Κριτική θεάτρου: “Άνθρωποι και ποντίκια” του John Steinbeck – Η νιρβάνα ενός αφομοιωτικού ρεαλισμού

Κριτική θεάτρου: “Άνθρωποι και ποντίκια” του John Steinbeck – Η νιρβάνα ενός αφομοιωτικού ρεαλισμού
Κριτική Θεάτρου: Ο Γιώργος Παπαγιαννάκης γράφει για το "άνθρωποι και ποντίκια" του John Steinbeck.

Κριτική Θεάτρου: Η παροξυντική εξακτίνωση του μεταδραματικού θεάτρου, κατά τη δεκαετία του ’70 και μετά, με τον καταβιβασμό του δραματικού κειμένου σε περφόρμανς (και, μάλιστα, υπό την αυτοαναφορική έποψη «η περφόρμανς για την περφόρμανς»), την απόρριψη της αφήγησης, την ανάδειξη της παρουσίας ως αυτοσκοπού, την εξελικτική διαδικασία σε βάρος του αποτελέσματος, την ένδειξη περισσότερο από τη σημασιοδότηση και την ενεργητική παρόρμηση αντί την αποκρυσταλλωμένη πληροφορία, γέννησε μια ανάγκη για εκ νέου ενστερνισμό του ρεαλισμού στη βάση τής από σκηνής αναγνώρισης και εμπέδωσης όλων των πτυχών πραγματικότητας (πολιτικών, κοινωνικών, οικονομικών και άλλων).

Κορεσμένο το κοινό ήδη από το μεταμοντερνικό φορμαλισμό που είχε ήδη κυριαρχήσει από τις δεκαετίες του ’50 και του ’60 και την κατοπινή επιβολή της αισθητικής του μεταδράματος, ολοένα και περισσότερο παραδίδεται αμαχητί στην αναζήτηση της μυθοπλασίας, ακόμη και μέχρι του ορίου του γραφικού παραμυθιού, της συγκίνησης, της αναζήτησης της αναπαράστασης ενός οικείου σύμπαντος.

Κατά πόσο, όμως, είναι εφικτός ο δρόμος του ρεαλισμού και τι διαστάσεις μπορεί να προσλάβει; Αυτό το ερώτημα, ασφαλώς, δεν είναι καινούργιο και τίθεται ως προβληματισμός από τον 19ο αιώνα, όταν επιχειρήθηκε να διαγραφεί ο ρόλος του νέου ρεύματος στην τέχνη, στον αντίποδα της αχαλίνωτης φαντασίας και της μελαγχολίας του ρομαντικού καλλιτέχνη, που όπως επισήμαινε ο Champfleury, «αγνοεί την εποχή του, ξεθάβει πτώματα από τα περασμένα και τα ντύνει με ιστορικά κουρέλια».

Ο Zola, έχοντας περιγράψει γλαφυρά τις τρεις «οθόνες» (την κλασική που μεγαλοποιεί, τη ρομαντική που παραμορφώνει και τη ρεαλιστική που συμβάλλει στο να διαπερνούν οι εικόνες και να ξαναδημιουργούνται σε όλη τους την πραγματικότητα) θα προκρίνει, σαφέστατα, την τρίτη, ενώ ο Maupassant θα προβεί σε μια κομβική παρατήρηση: « Ο καθένας μας έχει τη δική του πραγματικότητα στη σκέψη του και το σώμα του.

Ο καθένας μας έχει τη δική του ψευδαίσθηση του κόσμου…». Χρόνια αργότερα η λακανική ψυχαναλυτική θεωρία θα υπονομεύσει την αβασάνιστη πορεία προς την ρεαλιστική αναπαράσταση, καθώς το «πραγματικό» αποδεικνύεται πως δεν είναι τίποτε άλλο από αυτό που αντιστέκεται στην πραγματικότητα. Ως εκ τούτου, η κατάδειξη τρόπων ζωής στη σκηνή δεν είναι ενδεικτική μιας αποτύπωσης της αλήθειας, ούτε η απομίμηση σωματικοτήτων, εκφορών λόγου κλπ φωτίζει πάντοτε με επάρκεια το ψυχοκοινωνικό στάτους των προσώπων.

Ο Patrice Pavis  επισημαίνει χαρακτηριστικά πως «κάθε έννοια κοινωνικής πραγματικότητας, με τον τρόπο που εμφανίζεται στη σκηνική αναπαράσταση, μόλις προσεγγίζεται από τους θεατές, μετατοπίζεται ή επαναπροσδιορίζεται· το μόνο κριτήριο μιας αναπαράστασης με διαύγεια και ακρίβεια είναι να γνωρίζουμε αν οι θεατές νιώθουν ότι αναπαριστάνονται πολιτικά ως αντιστοιχούμενη ομάδα, αν το θέατρο αποδίδει τη δική τους συνθήκη και αφήνει να διαφανεί, μέσα από τις μεθόδους της μυθοπλασίας, μια λύση».

Στην Ελλάδα το μεταδραματικό θέατρο, καθώς και άλλες νεωτερικές μορφές, όπως πχ. το in-yer-face, δεν ευδοκίμησαν παραγωγικά, από τη στιγμή που δεν μπόρεσαν να αποφύγουν τα στεγανά μιας αστικής θεώρησης που τους αποστράγγιζε καθετί εγγενώς ρηξικέλευθο και πρωτοποριακό.

Ως εκ τούτου, η μυθοπλασία παρέμεινε σε πρώτο πλάνο και ο ρεαλισμός ήταν πάντοτε το ζητούμενο.

Ωστόσο, ο δρόμος προς την ρεαλιστική αναπαράσταση, συχνά, δεν καταφέρνει να αποσοβήσει τη μετωπική σύγκρουση των δύο πραγματικοτήτων (του κοινού και της σκηνής), με αποτέλεσμα να δημιουργείται μια ιδιότυπη αντιρροπιστική σχέση μεταξύ τους και ένας εξισωτισμός ή νεκρό σημείο σε επίπεδο πρόσληψης και αφομοίωσης, που υποβάλλουν τον θεατή σε μια συνθήκη ακινησίας, ουδετερότητας ή αμηχανίας, σε μια κατάσταση νιρβάνας.

Στο θέατρο Cartel (που δραστηριοποιείται στο χώρο ενός μηχανουργείου στην περιοχή του Ελαιώνα) κάθε είδους σημειολογία αστικού θεατρικού χώρου καταρρίπτεται και η παράσταση «Άνθρωποι και ποντίκια» του νομπελίστα John Steinbeck συνδιαλέγεται ανοιχτά με την περιρρέουσα ατμόσφαιρα και εναγκαλίζεται, εν τέλει, τις κοινωνικές συντεταγμένες μιας «εξωτικής», στις παρυφές του άστεως, περιθωριοποιημένης ζώνης.

Το έργο «αποκεντρωμένο» και αυτό (décentrement) με σκοπό να μιλήσει αμεσότερα στις ανάγκες του ελληνικού κοινού και «διασπαρμένο» (dissémination) στις διαστάσεις του χώρου (θεατρικού και ευρύτερου), της χρονικής συγκυρίας, καθώς και αυτής της ίδιας της αναπαράστασης, προσλαμβάνει την πυκνότητα και το εύρος μιας σύνθετης εντοπιότητας (glocalisation: υβριδική σύντηξη του οικουμενικού και του εγχώριου).

Η σκηνοθετική σύλληψη εντάσσει τη μέθοδο του μετακινούμενου από αίθουσα σε αίθουσα του κοινού (που επανέφεραν από τα μεσαιωνικά δράματα στις περφόμανς τους σκηνοθέτες όπως ο Tom O’Horgan και η Αrianne Mnouchkine), ενώ καταλύονται ορισμένες συμβατικές έννοιες, όπως ο φωτισμός των προβολέων και το αυστηρά κατασκευασμένο σκηνικό. Ο λόγος σκληρός, στα πρότυπα του in-yer-face, στοχεύει να αναρριπίσει την κοινή εμπειρία και να μας συμφιλιώσει με τα άγρια ένστικτα, επιδιδόμενος σε θωπείες προς το μέσο θυμικό και εξασφαλίζοντας μια σκηνική «νομιμοποίηση» της σκαιής φύσης που κρύβει ο καθένας μέσα του.

Το έργο, που παρακολουθεί την ταραχώδη πορεία προς το όνειρο δύο φίλων, του Βασίλη και του Λένου (όπως μετονομάστηκαν επί τω ελληνικότερω οι αντι-ήρωες του Steinbeck), με τον τρόπο που αποδίδεται, αφήνει την αίσθηση ότι διαρκεί και μετά το, αναμφισβήτητα, αργοπορημένο τέλος του. Θα έλεγε κανείς πως αυτό το «μετά» συνδηλώνει πολλά περισσότερα από την ίδια, ως προς το λόγο και τη σκηνική δράση, πληθωρικότητα της παράστασης.

Διασχίζοντας την οδό Αγίας Άννης έρχεται κανείς αντιμέτωπος με πανομοιότυπες εικόνες που πριν λίγο λάμβαναν χώρα επί σκηνής και αυτό είναι, σίγουρα, ένα αισθητικό κεκτημένο της όλης πρότασης.

Σε επίπεδο ερμηνειών, ο Βασίλης Μπισμπίκης επιτυγχάνει να ενσωματώσει τα εκφραστικά του μέσα σε μια απρόσκοπτη, όσο και χυμώδη, εξωστρέφεια κι ένα εύληπτο και πολυσυλλεκτικό ρετζίστρο που του επιτρέπει να διαβαθμίζει, κατά περίπτωση, τις δυναμικές του·

η απόδοση του αμβλύνου Λένου από τον Δημήτρη Δρόσο φέρνει στο προσκήνιο μια μορφή που ξεγλιστρά από τον πραγματικό κόσμο, διεμβολίζοντας, παρά τη ρεαλιστική της γλαφυρότητα, κι αυτήν ακόμα την ίδια την πραγματικότητα·

παρόλα αυτά, η εξουθενωτικά (για τον ίδιο τον ηθοποιό) μονόχορδη, ερμηνεία του, μέσα σε ένα διεσταλμένο σκηνικό χρόνο, αγγίζει, σε ορισμένα σημεία, τις παρυφές της γραφικής τυποποίησης·

η Νικολέτα Κοτσαηλίδου (Νικολέτα) εξωτερικεύεται με μια χειραφετική ορμή και μια συγκινησιακή σθεναρότητα που την καθιστά έμπεδη και οργανικό στοιχείο του συνολικού ψυχολογικού καμβά

ο Γιώργος Σιδέρης (Γέρος) διαγράφει μια παρουσία μεστή και ευδιάκριτη με διηθημένες, μέσα από κρεσέντο και χωρίς σπασμωδικότητες, εντάσεις·

ο Μάνος Καζαμίας, σκηνικά οτρηρός, επενδύει σε ενέργεια, κατορθώνοντας να διανοίξει ευανάγνωστες πτυχώσεις στον χαρακτήρα του·

ο Στέλιος Τυριακίδης, κομίζει ένα, εμφανώς, ωριμότερο υποκριτικό προφίλ, ενώ η παρουσία του μετανάστη Γιανμάζ Ερντάλ προσθέτει μια multicultural ψηφίδα «μεταφράζοντας» το ευρύτερο τοπίο, με το οποίο επιλέγει να «συνομιλήσει» ο θεατρικός χώρος·

τέλος, οι υπόλοιπες παρουσίες (Θάνος Περιστέρης, Αγγέλα Πατσέλη) συμμορφώνονται, πειθαρχημένα και με ένστικτο στη γενική, και έμπλεη κλιμακώσεων, σκηνική συχνότητα.

Συντελεστές:

  • Μετάφραση- Ελεύθερη απόδοση: Σοφία Αδαμίδου
  • Δραματουργική επεξεργασία – Σκηνοθεσία: Βασίλης Μπισμπίκης
  • Σκηνικά-Κοστούμια: Αλεξία Θεοδωράκη
  • Φωτισμοί: Λάμπρος Παπούλιας
  • Κινησιολογία: Αγγέλα Πατσέλη
  • Βοηθός Σκηνοθέτη: Στεφανία Βλάχου
  • Φωτογραφίες: Γιώργος Καπλανίδης
  • Αφίσα: Παναγιώτης Μητσομπόνος
  • Υπεύθυνη Παραγωγής: Φαίη Τζήμα
  • Τεχνική Υποστήριξη: Δημήτρης Κουτάς, Δημήτρης Σαρρής
  • Κατασκευή Σκηνικού: Ομάδα Cartel
  • Ηθοποιοί: Βασίλης Μπισμπίκης, Δημήτρης Δρόσος, Νικολέτα Κοτσαηλίδου, Στέλιος Τυριακίδης, Μάνος Καζαμίας, Γιώργος Σιδέρης, Γιανμάζ Ερντάλ, Θάνος Περιστέρης, Αγγέλα Πατσέλη, Μάρα Ζαλώνη.

Παραστάσεις:

Παρασκευή, Σάββατο, Κυριακή στις 9:15 μμ

Διάρκεια: 120΄ με διάλειμμα

Τιμές εισιτηρίων:

12 ευρώ γενική είσοδος, 10 ευρώ μειωμένο, 5 ευρώ για ανέργους

Τόπος: Τεχνοχώρος Cartel (Μικέλη 4 & Αγ. Άννης Βοτανικός -Στάση μετρό Ελαιώνας- τηλ. 693989 8258).

Facebook page: https://www.facebook.com/CartelTexnoxoros

Website: http://www.carteltexnoxoros.com

Διαβάστε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο

ΚΑΤΕΒΑΣΤΕ ΤΟ APP ΤΟΥ PAGENEWS PAGENEWS.gr - App Store PAGENEWS.gr - Google Play