Πόποβο: Εκδήλωση αφιερωμένη στην ζωή και την ποίηση του Γιάννη Ζαρκάδη
Εκδήλωση αφιερωμένη στην ποίηση του Γιάννη Ζαρκάδη, με την ευκαιρία της δεύτερης έκδοσης της τελευταίας του συλλογής με τίτλο “Μελισσόχορτο”, από τις Εκδόσεις “Μελάνι”, έγινε στο Πόποβο της Θεσπρωτίας, με πρωτοβουλία της Αδελφότητας Ποποβιτών. Ξεχωριστή, γιατί το Πόποβο (Αγία Κυριακή) είναι ο τόπος καταγωγής του ποιητή, αλλά και σταθερή πηγή έμπνευσης του, και σε αυτόν επιστρέφει κάθε φορά σαν “προσκυνητής”, πριν επισκεφθεί τη γενέτειρα του, την Πέρδικα.
Η εκδήλωση έγινε στην αυλή του πέτρινου δημοτικού σχολείου που φοίτησε ο Γιάννης Ζαρκάδης μέχρι να πάει στο Γυμνάσιο της Παραμυθιάς. Το δημοτικό έκλεισε το 1971, ένα χρόνο μετά την αποφοίτηση του, και άνοιξε επισήμως για πρώτη φορά ύστερα από 47 χρόνια, για τη συγκεκριμένη εκδήλωση και φιλοξένησε έκθεση 113 φωτογραφιών από τη ζωή του Ποπόβου, οι οποίες χρονολογούνται από τις αρχές του 20ου αιώνα. Πρωτεργάτης της εκδήλωσης για τον Γιάννη Ζαρκάδη και της έκθεσης, ο Βασίλης Τούλας έχει συγκεντρώσει έναν μεγάλο αριθμό φωτογραφιών και συνεχίζει. Οι φωτογραφίες που παρουσιάστηκαν στην έκθεση προέρχονται κυρίως από τη συλλογή του Φωκίωνα Ντάνη. Ο πρόεδρος της Αδελφότητας Ποποβιτών, Δημήτρης Κουτούπης, ζήτησε να λειτουργήσει το κτίριο του παλιού σχολείου ως λαογραφικό μουσείο και η δήμαρχος Σουλίου Σταυρούλα Μπραίμη-Μπότση δεσμεύτηκε ότι θα βοηθήσει προς αυτή την κατεύθυνση.
Ανάμεσα στους ακροατές, Ποποβίτες και φίλοι του Ποπόβου, ήταν παιδικοί φίλοι του Γιάννη Ζαρκάδη, η σύζυγος του Καίτη, η κόρη του Μυρτώ, ο αδελφός του Αντώνης, χημικός και αυτός και καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, και, το κυριότερο, οι γονείς του Κώστας και Αρετή. Το “παρών” έδωσαν ο δήμαρχος Ηγουμενίτσας Γιάννης Λώλος, ο πρόεδρος του Ποπόβου Γιώργος Κάτσος, ο πρώην πρόεδρος των Ηπειρωτών της Πάτρας Κώστας Τσίρης, ο ερευνητής-συγγραφέας Μιχάλης Πασιάκος, από τη Σαγιάδα Θεσπρωτίας, κ.α.
Σε απόσταση λίγων μέτρων από τον χώρο της εκδήλωσης, στην αυλή της εκκλησίας της Παναγίας, που μετρά αιώνες όπως μαρτυρούν αγιογραφίες που διασώθηκαν στον τοίχο του ιερού, είναι το κοιμητήριο στο οποίο αναπαύονται η γιαγιά, η θεία και ο θείος του Γιάννη Ζαρκάδη. Είναι οι άνθρωποι που τον μεγάλωσαν ουσιαστικά, καθώς οι γονείς του αναγκάστηκαν να φύγουν μετανάστες στη Γερμανία το 1965 και τον άφησαν στα χέρια τους σε ηλικία 9 χρονών. Από αυτούς τους τρεις ανθρώπους – και περισσότερο από τη γιαγιά του – ο ποιητής έχει τα πρώτα ακούσματα και έμαθε για ιστορίες και πρόσωπα του Ποπόβου που εμφανίζονται και σε ποιήματα του.
Ξεχωριστή και η παρουσία του Δημήτρη Ζιάγκα με το κλαρίνο του, χωρίς τη συνοδεία άλλου μουσικού οργάνου. Στην αρχή έπαιξε ένα ηπειρώτικο μοιρολόϊ για τους ανθρώπους που έχασαν τη ζωή τους στην πύρινη κόλαση της ανατολικής Αττικής και στη συνέχεια συνόδευσε με χαμηλή ένταση-ίσα που μόλις ακουγόταν-την απαγγελία στίχων από τον Γιάννη Ζαρκάδη, σαν “βάλσαμο” στις “πληγές” της φτώχειας, της ξενιτιάς, του εμφυλίου, πάνω στις οποίες “κεντάει” ο ποιητής. Ο φιλόλογος και ποιητής Αποστόλης Ζώτος, Ηπειρώτης κι αυτός, από την Κόνιτσα, ανέλαβε να “μυήσει” το ακροατήριο στην ποίηση του Γιάννη Ζαρκάδη και με τον χειμαρρώδη λόγο του μίλησε και για τις αριστερές ιδέες του ποιητή, για τους διωγμούς των ηττημένων του εμφυλίου, με αναφορές και στις αιτίες που οδήγησαν την Ελλάδα στην οκτάχρονη κρίση.
Για όλους τους παραπάνω λόγους δεν ήταν καθόλου εύκολη δουλειά η ομιλία του Γιάννη Ζαρκάδη, όπως ομολόγησε και ο ίδιος. «Σήμερα, δεν είναι όπως στις άλλες συναντήσεις, δεν είναι καθόλου εύκολο να μιλήσεις. Να μιλήσεις, μπροστά στους δικούς σου ανθρώπους, και μάλιστα σε αυτούς που σε γέννησαν, που σε μεγάλωσαν, που μαζί τους μεγάλωσες (δεν ξέρω αν με ακούν, εκεί δίπλα στο κοιμητήριο της Παναγίας)», είπε και συνέχισε μιλώντας εκ βαθέων: «Εδώ στο Σχολείο, στην αυλή του, στο Πόποβο, στον τόπο που έμαθες τα πρώτα σου γράμματα, που περπάτησες, έπαιξες όλα τα παιδικά παιχνίδια, διάβασες, κοιμήθηκες, κυνήγησες πουλιά, έψαλες, κρύφτηκες, έκλαψες, τραγούδησες…Όλα αυτά που σε κάνουν άνθρωπος να ‘σαι με ρίζες, με τριχοειδή, με κορμούς, με κλωνάρια, με καρπούς. Έζησα στο Πόποβο κοντά δέκα χρόνια (1965-1975), σε μια περίοδο που στο χωριό κάπνιζαν 6 σπίτια στη Ράχη, και 15 στην Γκαντουσαριά. Των 50 κατοίκων χωριό, γυναικοκρατούμενο. Αμέσως μετά τον πόλεμο είχε αποικίσει σχεδόν ολόκληρη την πεδινή Θεσπρωτία. Ένα σχολείο με μια δεκάδα παιδιά και αστυνομία βέβαια. Οι άντρες φευγάτοι, όσοι είχαν απομείνει, στο εξωτερικό ή στην Αθήνα. Από τους δρόμους που άνοιγε τότε η ΜΟΜΑ. Η μόνη δραστηριότητα, τα μικρά κοπάδια που φύλαγαν οι γυναίκες και τα παιδιά. Στα σπίτια δίπλα, λίγα μελίσσια, κοτέτσια και κήποι για τα στοιχειώδη. Αλλά γεμάτο δέντρα οπωροφόρα, που επέμεναν να καρπίζουν, παρατημένα κι αυτά. Όλα στα πόδια μας. Η φύση επανέρχονταν σιγά-σιγά και αποίκιζε τα πάντα. Η μόνη ορατή αντίσταση ο Γάκη-Κάτσιος. Μεγάλωσα με τις ιστορίες των γυναικών-της γιαγιάς ιδιαίτερα. ‘Ακουγα για τα ξωτικά (ο Γκουρογιάννης τα μνημονεύει κάπου) για τους αντάρτες, για τους άγριους τσακωμούς, και τις θανατερές έχθρες. Τα, «δε σου κρένω». Μοιρολόγια για τους χαμούς και τους ξενιτεμούς. Ο έξω κόσμος: το ράδιο, το λεωφορείο το Σάββατο, το παζάρι στην Παραμυθιά, οι άδειες των ξενιτεμένων και των φαντάρων. Εμείς τα παιδιά στον κόσμο μας, μπάλα στ΄αλώνια, συρματένια αυτοκινητάκια, μπίλιες στον κουσκουρέτο, οπλισμένοι με το λάστιχο κάτω από τα ζντόγκα το καλοκαίρι, και με τις πλάκες το χειμώνα για τα πουλιά. Επικοινωνία καθημερινή με σφυρίγματα από τις βίγλες, το Καταθήκι, την ράχη του Γκάτζια, τη ράχη του Κίτσιου».
«Είχα την τύχη να έχω θείο δάσκαλο, και είχε δεμένα σε τόμους όλα τα τεύχη «Ο ΘΗΣΑΥΡΟΣ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ». Δεν είχαμε βιβλιοθήκες, στο υπόγειο ήτανε, και τα διάβαζα σαν παιδί, επιπόλαια. Τα ποντίκια πιο συστηματικά. Διάβαζα σε συνέχειες, Ουγκώ, Δουμά, Βέρν, Λόντον, Παπαντωνίου, Καζαντζάκη, Λουντέμη, με εκείνες τις καταπληκτικές εικονογραφίες του Μπόστ. Αλλά εκείνα τα χρόνια, του δημοτικού, με τις ώρες, φυλάγοντας τα πρόβατα της γιαγιάς, γιατί υπήρχαν και λύκοι τότε, έρχονταν αναγνώσματα και ακούσματα, κάτι κόλλες της φύσης εξαιρετικές, και μ’ έβρισκαν. Αλλά και στις παλιές εκκλησιές του χωριού μ’ έβρισκαν, με τα πολύχρωμα βιβλία τους και τις εξαιρετικές γραμματοσειρές. Ιδιαίτερα τις μέρες του Πάσχα σαν ψάλτης, δεξιός όπως με κοίταγε αυστηρά ο Θεός κι αριστερός, οι χωριανοί. Ρούφαγα τους ύμνους και τους ψαλμούς, και τσίπουρο κάποιες φορές μέσα στο ιερό, γιατί έκανε και κρύο, και τα λέγαμε καλύτερα έτσι. Απ΄ έξω τα κοτσύφια, λέγανε τα δικά τους απολυτίκια. Ο προφορικός λόγος (ιδιαίτερα της γιαγιάς μου) με τις ιστορίες και τις διηγήσεις, οι δημοτικοί δεκαπεντασύλλαβοι και η μουσική τους, έγραφαν. Έγραφαν τις μέσα σελίδες. Έτσι κύλησαν τα χρόνια του δημοτικού, κι αν θυμάμαι κάτι από ποίηση, είναι οι απαγγελίες στις επετείους, τον άγριο Σολωμό και τον Ύμνο στην Ελευθερία του».
Ο Γιάννης Ζαρκάδης περιέγραψε την ιδιαίτερη και βαθιά χαραγμένη σχέση του με το Πόποβο και απήγγειλε και το ομώνυμο ποίημα που περιλαμβάνεται στη συλλογή “Μελισσόχορτο”.
Το Πόποβο
Ήρθανε κάποτε συνεργεία τού στρατού άνοιξαν δρόμους στά σπλάχνα του χύθηκαν οι άνθρωποι μέσα χάθηκαν. Υστερα, πέρασε ο καιρός πήρε τίς πλάκες απ΄τις στέγες του τού πήρε τις αρματωσιές κατέβασε τά έλατα στά σπίτια. Εμεινε τό χωριό, σάν ταρσανάς πού σκάλωσε πάνω στή πλαγιά μετά τόν κατακλυσμό όταν τά ύδατα υποχώρησαν. Καθόμουνα στήν άκρη του κοίταζα τή βροχή τά δέντρα πού έσταζαν. Είδα τόν ουρανό νά ποτίζει τίς αυλές νά ποτίζει τά λουλούδια στά μνήματα. Λείπανε λέει οί νοικοκυραίοι καί τόν αφήκανε στό πόδι τους.
Ο Γιάννης Ζαρκάδης γεννήθηκε στην Πέρδικα Θεσπρωτίας το 1957. Αποφοίτησε από το Γυμνάσιο Παραμυθιάς και σπούδασε Χημεία στο Πανεπιστήμιο Πάτρας. Διαμένει μόνιμα στην Πάτρα όπου από το 1980 διδάσκει Μοριακή Βιολογία στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου. Τα πρώτα του ποιήματα δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό Πλανόδιον το 1987. Έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές: Αχερουσία μνήμη, Πλανόδιον (1991), Βαθιά του ζώου, Συνέχεια (1996), Σαρκοφάγος, Πλανόδιον (2002), Ο λύκος και άλλα αντισώματα, Τυπωθήτω “λάλον ύδωρ” (2009).
Διαβάστε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο
Το σχόλιο σας