Κώστας Χατζηχρήστος: Ο δάσκαλος του αυτοσχεδιασμού που άφησε ιστορία με τις ατάκες του
Κώστας Χατζηχρήστος: Ο ηθοποιός γεννήθηκε το 1921 στη Θεσσαλονίκη και ήταν παιδί πολύτεκνης οικογένειας με καταγωγή από την Κωνσταντινούπολη. Από πολύ μικρός ήθελε να ασχοληθεί με επαγγέλματα που είχαν στολή. Συγκεκριμένα μόλις ολοκλήρωσε το σχολείο κατατάχθηκε σε στρατιωτική σχολή. Όταν όμως αποφοίτησε κλήθηκε να αντιμετωπίσει έναν από τους μεγαλύτερος φόβους κάθε ανθρώπου, τον πόλεμο και ειδικότερα τον β’ παγκόσμιο πόλεμο στον οποίο και πολέμησε στο αλβανικό μέτωπο.
Ένα βράδυ του 1943 έγινε στόχος Γερμανών, για να τους ξεφύγει κατέφυγε σε ένα θέατρο, δεν κρύφτηκε όμως ανάμεσα στους θεατές, αλλά ανέβηκε στην σκηνή όπου και ξεκίνησε να αυτοσχεδιάζει. Από εκείνη τη νύχτα αντιλήφθηκε ότι δεν τον ενδιαφέρει η στρατιωτική καριέρα αλλά το θέατρο. Όπως είχε πει και ο ίδιος δεν μπορούσε να αποδεχτεί το γεγονός ότι θα δέχεται διαταγές και όταν είχε ήδη υποβάλει όλα τα απαραίτητα έντυπα για να περάσει στη μονιμοποίηση του τότε τα παράτησε.
Ο Κώστας Χατζηχρήστος ξεκίνησε να μπαίνει στο χώρο της υποκριτικής από τις περιοδείες, μετά από καιρό έφτασε και στην Αθήνα όπου γνώρισε την Κούλα Νικολαΐδου, η οποία και τον προώθησε δίνοντας του ευκαιρία να παίζει σε παραστάσεις στο θέατρο Βέρντεν. Στην αρχή υποδύθηκε τον «Βλάχο» τον γνωστό Θύμιο Βλαχοβελέτζα, ένας ρόλος που απογείωσε την καριέρα του. Έπειτα συμμετείχε στην ταινία «Γκόλφω» και σιγά – σιγά άρχισε να γίνεται πόλος έλξης πολλών παραγωγών για να τον εντάξουν στις ταινίες τους.
Άσσος στους αυτοσχεδιασμούς
Η απίστευτη ικανότητα του Χατζηχρήστου στους αυτοσχεδιασμούς τον έκανε ακόμα πιο περιζήτητο στα σαλόνια της υποκριτικής. Οι ατάκες του, που συχνά δημιουργούσε και «πετούσε» πάνω στη σκηνή, υπερείχαν του κειμένου και σχεδόν πάντα οι σκηνοθέτες τις κρατούσαν. Μάλιστα σε συνέντευξή του είχε αναφερθεί στο ταλέντο που διέθετε με τις πρόσθετες ατάκες λέγοντας ότι ήταν πολύ λίγα τα κείμενα που τα έλεγε ακριβώς όπως ήταν γραμμένα. Όταν έπαιζε στο θέατρο τον ¨Μπακαλόγατο» οδηγήθηκε σε μια νέα ατάκα λόγω λάθους του φροντιστή. Όταν μια πελάτισσα, που την υποδύονταν τότε η Έλσα Ρίζου, πήγε στο μπακάλικο για φακές, ο φροντιστής είχε ξεχάσει να βάλει στη σκηνή το σακί με τις φακές και τότε εντελώς αυθόρμητα ο Αυλωνίτης, που συμμετείχε στην παράσταση, ρωτάει «τι έγιναν οι φακές;», με τον Χατζηχρήστο να του απαντάει «τι να γίνουν οι φακές, δε φταίνε οι φακές, τα μαμούνια φταίνε. Πήρε ένα μαμούνι από μια φακή στον ώμο και από εδώ πάνε και οι άλλοι και πήραν την κατηφόρα και άντε τώρα να προλάβεις στην κατηφόρα τις φακές» και οι θεατές ξέσπασαν σε ασταμάτητα γέλια. Από τότε αυτή η εκπληκτική ατάκα καθιερώθηκε.
Το περιστατικό με το τηλεφώνημα στο καμαρίνι
Η σπουδαία ελληνίδα ηθοποιός Άννα Φόνσου είχε αναφερθεί σε ένα περιστατικό με τον Κώστα Χατζηχρήστο που μόνο με χιούμορ μπορούσε να αντιμετωπιστεί: «Θυμάμαι μια φορά με είχε κρεμάσει στη σκηνή, ήμουν με τον Παπαγιαννόπουλο στη σκηνή, και τον είχαν ζητήσει στο τηλέφωνο που είχε στο καμαρίνι. Μιλούσε ένα τέταρτο στο τηλέφωνο και μου έκανε νόημα να συνεχίσουμε να μιλάμε. Κοντεύαμε να τρελαθούμε εμείς και μπήκε και είπε στον κόσμο «συγγνώμη αλλά μιλούσα στο τηλέφωνο» και όπως ήταν λογικό όσοι παρακολουθούσαν την παράσταση χειροκροτούσαν και γελούσαν με το εξαιρετικό χιούμορ του.
Το χαστούκι στον Βέγγο
Μία από τις ταινίες του Χατζηχρήστου που θα του μείνει αξέχαστη είναι ο «Ηλίας του 16ου», στην οποία μας αποκάλυψε όσα έγιναν στη σκηνή με το χαστούκι: «Σκηνοθέτη είχαμε τον Αλέκο Σακελλάριο και οπερατέρ το φίλο μου Ντίνο Κατσουρίδη. Θυμάμαι σε αυτή την ταινία τα βάσανα που πέρασε ο Θανάσης εξαιτίας μιας σκηνής του έργου που έπρεπε να φάει ένα χαστούκι… Νομίζω πως ο Θανάσης είναι ένας πολύ μεγάλος ηθοποιός με τεράστια επιμονή και υπομονή. Ήταν λοιπόν η σκηνή που εγώ έπαιζα έναν ψευτοαστυφύλακα κι ο Βέγγος έναν φουκαριάρη κακοποιό. Ήταν η σκηνή που έβγαλε και το περισσότερο γέλιο, αλλά και αυτή που ταλαιπώρησε τον μεγάλο μας ηθοποιό. Τον αρπάζω από το γιακά τον Βέγγο και αρχίζω τα χαστούκια, όπως έλεγε το σενάριο. Το πρόβλημα άρχισε όταν έπεσε το πρώτο χαστούκι. Τότε ο Βέγγος από τη δύναμη έφυγε από την κινηματογραφική μηχανή. Αρχίσαμε ξανά. Πάλι έφυγε από τη μηχανή. Φαπ. Μανούλα! Και άντε από την αρχή, φαπ. Μανούλα.
Περίμενε κάθε λίγο και λιγάκι μετά από το χαστούκι όλο το συνεργείο και ο σκηνοθέτης και σεναριογράφος της ταινίας Αλέκος Σακελλάριος πότε θα συνέλθει ο Βέγγος από το χαστούκι. Με τη συναίνεση του Βέγγου τα χαστούκια έπρεπε να είναι αληθινά. Στο μεταξύ η ώρα περνούσε και η σκηνή δεν τέλειωνε. Άσε που αρχίσαμε να μακιγιάρουμε το Θανάση γιατί το μάγουλό του είχε κατακοκκινίσει από τα χαστούκια. Δεν θα το πιστέψετε αλλά έτσι με το χαστούκι φάγαμε ολόκληρη ημέρα. Και επιτέλους ένα από τα χαστούκια ήταν πετυχημένο…».
Οι πέντε γάμοι του γυναικοκατακτητή
Ο Χατζηχρήστος ήταν από τους ανθρώπους που του άρεσε πολύ το γυναικείο φύλο, άλλωστε αυτό στηρίζεται και στο γεγονός των πέντε γάμων που πραγματοποίησε. Ο ίδιος σε συνέντευξη του μάλιστα είχε δηλώσει ότι το παν για να κατακτήσεις μια γυναίκα είναι το παραμύθι. «Το παν για μια γυναίκα είναι το παραμύθι. Η γυναίκα θέλει να νιώθει ότι συνάντησε το βασιλόπουλο που θα την κάνει βασίλισσα. Το μόνο που μένει στον άνδρα που δεν είναι πρίγκιπας, να την πείσει ότι είναι. Κομμάτι δύσκολο, αλλά που και που σου πετυχαίνει αν προσπαθήσεις».
Ο ηθοποιός έκανε τον πρώτο του γάμο στη Βόρεια Ελλάδα την περίοδο της κατοχής με τη Νίτσα, ένα κορίτσι με καταγωγή από τη Νάουσα. Ο γάμος τους κράτησε αρκετά χρόνια μέχρι που ήρθαν στην Αθήνα και τότε μπήκε στη ζωή του ηθοποιού η Μαίρη Νικολαϊδου, η αδερφή της Κούλας Νικολαϊδου (που όπως είπαμε και παραπάνω ήταν η γυναίκα που το έβαλε στο θέατρο), με την οποία παντρεύτηκε και απέκτησαν μια κόρη την Τέτα.
Το 1952 πορεύθηκε μόνος του με δικό του θίασο και ενώ ήταν παντρεμένος, έβαλε στη ζωή του την ηθοποιό Καίτη Ντιριντάουα, με την οποία και συνεργάστηκαν. Μετά από μια παράσταση ο Χατζηχρήστος της εξομολογήθηκε τον έρωτά του και της ζήτησε να βγουν για φαγητό, εκείνη δέχτηκε και έτσι δημιούργησαν δεσμό. Ο κωμικός πήρε το δεύτερο διαζύγιο του και το 1959 παντρεύτηκε την ηθοποιό. Ο γάμος κράτησε 16 ολόκληρα χρόνια, μαζί της απέκτησε ακόμα μια κόρη, όμως η Ντιριντάουα μη μπορώντας να δεχτεί τις απιστίες του ηθοποιού του ζήτησε διαζύγιο το 1975.
Ο Χατζηχρήστος παντρεύτηκε για τέταρτη φορά την Ελένη Πανταζή, η οποία πέθανε ξαφνικά στα 42 της και έκανε και πέμπτο γάμο, ο οποίος κράτησε μέχρι τη στιγμή που έφυγε και εκείνος από τη ζωή στις 3 Οκτωβρίου του 2001 στα 80 του χρόνια από λοίμωξη του αναπνευστικού.
Η οικονομική καταστροφή του κωμικού
Ο Κώστας Χατζηχρήστος τα τελευταία 20 χρόνια της ζωής του ήρθε αντιμέτωπος με την οικονομική καταστροφή. Ήταν το διάστημα που επένδυε σε μεγάλες θεατρικές παραγωγές με αποτέλεσμα να επέλθει το οικονομικό αδιέξοδο. Ο ηθοποιός είχε δηλώσει τότε: «Πρέπει να μάθει όλος ο κόσμος κάτι που ίσως δεν ξέρει. Ότι εγώ δεν παίρνω ούτε μία δραχμή παρόλο που οι ταινίες μου είναι σε συνεχή προβολή. Και έφτασε στο σημείο μέσα σε μία βδομάδα να παιχτούν τρεις ταινίες μου μαζεμένες. Δεν ξέρω ποιοι είναι αυτοί οι κύριοι και κονομάνε, αλλά πάντως είναι άδικο για ‘μένα. Ο κόσμος μπορεί βλέποντας τις ταινίες μου να νομίζει ότι ο Χατζηχρήστος τα κονομάει χοντρά. Λάθος. Άλλοι τα κονομάνε και όχι εγώ. Και γι’ αυτό εκφράζω κάποιο παράπονο γι’ αυτή τη μεταχείριση. Τέλος πάντων. Μιλήσαμε για επιτυχημένες ταινίες και ήρθε η ώρα να μιλήσουμε για αποτυχημένες ταινίες που με έβαλαν μέσα οικονομικά με τα τσαρούχια. Βλέπεις και οι δουλειές έχουν ρίσκα και εγώ πάντα ρισκάριζα. Και κάτι άλλο: εγώ είχα το ψώνιο να θέλω να ‘μαι παραγωγός, σκηνοθέτης και πρωταγωνιστής.
Λοιπόν κάνω μια ταινία με τον τίτλο “Ο ταχυδρόμος προχωράει” και ελαφρώς καταστρέφομαι οικονομικά. Δηλαδή τι ελαφρώς, που μου άλλαξε τα φώτα. Η ταινία πήγε πάτος. Δεν ήμουν κανένας αληταράς, ούτε χαρτοπαίχτης που τα ‘παιζα και τ’ άφηνα νηστικά, ούτε ιππόδρομο ούτε τίποτα. Τώρα πώς τα έτρωγα; Μη ρωτάτε. Πάντως ένα είναι σίγουρο ότι δεν τα ‘φαγα τα λεφτά μόνος μου. Πάντα με συνεργάτες, φίλους και γνωστούς. Ποτέ μόνος μου. Αλλά τα πιο χοντρά λεφτά χαθήκανε σε δουλειές θεατρικές και κινηματογραφικές. Και όσοι ξέρουν απ’ αυτά, με καταλαβαίνουν πιο πολύ. Πάντως ποτέ δεν δείλιασα και πάντα ρίσκαρα. Κι εκείνη την εποχή το χρήμα ήταν χρήμα. Το μόνο που κατορθώσαμε εγώ και το αδελφάκι μου, ο Δήμος, ήταν να φτιάξουμε ένα θέατρο που την εποχή που το πήραμε ήταν ένα παλιό υπόγειο σε κακά χάλια. Όπως όλοι οι άνθρωποι έτσι και εγώ έκανα τα λάθη μου, αλλά με αδίκησαν. Ειδικά στους καλλιτεχνικούς κύκλους η κακία, η ζήλια και ο παραγκωνισμός είναι συνηθισμένο φαινόμενο. Πρέπει να έχεις σιδερένια νεύρα και ταλέντο. Θα ήμουν όμως αχάριστος αν πω ότι δεν είδα μεγάλη δόξα και ότι δεν κονόμησα λεφτά. Μέσα από την Τέχνη τακτοποίησα τα παιδιά μου και τη δεύτερη γυναίκα μου την Ντιριντάουα. Το θέατρο και ο κινηματογράφος μου άφησαν μια γεύση σαν πικρό μέλι. Μαζί με τις χαρές γεύτηκα και την πίκρα».
Το πρώτο εγκεφαλικό επι σκηνής
Ο ηθοποιός το 1964 ανέβασε την επιθεώρηση «Παριζιάνα» στο ΠΑΡΚ, μια πανάκριβη παραγωγή με αυτοκίνητα στη σκηνή, μπαλέτα και αρκετούς ηθοποιούς. Ήταν μια παραγωγή που απασχολούσε συνολικά 118 άτομα. Η τότε γυναίκα του, η Ντιριντάουα, είχε προειδοποιήσει τον Χατζηχρήστο πως τα νούμερα δεν βγαίνουν και πως ακόμα και αν το θέατρο είναι γεμάτο καθημερινά, θα έχανε ημερησίως 38.000 δραχμές. Έτσι προχώρησε σε αύξηση του εισιτηρίου αλλά υποχρέωσε τους άντρες να προσέρχονται στο θέατρο με γραβάτα κάτι που δεν ήταν αρεστό. Στη αρχή η παράσταση κινούνταν καλά οικονομικά, όταν όμως ανέβηκε μια επιθεώρηση στο Μετροπόλιταν άρχισε να χάνει τους θεατές της και τελικά οδήγησε στην χρεοκοπία τον Χατζηχρήστο. Τότε ήταν που ο κωμικός έπαθε εγκεφαλικό πάνω στη σκηνή.
Η εξίσου μεγάλη του πορεία στον κινηματογράφο
Ο πορεία του στον κινηματογράφο δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί μικρή, ο ηθοποιός έχει περισσότερες από 100 ταινίες στο ενεργητικό του. Ο ίδιος υπήρξε παραγωγός τριών μεγάλων ταινιών και ήταν σκηνοθέτης άλλων οκτώ. Την πρώτη του εμφάνιση την έκανε το 1952 στην κωμωδία των Ασημακόπουλου – Τσιφόρου «Ο Πύργος των Ιπποτών» και πολύ γρήγορα καθιερώθηκε ως ένας απ’ τους δημοφιλέστερους κωμικούς της μεγάλης οθόνης με το χαρακτήρα του «Θύμιου», ενός κουτοπόνηρου επαρχιώτη που φτάνει στην Αθήνα για να μπερδέψει τους πρωτευουσιάνους με τη χωριάτικη νοοτροπία του.
Ακολούθησαν μεγάλες κινηματογραφικές επιτυχίες, πολλές από τις οποίες ήταν μεταφορά από το θέατρο: «Τα Κωθώνια του Συντάγματος» (1956), «Οι Τρεις Ντετέκτιβ» (1957), «Τσαρούχι, Πιστόλι, Παπιγιόν» (1957), «Γερακίνα» (1958), «Διακοπές στην Κολοπετινίτσα» (1959), «Να Ζήσουν τα Φτωχόπαιδα» (1959), «Ο Ηλίας του 16ου» (1959), «Λαός και Κολωνάκι» (1959), «Ο Θύμιος τα ’χει Τετρακόσια» (1960), «Μακρυκωσταίοι και Κοντογιώργηδες» (1960), «Ο Δήμος από τα Τρίκαλα» (1962), «Ο κύριος Πτέραρχος» (1963) και «Της Κακομοίρας» (1963).
Διαβάστε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο
Το σχόλιο σας