Κριτική θεάτρου: “Η γίδα ή ποια είναι η Σύλβια;” του Έντουαρντ Άλμπι – Η διερεύνηση των ορίων ανοχής
Από όλα τα έργα του Έντουαρντ Άλμπι (1928-2016) το πλέον αμφιλεγόμενο θεωρείται, αναντίρρητα, το «Η γίδα ή ποια είναι η Σύλβια;» (τίτλος πρωτότυπου «The Goat or Who is Sylvia?», 2000).
Το έργο “Η γίδα ή ποια είναι η Σύλβια;” παρακολουθεί την αιφνίδια καταβύθιση ενός άντρα (συζύγου, πατέρα και διακεκριμένου επαγγελματία) στο δυστοπικό περιβάλλον των αχαρτογράφητων, σκοτεινών ενστίκτων, όταν, σε ανύποπτο χρόνο και μέσα στην αποκαλυπτική ηρεμία της φύσης, συλλαμβάνει τον εαυτό του να μαγνητίζεται από το αθώο βλέμμα μιας … γίδας!
Η συνέχεια, την οποία ο Άλμπι δεν ψιμυθιώνει με υπαινιγμούς και μισόλογα, παραπέμπει ευθέως σε πρακτικές κτηνοβασίας, που όταν ομολογούνται κλονίζουν τα θεμέλια των σχέσεων του μέχρι πρότινος ευυπόληπτου πολίτη με τους γύρω του: με την πιστή, πλην όμως συμβατική σύζυγο, με τον γιο του που διεκδικεί μέσα σε μια ατμόσφαιρα φαινομενικής ανεκτικότητας την αποδοχή της σεξουαλικής του ταυτότητας και με έναν φίλο που υπεισδύει στο ένοχο μυστικό, επιχειρώντας να αναδομήσει ένα κατακερματισμένο Υπερεγώ.
Ο Άλμπι θέλησε να δικαιολογήσει αυτή την προκλητική έμπνευσή του με ένα μάλλον γριφώδη τρόπο.
Το 2005, με την ευκαιρία της παρουσίασης του έργου στο Παρίσι, ανέφερε χαρακτηριστικά στη Le Monde: (Το έγραψα) γιατί ήταν το επόμενο έργο μου! Ήταν εκείνο που μου ήρθε στο μυαλό. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο γράφω […].
Δεν είμαι διδακτικός, δεν μπορώ να κατευθύνω κάτι βάσει σχεδίου». Ωστόσο, είναι προφανές ότι εδώ ο Αμερικανός συγγραφέας προσπαθεί να συσσωματώσει, με κάποιο τρόπο, την αριστοτελική παράδοση της τραγωδίας· άλλωστε, η επιλογή του ζώου δεν είναι τυχαία, καθώς παραπέμπει ευθέως στην «τράγου ωδή», αλλά και ακόμα πιο πέρα, στη θυσία του «αποδιοπομπαίου τράγου» της ιουδαϊκής και χριστιανικής παράδοσης, με τον εξιλαστήριο και καθαρτικό της ρόλο.
Όπως ο Μίλλερ έτσι και εκείνος αποπειράται να επαναδιατυπώσει την έννοια του τραγικού στις συντεταγμένες της σύγχρονης εποχής. Και στο συγκεκριμένο έργο στρέφει το βλέμμα βαθιά στον κλειστό πυρήνα της αμερικανικής οικογένειας, (γεγονός που τον κρατά δεμένο στο άρμα της δραματουργικής κουλτούρας των άλλων μεγάλων Αμερικανών, του Ο’Νηλ, του Ουίλλιαμς και του Μίλλερ), προσπαθώντας αυτή τη φορά να καταδείξει κατά πόσο ο άνθρωπος, περιχαρακωμένος σε κοινωνικούς τύπους, έχει απωθήσει συστατικά στοιχεία της απόκρυφης φύσης του, αλλά και μέχρι ποιου σημείου μπορεί να οριοθετηθεί το “political correct”, το κοινωνικά ανεκτό.
Ο Άλμπι διατηρεί στο έργο του τα στοιχεία του θεάτρου του Παραλόγου, άποψη στην οποία κατατείνει και ο μελετητής του είδους Μάρτιν Έσσλιν.
Αποφεύγει, όμως, συστηματικά, να θεωρείται θιασώτης του, διατηρώντας μια εφεκτική στάση έναντί του λέγοντας: «στις Ηνωμένες Πολιτείες (το Παράλογο) έχει παρεξηγηθεί· είναι μια φιλοσοφική και μετα-υπαρξιστική σύλληψη, συμφωνώ· αλλά έχει πνίξει τις στυλιστικές διαφορές· κάθε έργο που δεν είναι νατουραλιστικό πρέπει να είναι θεατρικά Παράλογο· πρόκειται για μια γελοία απλούστευση· παρόλα αυτά, στις Ηνωμένες Πολιτείες μας αρέσουν πολύ οι γελοίες απλουστεύσεις».
Κι όμως, η έκρηξη του κτηνοβάτη Μάρτιν καθώς αναφωνεί «γιατί κανένας δεν το καταλαβαίνει αυτό… πως είμαι μόνος…ολομόναχος (μτφ. Ερρίκος Μπελιές)», δηλωτική της ψυχικής ερήμωσης και της έλλειψης επικοινωνίας, δεν απέχει πολύ από τη δυστοκία συνεννόησης του Τζορτζ και της Μάρθας στο «Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ», ούτε ακόμα από τον ξαφνικό και απροσδιόριστο υπαρξιακό τρόμο που καταλαμβάνει την Έντνα και τον Χάρρυ στην «Ευαίσθητη Ισορροπία», τεκμήρια όλα της τραυματισμένης σχέσης των ανθρώπων με τον κόσμο γύρω τους και της μεταξύ τους επικοινωνίας.
Ο Άλμπι αναδιατάσσει την τεχνική του προσδίδοντας στο θέατρό του τη στόφα ενός αποκαλυπτικού Ρεαλισμού, που αποτυπώνει την ανθρώπινη συνθήκη έτσι όπως ακριβώς είναι, χωρίς εξιδανικεύσεις που θα εξυπηρετούσαν, ενδεχομένως, την ανάγκη ενός αισθήματος «αυτοεπιβεβαίωσης και αυτοσυγχαρητηρίων» και χωρίς να παρουσιάζει «στον εαυτό μας μια ψεύτικη εικόνα του εαυτού μας». Με αυτόν τον τρόπο κατοχυρώνει το δικό του διακριτό δραματουργικό ιδίωμα μέσα από το οποίο προσεγγίζει ζητήματα όπως η ύπαρξη, η επικοινωνία, η μοναξιά και ο θάνατος.
Στο έργο «Η γίδα ή ποια είναι η Σύλβια;» αν κάτι καθίσταται σχηματικό αυτό είναι η προτεραιοποίηση της ειδολογικής ταυτότητας του έργου (τραγωδία) και του αποσπώμενου από αυτή συμβολισμού (γίδα-τράγος-τράγου ωδή-τραγωδία), σε μια προσπάθεια να αναδειχθούν τα πρωτεϊκά στοιχεία που κινούν το νήμα του ανθρώπινου ενστίκτου. Μόνο που το τραγικό δεν απαιτεί ένα πλαίσιο σχηματικοτήτων προκειμένου να διατυπωθεί.
Κι επιπλέον, για έναν δύσπιστο αναγνώστη ή θεατή η εικόνα και μόνον μιας εξοργισμένης γυναίκας που προδίδεται από τον έρωτα του συζύγου της για ένα ζώο δεν αποσοβεί μια πιθανή ερμηνεία περί μισογυνισμού (σημ. ο Άλμπι υπήρξε ομοφυλόφιλος), ενός αδέξιου ακτιβιστικού παροξυσμού σε σχέση με τις σεξουαλικές ελευθερίες, ως μέρος της προβληματικής του συγγραφέα ή, πιθανότατα, της ανάγκης του να αισθάνεται ενεργός στο να προκαλέσει το κοινό αίσθημα.
Εντούτοις, αυτές και άλλες εικασίες δεν αναχαίτισαν την επιτυχία του έργου διεθνώς και, αν πέτυχε κάτι ο Άλμπι, ήταν να εξάψει στο κοινό όχι μια προβλέψιμα νοσηρή περιέργεια, αλλά μια απροσχημάτιστη ανάγκη διερεύνησης των σκοτεινών πτυχών της ανθρώπινης ψυχής και συνείδησης.
Αυτή τη σχηματικότητα που διέπει τη σύλληψη του έργου, η σκηνοθεσία του Νικορέστη Χανιωτάκη στο «Θέατρο Θησείο, Ένα Θέατρο για τις Τέχνες» κατόρθωσε να μεταβολίσει δημιουργικά παραδίδοντας ένα δράμα σαρκώδες, ζωντανό, παλλόμενο, και την ίδια στιγμή συγκροτημένο, συμπαγές και θεμελιωμένο επάνω στους πυλώνες της τραγωδίας.
Η σκηνοθεσία ακολουθεί συνεχείς ταλαντώσεις: μέσα από το πικρό χιούμορ διανοίγονται διαρκώς ρήγματα προς μια αξεδιάλυτη αμηχανία κι ένα επικοινωνιακό αδιέξοδο, καθώς οι αυθόρμητες εκλάμψεις γέλιου παγώνουν και η ατμόσφαιρα συστέλλεται απότομα· οι εξάρσεις δίνουν τη θέση τους στην εσωτερική δίνη, οι ύπουλες σιωπές πλέκουν τον ιστό τους, ενώ οι βίαιες εκδηλώσεις αναπληρώνουν την αδυναμία των λέξεων να εκφράσουν την άφατη ανάγκη, την απόγνωση, τη μοναξιά, τη «μη-σκέψη».
Ο Νίκος Κουρής, στο ρόλο του Μάρτιν, διανύει όλη την απόσταση του ψυχικού ζόφου: αρχικά με τα συμπτώματα της στέρησης και της διαλείπουσας συγκέντρωσης, που φέρνουν στο νου τα αντίστοιχα της Μαίρης Τάυρον στο «Μακρύ ταξίδι της μέρας μέσα στη νύχτα» του Ο’Νηλ, και μετά την αποκρουστική ομολογία του, με την ταπεινωτική παράδοση στην αλήθεια, την απέλπιδα προσπάθεια να εισπράξει κατανόηση και, τέλος, να αφεθεί σπαρασσόμενος μέσα σε κραυγές, δημιουργώντας συνειρμούς με το νιτσεϊκό «ανεξερεύνητο ζώο» που είναι ο άνθρωπος, αλλά και το «L’Animal que donc je suis» του Ντεριντά.
Η Λουκία Μιχαλοπούλου οικοδομεί την προδομένη σύζυγο Στήβυ στο μεταίχμιο της ειρωνείας κι ενός χιούμορ που ενέχει σύγχυση και της αδυναμίας να συλλάβει το ασύλληπτο, σημείο από το οποίο εκκινούν οι εκδηλώσεις βιαιότητας που τη φέρνουν με τραγικό τρόπο ολοένα και εγγύτερα σε εκείνο που προσπαθεί να αποτινάξει από επάνω της: τη σύνδεσή της με τη φύση του ζώου.
Ο Γιάννης Δρακόπουλος, ο επιστήθιος φίλος Ρος, επιτυγχάνει να διεμβολίζει την ένοχη ατμόσφαιρα με τη διαλυτική κοινή λογική που εκφράζει, παρότι σαν μοχλός του δράματος χρεώνεται, εν τέλει, το ανέφικτο αυτής της κοινής λογικής που εξωθεί όλους και όλα σε ένα αδιέξοδο μετεωρισμό.
Ο Μιχαήλ Ταμπακάκης, στο ρόλο του γιου, συστήνεται με έναν έμπλεο οργής νευρωτισμό, προϊόν της τραγικής συνθήκης του να αξιώνει την επιβεβαίωση των επιλογών του και την ίδια στιγμή να αδυνατεί να κατανοήσει τις επιλογές των άλλων, μεταπηδώντας από την αγανάκτηση, την καταγγελία και την απελπισία στο συμβιβασμό, ως ύστατη προσπάθεια διατήρησης μιας ισορροπίας μέσα στη γενική αποχαλίνωση.
Τέλος, η σκηνική δημιουργία της Αρετής Μουστάκα οριοθετεί τον περικλεισμένο χώρο του δράματος, επιτρέποντας τη θέαση και ταυτόχρονα χαράζοντας μια διαχωριστική γραμμή, ενώ οι φωτιστικές δημιουργίες της Χριστίνας Θανάσουλα ενδύουν με γλυπτικό τρόπο και με ένα σαρκίο σκαιότητας και μυστηρίου πρόσωπα και αντικείμενα.
Η γίδα ή ποια είναι η Σύλβια; – Λίγα λόγια για το έργο
Το τελευταίο έργο (2000) του βραβευμένου με τέσσερα Πούλιτζερ Αμερικάνου συγγραφέα θεωρείται ένα από τα κορυφαία και πιο τολμηρά του.
Η «Γίδα», έργο με έντονο χιούμορ, εκρηκτικούς χαρακτήρες, πανέξυπνους διαλόγους, σκληρότητα, αλλά ταυτόχρονα μεγάλη τρυφερότητα, υποδεικνύει όχι μόνο το μέλλον των έως τώρα παραδοσιακών δομών της κοινωνίας, αλλά και τα κρίσιμα ερωτήματα που βασανίζουν τον σύγχρονο άνθρωπο.
“Οι άνθρωποι λένε ψέματα στον εαυτό τους για το ποιοι είναι και πώς βλέπουν τον εαυτό τους. Το έργο μου αφορά την ανικανότητά μας να είμαστε αντικειμενικοί με τον εαυτό μας.” Έντουαρντ Άλμπι.
Ο Μάρτιν (Νίκος Κουρής), ένας επαγγελματικά άκρως επιτυχημένος οικογενειάρχης, χωρίς να πάψει να αγαπάει την γυναίκα του (Λουκία Μιχαλοπούλου), ερωτεύεται την Σύλβια, η οποία «τυχαίνει» –όπως λέει ο ίδιος- να είναι… γίδα! Ο δημοσιογράφος και καλύτερός του φίλος Ρος (Γιάννης Δρακόπουλος) το «καρφώνει» στην σύζυγο και στον γιο του (Μιχαήλ Ταμπακάκης), με αποτέλεσμα η μία ακραία αντίδραση να φέρει την άλλη, μέχρι το συναρπαστικό φινάλε!
Συντελεστές
- Μετάφραση – Σκηνοθεσία: Νικορέστης Χανιωτάκης
- Σκηνικά – Κοστούμια: Αρετή Μουστάκα
- Πρωτότυπη μουσική-Επιμέλεια Ήχων: Γιάννης Μαθές
- Φωτισμοί: Χριστίνα Θανάσουλα
- Βοηθός Σκηνοθέτη: Τόνια Καζάκου
- Οργάνωση παραγωγής: Μαριάννα Παπασάββα
- Μακιγιάζ: Ηλίας Λιατσόπουλος
- Φωτογραφίες: Αγγελική Κοκκοβέ
- Παραγωγή: Μυθωδία
- Επικοινωνία: BrainCo
Παίζουν:
- Νίκος Κουρής,
- Λουκία Μιχαλοπούλου,
- Γιάννης Δρακόπουλος,
- Μιχαήλ Ταμπακάκης.
Θησείον, Ένα Θέατρο για τις Τέχνες
Τουρναβίτου 7, (Ψυρρή)
210 3255444
Έως 23 Απριλίου 2019
Παραστάσεις
Δευτέρα: 21:15
Τρίτη 21:15
Διάρκεια: 100 λεπτά (χωρίς διάλειμμα)
ΤΙΜΕΣ ΕΙΣΙΤΗΡΙΩΝ
Κανονικό: 16 €
Μειωμένο (*): 12 €
ΟΑΕΔ-Α.Μ.Ε.Α.: 10 €
(*) Το μειωμένο εισιτήριο αφορά: φοιτητές, μαθητές, εκπαιδευτικούς, συνταξιούχους
ΕΙΔΙΚΗ ΤΙΜΗ ΠΡΟΠΩΛΗΣΗΣ:
11 ευρώ (έως την προηγούμενη ημέρα κάθε παράστασης)
ΠΡΟΠΩΛΗΣΗ ΕΙΣΙΤΗΡΙΩΝ
– στο ticketservices.gr
– στο tickets.public.gr
– σε όλα τα καταστήματα PUBLIC
– τηλεφωνικά στο 210.7234567
– Εκδοτήριο Ticket Services: Πανεπιστημίου 39 – Στοά Πεσμαζόγλου
– Από το ταμείο του θεάτρου (καθημερινά 18:00-21:00):
«θησείον, ΕΝΑ ΘΕΑΤΡΟ ΓΙΑ ΤΙΣ ΤΕΧΝΕΣ»
Τουρναβίτου 7, Αθήνα (Ψυρρή)
Τηλεφωνικές κρατήσεις: 210.32.55.444
(Δευτέρα – Παρασκευή 10:00 – 18:00)
Πρόσβαση
«θησείον – ΕΝΑ ΘΕΑΤΡΟ ΓΙΑ ΤΙΣ ΤΕΧΝΕΣ»
Τουρναβίτου 7, Αθήνα (Ψυρρή)
Ηλεκτρικός Σιδηρόδρομος: Σταθμός Θησείο
Μετρό: Γραμμή 3, Μοναστηράκι
Περισσότερες πληροφορίες:
Φωτογραφίες: mythodiatheatre.gr/gida
Διαβάστε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο
Το σχόλιο σας