚΕ για υπαναχώρηση όσον αφορά τον αφοπλισμό των ανταρτικών ομάδων και για προσχηματική αρχική συμφωνία, την οποία αρκετοί τότε απέδωσαν στο ότι αναμένονταν στην Ελλάδα πολύ περισσότερες συμμαχικές (Βρετανικές) δυνάμεις από αυτές που τελικά ήρθαν. Επίσης, το ΕΑΜ κατηγόρησε τους αντιπάλους του για επέμβαση ξένων δυνάμεων στα ελληνικά πολιτικά πράγματα. Μεγάλο μέρος της Αθήνας είχε μετατραπεί σε ερείπια και πολλοί άμαχοι έχασαν τη ζωή τους από τις μάχες που διεξάγονταν στους δρόμους της Αθήνας άλλα και από τους αεροπορικούς βομβαρδισμούς των Άγγλων.

Κατά τη διάρκεια των Δεκεμβριανών μέλη της οργάνωσης ΟΠΛΑ, δολοφόνησαν έναν αριθμό αντιφρονούντων, υποστηρικτών του αστικού καθεστώτος, αλλά και αμφισβητιών της επίσημης κομματικής γραμμής του ΚΚΕ , μεταξύ των οποίων και γύρω στους 50 τροτσκιστές/αρχειομαρξιστές οι οποίοι χαρακτήριζαν τα Δεκεμβριανά ως σταλινικό πραξικόπημα. Στην περιοχή των διυλιστηρίων της ΟΥΛΕΝ έλαβαν χώρα εκτελέσεις. Ανάμεσα στα θύματα της ΟΠΛΑ ήταν η ηθοποιός Ελένη Παπαδάκη και ο πρύτανις του ΕΜΠ Ιωάννης Θεοφανόπουλος. Άλλα γνωστά θύματα κατά τη διάρκεια των συγκρούσεων ή αργότερα, κατά την πορεία των αιχμαλώτων, ήταν και οι Σπύρος Τρικούπης, Στέλιος Κορυζής (αδερφός του πρώην πρωθυπουργού Αλέξανδρου Κορυζή) κ.α..

Τα γεγονότα του Δεκέμβρη του 1944 στην Αθήνα θεωρούνται από μια πλευρά των ιστορικών ως η δεύτερη φάση του Ελληνικού Εμφυλίου (ο «δεύτερος γύρος» κατά τη μεταπολεμική οπτική) και οδήγησαν στην τρίτη φάση («τρίτο γύρο»), που τερματίστηκε το 1949 με την (στρατιωτική) ήττα του ΚΚΕ. Η σύγκρουση των Δεκεμβριανών, καθώς και οι περιπτώσεις ακραίας βίας, όχι μόνο κατά δοσίλογων, αλλά κατά υποστηρικτών της κυβέρνησης και του αστικού καθεστώτος, αύξησε το αντικομμουνιστικό μένος της αντίπαλης πλευράς και έκανε πολύ δύσκολη την προοπτική της άμβλυνσης των παθών.

Μια άλλη πλευρά των ιστορικών μιλάει ξεκάθαρα για μια ιμπεριαλιστική επέμβαση στα πεπραγμένα μιας συμμάχου χώρας, καθώς εν καιρώ πολέμου, η Βρετανία έστειλε σχεδόν 100.000 στρατό στην Ελλάδα για να υπερασπίσει τα γεωστρατηγικά συμφέροντα της. Σημειωτέον πως ο αριθμός των στρατιωτών αυτών ήταν σαφώς μεγαλύτερος από εκείνους που εστάλησαν προς βοήθεια της Ελλάδας όταν δέχθηκε την Ιταλική επίθεση και σχεδόν όμοιος με τον αριθμό των ιταλών εισβολέων της περιόδου 1940-41.

Διαβάστε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο

ΚΑΤΕΒΑΣΤΕ ΤΟ APP ΤΟΥ PAGENEWS PAGENEWS.gr - App Store PAGENEWS.gr - Google Play