Νέος Ποινικός Κώδικας: Οι Χρυσαυγίτες θα μπορούν να είναι ξανά υποψήφιοι ακόμα και αν καταδικαστούν
Πριν από ένα χρόνο και λίγο πριν τις εκλογές, η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ άλλαξε τον Ποινικό Κώδικα. Αυτό προκάλεσε πολλές αντιδράσεις καθώς σε ορισμένες περιπτώσεις οι ποινές για κάποια εγκλήματα ήταν χαμηλότερες σε σχέση με το παρελθόν. Μετά την ανακοίνωση της απόφασης ξεκίνησε μια κουβέντα για το ποιες θα είναι οι ποινές που θα επιβληθούν στα μέλη της Χρυσής Αυγής. Ακόμα το δικαστήριο δεν έχει ανακοινώσει τι θα επιβληθεί στον κάθε κατηγορούμενο, αλλά είναι σίγουρο ότι αυτές θα βασίζονται πάνω στον νέο Ποινικό Κώδικα.
Με βάση όλα τα παραπάνω προβλέπονται λιγότερα έτη κάθειρξης όπως επίσης και την διατήρηση των πολιτικών δικαιωμάτων ακόμα και μετά την τελεσίδικη καταδίκη. Με λίγα λόγια οι Νίκος Μιχαλολιάκος, Ηλίας Κασιδιάρης και τα υπόλοιπα στελέχη που είναι ένοχοι για το αδίκημα της διεύθυνσης εγκληματικής οργάνωσης θα μπορούν να μετέχουν στις επόμενες εκλογές. Αξίζει να σημειωθεί ότι κατά πάσα πιθανότητα θα μπορούσαν να κρατήσουν και τις βουλευτικές τους έδρας σε περίπτωση που είχαν μπει στη Βουλή στις τελευταίες εκλογές.
Τι άλλαξε με τον Ποινικό Κώδικα του ΣΥΡΙΖΑ
- Με τον προηγούμενο Ποινικό Κώδικα που ίσχυε έως τον Ιούνιο του 2019 το πλαίσιο ποινής για διεύθυνση εγκληματικής οργάνωσης ήταν 10 εως 20 έτη ενώ η τελεσίδικη καταδίκη απέφερε 10ετή στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων που σημαίνει έκπτωση από το αξίωμα για βουλευτές, απαγόρευση συμμετοχής σε εκλογικές διαδικασίες κ.α.
- Με τον νέο Ποινικό Κώδικα που ψήφισε ο ΣΥΡΙΖΑ το πλαίσιο ποινής περιορίστηκε σε 5 εως 15 έτη ενώ το επίμαχο αδίκημα εξαιρέθηκε από την λίστα των εγκλημάτων που αποφέρει στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων που σημαίνει ελεύθερη συμμετοχή σε εκλογές. Αναφορικά με το αν οι υπαίτιοι μπορούν να διατηρούν το αξίωμά τους (σ.σ. όπως στην περίπτωση του ευρωβουλευτή Ι. Λαγού) η κατάσταση χαρακτηρίζεται από νομική ασάφεια. Το άρθρο 60 του νέου ΠΚ αναφέρει: «Αν ο υπαίτιος καταδικάστηκε σε ποινή κάθειρξης, το δικαστήριο μπορεί να επιβάλει αποστέρηση της δημόσιας θέσης ή του δημόσιου ή αυτοδιοικητικού αξιώματος που κατέχει εφόσον η πράξη του συνιστά βαριά παράβαση των καθηκόντων του». Όπως, αναφέρουν στο protothema.gr έμπειροι νομικοί «κάνοντας αυστηρή ερμηνεία της ρύθμισης θα μπορούσαμε να πούμε ότι η φύση των εγκλημάτων για τα οποία διώκονται τα μέλη της Χ.Α. δεν σχετίζονται με βουλευτικά καθήκοντα. Ωστόσο το δικαστήριο θα μπορούσε να υποστηρίξει ότι στο πλαίσιο των καθηκόντων τους είναι ο σεβασμός της Δημοκρατίας, η τήρηση των νόμων κ.α. και να ζητήσει την έκπτωση του κατάδικου από ενδεχόμενο αξίωμα που κατέχει».
Πάντως, ο ΣΥΡΙΖΑ μέσω πηγών εξακολουθεί να υποστηρίζει σήμερα πως οι ποινές στέρησης των πολιτικών δικαιωμάτων είναι παρωχημένες και ορθώς καταργήθηκαν. Αναλυτικά δηλώνουν: «Με τον προηγούμενο Ποινικό Κώδικα το ποιοι και σε ποιες περιπτώσεις αποστερούνταν τα πολιτικά τους δικαιώματα εξαρτιόταν από το ύψος της ποινής που τους επιβαλλόταν. Το πλαίσιο επιβολής, ελέγχου και αποκατάστασης της εν λόγω ποινής ήταν ιδιαίτερα δυσχερές και είχε στην πράξη απαξιωθεί. Η αποστέρηση επερχόταν, πάντως, αφού η απόφαση καθίστατο αμετάκλητη, δηλ. στην πράξη μετά από αρκετά χρόνια και αφού η υπόθεση είχε διέλθει από 3 επίπεδα δικαστικής κρίσης. Άρα, σε κάθε περίπτωση, η αποστέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων δεν θα μπορούσε να επέλθει και να έχει σήμερα οποιοδήποτε αποτέλεσμα, ακόμη και υπό την ισχύ του προηγούμενου ΠΚ.
Στον νέο ΠΚ διατηρήθηκε ο θεσμός της αποστέρησης δημοσίων θέσεων και δημοσίων ή αυτοδιοικητικών αξιωμάτων, στην περίπτωση που υφίσταται καταδίκη σε ποινή κάθειρξης. Ως προς το δικαίωμα του εκλέγειν σε βουλευτικές εκλογές η επιβολή ποινής αποστέρησης θεωρήθηκε παρωχημένη στο πλαίσιο μιας σύγχρονης, ταχείας ποινικής δίκης, κατά τα ευρωπαϊκά πρότυπα, που επικεντρώνεται στα ζητήματα της αναζήτησης της ποινικής ευθύνης και στην επιβολή της κύριας ποινής. Έτσι, επελέγη η λύση να μην επιβάλει την αποστέρηση δικαιωμάτων το ίδιο το δικαστήριο, αλλά αυτή να επέρχεται, επί τη βάσει πάντως της απόφασης του δικαστηρίου, αυτοδίκαια, δυνάμει της ειδικής εκλογικής νομοθεσίας.
Όπως ειδικότερα διατυπώνεται στην αιτιολογική έκθεση του ν.ΠΚ, επαφίεται στην ειδική εκλογική νομοθεσία να καθορίσει τέτοιες απαγορεύσεις, αφού «το άρθρο 51 παρ. 3 του Συντάγματος προβλέπει ότι ο νόμος δεν μπορεί να περιορίσει το εκλογικό δικαίωμα παρά μόνο […] ως συνέπεια αμετάκλητης καταδίκης για ορισμένα εγκλήματα. Τα εγκλήματα αυτά ορίζονται στην εκλογική νομοθεσία και η καταδίκη για τα ίδια αυτά εγκλήματα αποτελεί ταυτόχρονα κώλυμα εκλογιμότητας, σύμφωνα με το άρθρο 55 Συντάγματος. Ανάλογα ισχύουν και για τη συμμετοχή στις αυτοδιοικητικές εκλογές ή για την άσκηση οποιουδήποτε άλλου πολιτικού δικαιώματος. Παρέλκει επομένως οποιαδήποτε άλλη σχετική πρόβλεψη».
Διαβάστε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο
Το σχόλιο σας