The Doors: Η ημέρα που άνοιξαν οι πύλες της αντίληψης [vids]
Ο ήλιος έκαιγε αρκετά εκείνο το μεσημέρι του Ιουλίου του 1965 στην παραλία Venice, όταν η φιγούρα του Ρέι Μάνζαρεκ συναντήθηκε με εκείνη του Τζιμ Μόρισον. Γρήγορα, το γκρουπ συμπληρώθηκε με τον 20χρονο ντράμερ Τζον Ντένσμορ και τον 19χρονο κιθαρίστα Ρόμπι Κρίγκερ. Μία σύνθεση, χωρίς μπάσο, ασυνήθιστη για ροκ συγκρότημα, την έλλειψη του οποίου αναπλήρωναν συνήθως τα κίμπορντς του Μάνζαρεκ. Το όνομά τους το πήραν από το βιβλίο του Άγγλου συγγραφέα και δημοσιογράφου Άλντους Χάξλεϊ «The Doors of Perception» («Ο Πύλες της Αντίληψης»), ο οποίος με τη σειρά του το είχε δανειστεί από ένα στίχο του συμπατριώτη του ποιητή Γουίλιαμ Μπλέικ («If the doors of perception were cleansed, everything would appear to man as it is, infinite»).
Ύστερα από εξαντλητικές πρόβες μηνών, όπως μας ενημερώνει το sansimera, ξεκίνησαν να παίζουν στο κλαμπ Whiskey-A-Go-Go του Λος Άντζελες, όπου τους εντόπισε το καλοκαίρι του 1966 ο ιδρυτής και επικεφαλής της δισκογραφικής εταιρείας «Electra» Τζακ Χόλζμαν, κατόπιν υπόδειξης του τραγουδιστή των Love, Άρθουρ Λι. Ο Χόλζμαν εντυπωσιάστηκε από τις εμφανίσεις τους και υπέγραψε μαζί τους συμβόλαιο συνεργασίας. Αμέσως, οι Doors μπήκαν στο στούντιο κι άρχισαν να ηχογραφούν το παρθενικό τους άλμπουμ, το οποίο κυκλοφόρησε στις 4 Ιανουαρίου 1967 με τίτλο το όνομά τους. Γνώρισαν αμέσως επιτυχία χάρη στο σινγκλ «Light My Fire», αλλά και σε τραγούδια όπως το «Break on Through», το «Alabama Song» και το επικό 12λεπτο «The End». Σήμερα, το ντεμπούτο άλμπουμ των Doors θεωρείται κλασικό κι ένα από τα σπουδαιότερα στην ιστορία της ροκ μουσικής.
Οι Doors απέκτησαν στις 4 Ιανουαρίου του 2017 τη δική τους μέρα και πλέον η 4η Ιανουαρίου καθιερώνεται ως “Ημέρα των Doors”, με αφορμή την συμπλήρωση 52 χρόνων από την κυκλοφορία του ιστορικού πρώτου άλμπουμ τους ” The Doors”. Στο Βένις όπου έσμιξε η θρυλική πια παρέα των Τζιμ Μόρισον, Ρέι Μάνζαρεκ, Ρόμπι Κρίγκερ και Τζων Ντέσμορ θα γιορτάζεται κάθε χρόνο η «Ημέρα των Doors» και θα είναι μια ξεχωριστή μέρα για τους κατοίκους της.
Τα τραγούδια είναι διαχρονικά και περνούν από γενιά σε γενιά, μισό αιώνα μετά την κυκλοφορία του πρώτου και ομώνυμου δίσκου τους στις 4 Ιανουαρίου του 1967 στην Electra, ο οποίος βρίσκεται στο Νο 42 της λίστας με τα 500 καλύτερα άλμπουμ όλων των εποχών του Rolling Stone.
«Γυρνώντας στο Λος Άντζελες, αρχίσαμε να δουλεύουμε τον πρώτο μας δίσκο. Τελειώσαμε την ηχογράφηση του δίσκου μέσα σε έξι μέρες γιατί τα τραγούδια τα είχαμε δουλέψει σχεδόν ένα χρόνο, αλλά το μίξινγκ για να βρουν τα δύο τελικά κανάλια εγγραφής για στέρεο πήρε άλλες δυο βδομάδες. Τότε ηχογραφούσαμε σε μαγνητόφωνο τεσσάρων εγγραφών, που δεν είχε καμία σχέση με τα μαγνητόφωνα είκοσι τεσσάρων εγγραφών που χρησιμοποιούνται σήμερα», αναφέρει ο Τζων Ντένσμορ στο αυτοβιογραφικό βιβλίο του «Η ζωή μου με τον Jim Morrison και τους Doors».
«Το μίξινγκ ήταν πληκτικό και κουραστικό, αλλά μου άρεσε η ακρίβεια που ήταν απαραίτητη. Ολόκληρη η αίσθηση ενός τραγουδιού μπορούσε ν΄αλλάξει με μια ελάχιστη μείωση ή αύξηση του ήχου σ’ ένα όχι πολύ καθαρό πίσω όργανο. Το εξώφυλλο του δίσκου το σχεδίασε ο Μπιλ Χάρβεϊ, ο διευθυντής της Ηλέκτρα, από μια σειρά φωτογραφιών για τις οποίες ποζάραμε.
Μου φάνηκε ωραίο, εκτός από το γεγονός ότι εγώ ήμουν κάπως μικρός κι ο Τζιμ τεράστιος. Ο Τζιμ αργότερα μίλησε γι’ αυτές τις φωτογραφίες: Θα πρέπει να ήμουν τρελός, νόμιζα ότι ήξερα τι έκανα. Το φρικτό σχετικά με τη φωτογραφία είναι ότι μετά δεν μπορείς να την καταστρέψεις. Φαντάζεσαι πώς θα είναι να είμαι 80 χρονών και να πρέπει να βλέπω το εαυτό μου που πόζαρε γι’ αυτές τις φωτογραφίες;».
Η μοίρα δεν επιφύλαξε κάτι τέτοιο στον Τζιμ Μόρισον και τον έβγαλε από αυτή τη δυσάρεστη μάλλον διαδικασία για τον ίδιο. Παραγωγός του «The Doors» ήταν ο Πολ Ρότσιλντ για τον οποίο αναφέρει ο Ντένσμορ: «Ο Πολ είχε βγει πρόσφατα από τη φυλακή, όπου τον είχαν κλείσει για ναρκωτικά κι ο Τζακ Χόλζμαν ήθελε να του δώσει μια ευκαιρία.
Ο Ρότσιλντ ήταν παραγωγός του Πολ Μπάτερφλιντ, πράγμα που μας είχε κάνει εντύπωση. Το ότι είχε μπει στη φυλακή γοήτευε την επαναστατική μας φύση. Ο Πολ ήθελε να υγράνει το δέρμα των ντραμς μου για ν’ ακούγεται σαν την σουρντίνα στο πιάνο. Αυτό στην αρχή παρεμπόδιζε την τεχνική μου, αλλά ύστερα από λίγο καιρό ερωτεύτηκα το μεγάλο, παγιδευμένο ήχο που έκαναν τα ντραμς…».
Διαβάστε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο
Το σχόλιο σας