“The Uncatchable”: Ο Βασίλης Παλαιοκώστας, η πρώτη του απόδραση και το αφιέρωμα του BBC
Ήταν Κυριακή 4 Ιουνίου 2006. Στις φυλακές Κορυδαλλού επικρατεί ηρεμία. Τίποτα απολύτως δεν προμήνυε τα όσα θα ακολουθούσαν. Λίγο πριν τις 6 το απόγευμα, στον Άγιο Κοσμά, δύο άνδρες και μία γυναίκα νοικιάζουν ένα ελικόπτερο. Ο πιλότος είχε υποβάλει σχέδιο πτήσης από Καραδαμύλη της Μεσσηνίας για το Μαρούσι και Ασπρόπυργο. Δεν θα φτάσει ποτέ εκεί.
Κατά τη διάρκεια της πτήσης, οι τρεις άνθρωποι που βρίσκονται μέσα σε αυτό υπό την απειλή ενός όπλου και μιας χειροβομβίδας, του λένε να μεταφερθεί στις φυλακές Κορυδαλλού. “Θα πάμε να πάρουμε δύο κρατούμενους και θα φύγουμε. Δεν πρόκειται να κινδυνεύσεις. Απλά κάνε όλα όσα θα σου πούμε”, του λένε.
Αργότερα, ο πιλότος κατέθεσε ότι μία εβδομάδα πριν από την απόδραση, «ένας άνδρας και δύο γυναίκες νοίκιασαν το ελικόπτερο από τον Αγιο Κοσμά για μια βόλτα πάνω από την Αθήνα». Την ημέρα της απόδρασης, «ο ίδιος άνδρας, μαζί με ένα δεύτερο άνδρα, εμφανίστηκαν και πάλι στον Αγιο Κοσμά και ζήτησαν επίσης να κάνουν βόλτα, πληρώνοντας προκαταβολικά για την ενοικίαση του ελικοπτέρου 1.400 ευρώ.
Το απόγευμα της Κυριακής 4 Ιουνίου 2006, γύρω στις 6.25 το μικρό ιδιωτικό ελικόπτερο προσγειώθηκε στο προαύλιο του σωφρονιστικού καταστήματος και παρέλαβε τον Αλκέτ Ριζάι και τον Βασίλη Παλαιοκώστα, που κρατούνταν στην 5η πτέρυγα.
Δύο φύλακες αρχίζουν να πυροβολούν προς το ελικόπτερο, ενώ ένας τρίτος που βρίσκεται 15 μέτρα απ’ αυτό, βγάζει το όπλο του αλλά δεν πυροβολεί. Αργότερα θα πει πως τον σημάδευαν με όπλα οι συνεργοί των Παλαιοκώστα και Ριζάι και φοβήθηκε να κάνει την οποιαδήποτε κίνηση.
Αφού το ελικόπτερο προσγειώθηκε στο νεκροταφείου του Σχιστού, ο Παλαιοκώστας διέφυγε με μηχανή εντούρο προς άγνωστη κατεύθυνση. Οι κλεμμένες μοτοσικλέτες βρέθηκαν στη περιοχή του Σκαραμαγκά.
Ο Αλκέτ Ριζάι, ήταν αρχηγός συμμορίας, η οποία στις 3 Μαΐου του 2003 δολοφόνησε -με εντολή του Ριτζάι- τον Θανάση Κορωπιώτη, επειδή θεώρησε ότι είχε συνάψει σχέσεις με μια Ρωσίδα φίλη του, με το όνομα Οξάνα. Ο νεαρός Έλληνας είχε πράγματι δεσμό με μια Ρωσίδα, το όνομα της οποίας όμως ήταν Ροξάνα.
Ο Ριζάι και οι συνεργοί του παρέσυραν τον Κορωπιώτη στο Μαρούσι και, αφού τον επιβίβασαν σε αυτοκίνητο, τον μετέφεραν σε κάποιο δάσος της Αττικής, τον σκότωσαν και στη συνέχεια εξαφάνισαν το πτώμα του. Για τη δολοφονία συνελήφθησαν τρεις συνεργάτες του Ριζάι, δύο άνδρες και μία γυναίκα, και ένα μήνα αργότερα και ο ίδιος ο Ριζάι.
Τον Ιουνίο του 2008 ο Βασίλης Παλαιοκώστας απήγαγε τον βιομήχανο αλουμινίου Γιώργο Μυλωνά, και πήρε λύτρα 12.000.000 ευρώ. Ωστόσο η Αστυνομία ανακάλυψε τα ίχνη του και τον συνέλαβαν στο σπίτι που κρατούσε όμηρο τον Μυλωνά. Ήταν ήδη 791 μέρες δραπέτης.
Στις 22 Φεβρουαρίου του 2009 – μια μέρα πριν ξεκινήσει η δίκη του – ο Παλαιοκώστας ξανα- δραπετεύει από τις φυλακές Κορυδαλλού – και πάλι με τον Αλκέτ Ριζάι και πάλι με ελικόπτερο, μια δραπέτευση που τον έκανε γνωστό σχεδόν παγκόσμια.
Πλέον βρίσκεται στις λίστες με τους «most wanted» καταζητούμενους της Ευρώπης Φωτογραφίες του καθώς και τα πλήρη στοιχεία του έχουν αναρτηθεί στην ιστοσελίδα www.eumostwanted.eu, η οποία λειτουργεί υπό την αιγίδα της ΕUROPOL. Είναι επικηρυγμένος για 1.000.000 ευρώ.
Η ζωή του Παλαιοκώστα
Εκτενές αφιέρωμα είχε κάνει το BBC το 2014 με τίτλο: «Ο Απιαστος».
Γεννημένος το 1966, ο Παλαιοκώστας μεγάλωσε στο χωριό Μοσχόφυτο, ένα απομακρυσμένο σύμπλεγμα παραγκών στα χιονισμένα βουνά της κεντρικής Ελλάδας.
Εκεί παρακολουθούσε τον πατέρα του να βόσκει τις κατσίκες και μεγάλωσε εξιδανικεύοντας τον αδελφό του, Νίκο. Οι χωρικοί ήταν γνωστοί στον τόπο ως «οι ήρωες» εξηγεί ο πατήρ Παναγιώτης, ο παπάς της περιοχής, όχι μόνο γιατί -όπως λέει- επιβίωσαν σε αντίξοες συνθήκες στο βουνό, αλλά και ότι «τα κατάφεραν χωρίς παπούτσια».
«Ο Βασίλης μπορεί να έχει γίνει κλέφτης, αλλά ποτέ εγκληματίας. Ληστές σαν το Βασίλη -που κλέβει για να ταΐσει τους αγαπημένους του- δεν παραβλέπονται εύκολα», σημειώνει ο πατήρ Παναγιώτης.
Όταν το χιόνι ήταν πολύ, ο Νίκος συνήθιζε να κουβαλά στους ώμους του τον Βασίλη τρία μίλια προς το πλησιέστερο σχολείο. Εκεί, ο παπάς ζέσταινε το παγωμένο παιδί μπροστά στη φωτιά πριν ξεκινήσει το μάθημα.
Το 1979, η οικογένεια μετακόμισε στα Τρίκαλα. Ο Νίκος, 19 ετών τότε, έφυγε από το σπίτι για να βρει δουλειά στα πλοία, και ο Βασίλης, 13 ετών, έδινε μάχη για να γεμίσει τα παπούτσια του αδελφού του. Ο πατέρας τους, Λεωνίδας Παλαιοκώστας, θυμάται:. «Δούλεψε στην παραγωγή σε εργοστάσιο τυριού για δύο χρόνια. Ήταν ήσυχος και πολύ εσωστρεφής».
Από το παράθυρο του εργοστασίου ο Βασίλης έβλεπε την ελληνική οικονομία να «φουσκώνει» και τους πλούσιους να γίνονται πλουσιότεροι, όταν η χώρα πλησίαζε στην ένταξη στην ΕΕ.
«Ένα απόγευμα, έφυγε από το τυροκομείο και δεν επέστρεψε ποτέ. Ο Βασίλης υπέστη καπιταλιστική εκμετάλλευση από το αφεντικό του, δουλεύοντας ως σκλάβος στο εργοστάσιο. Και έτσι στράφηκε εναντίον αυτών των αφεντικών», λέει ο φίλος του, ο Γεωργιάδης.
«Ως παιδί του βουνού, δεν είχε άλλες ικανότητες, παρά μόνον να κλέβει για να ζήσει», λέει ο πατέρας Παναγιώτης με χαρακτηριστική γενναιοδωρία προς τον πρώην μαθητή του. Μεταξύ 1979 και 1986, ο Βασίλης και ο μεγαλύτερος αδελφός του, Νίκος -ο οποίος δεν δούλεψε πολύ καιρό στη θάλασσα- θεωρήθηκαν υπαίτιοι για 27 κλοπές, κυρίως (μηχανημάτων) βίντεο.
Ο Βασίλης, νέος στην ηλεκτρολογία, εθίστηκε στις ταινίες δράσης -συχνά έμενε ξάγρυπνος όλη τη νύχτα- τους αγώνες του «Ρόκι», τους μύες του Σβαρτσενέγκερ και την «Απόδραση από το Αλκατράζ» του Κλιντ Ίστγουντ.
Γύρω από εκείνη την εποχή, ο νεαρός ληστής συνάντησε μία αδελφή ψυχή, που έμελλε να τον επηρεάσει πολύ. «Ο Βασίλης ήταν ένας ευγενικός κλέφτης, μέχρι που γνώρισε τον Κώστα Σαμαρά, τον «Καλλιτέχνη», λέει ο αστυνομικός Δημήτριος Γραβάνης.
Μεγαλύτερος και πιο έμπειρος από τους αδελφούς Παλαιοκώστα, ο Σαμαράς ήταν ένας επίδοξος εγκληματικός εγκέφαλος, που σπούδαζε σχέδιο και ζωγράφιζε τις ληστείες σε σημειωματάριο. Μαζί με τους αδελφούς Παλαιοκώστα, ο Καλλιτέχνης «πήρε πτυχίο» στις ληστείες κοσμηματοπωλείων και τραπεζών.
Ο Γραβάνης θυμάται την πρώτη τους ληστεία ως τρίο: «Ο Βασίλης σκαρφάλωσε στην κορυφή ενός λόφου και άρχισε να ρίχνει με το όπλο για να τραβήξει την προσοχή των αστυνομικών (…) Πήρε κάποια λεπτά στους αστυνομικούς να ξεφύγουν από το αστυνομικό τμήμα και μέχρι να το κάνουν ο Καλλιτέχνης και ο Νίκος είχαν ήδη αδειάσει το κοσμηματοπωλείο. Όταν τελικά μπήκαμε στα περιπολικά είχαν αφήσει καρφιά στο δρόμο που έσκασαν τα λάστιχά μας. Από εκείνη τη στιγμή έγινε απώτερος στόχος μου να τους δω στη φυλακή».
Ο μυστακιοφόρος αστυνομικός ήταν ένας διανοούμενος που προτιμούσε να εξιχνιάζει τα εγκλήματα με το μυαλό του παρά να παίρνει ομολογίες ξυλοκοπώντας υπόπτους. «Έχασα τον ύπνο μου με τους αδελφούς Παλαιοκώστα. Ξενυχτούσα δουλεύοντας για αυτήν την υπόθεση και όταν πήγαινα στο σπίτι μου 07.30 το πρωί, τότε η σύζυγός μου ξεκινούσε για τη δουλειά της», θυμάται.
Το κυνήγι ενός φυγά
Αλλά ο Παλαιοκώστας ήταν αδύνατο να συλληφθεί για ένα λόγο: μοίραζε τα χρήματα που έκλεβε στους φτωχούς.
Στη δεκαετία του 1980 προχώρησε σε σειρά εισβολών σε τράπεζες με τον Παλαιοκώστα να δίνει χρήματα σε όσους του πρόσφεραν καταφύγιο.
Ο μαζικός πληθωρισμός στην Ελλάδα τετραπλασίασε την τιμή της μπύρας μεταξύ του 1985 και 1992. Ο λαός άρχισε να στρέφεται ενάντια στην κυβέρνηση και επέκρινε την διαφθορά στους κόλπους των κρατικών τραπεζών. Αυτό αύξησε τον αριθμό όσων ετοιμάζονταν να «πανηγυρίσουν» τη δράση των αδελφών Παλαιοκώστα.
Και άρχισε η εποχή του κυνηγιού της γάτας με το ποντίκι μεταξύ ληστών και αστυνομικών.
Τον Απρίλιο του 1990 ο Παλαιοκώστας συνελήφθη σε μία απόπειρα να βγάλει τον αδελφό του από τις φυλακές της Λάρισας, οδηγώντας ένα κλεμμένο βυτίο και σπάζοντας με αυτό τον τοίχο. Φυλακίστηκε, αλλά όχι για πολύ.
Τον Ιανουάριο του 1991 δραπέτευσε από τις φυλακές της Χαλκίδας χρησιμοποιώντας σεντόνια για να σκαρφαλώσει πάνω από τον τοίχο. Αλλά παρά τα πλούτη που είχε μαζέψει από τις ληστείες, προτιμούσε να ξοδεύει μόνο σε όσα χρειαζόταν.
Περιφρονούσε τα φανταχτερά αυτοκίνητα και ένα από τα λίγα ακριβά υπάρχοντά του ήταν ένας μυστηριώδης χρυσός σταυρός που κρεμόταν από το λαιμό του. Αργότερα έγινε το κλειδί για τουλάχιστον μία από τις επιτυχημένες του αποδράσεις.
Εκείνος που άλλαξε το «παιχνίδι»
Τον Ιούνιο του 1992 οι ληστές σχεδίασαν μία ληστεία την πιο τολμηρή που είχαν κάνει ποτέ, στα Μετέωρα, στην Καλαμπάκα. Η περιοχή ήταν ανέκαθεν ιερό για ερημίτες, αλλά και δραπέτες σαν τον Παλαιοκώστα και την παρέα του.
Είναι μία μικρή πόλη και η τράπεζα απέχει πολύ μικρή απόσταση από το τοπικό αστυνομικό τμήμα, κάτι που φαίνεται να διασκέδαζε τους ληστές στην ιδέα ότι «οι αστυνομικοί θα κοιτούσαν σαν βλάκες». Καθώς ο Νίκος κοιτούσε με τα κυάλια, ο Καλλιτέχνης σχεδίαζε την πλατεία σε ένα χαρτί. Ο Βασίλης φώναξε «ληστεία» και οι τρεις άνδρες εισέβαλαν στην τράπεζα ντυμένοι με στολές και γυαλιά και κρατώντας αυτόματα όπλα. Μέσα σε λίγα λεπτά άρπαξαν 125 εκατομμύρια δραχμές κάτω από τη μύτη των αστυνομικών.
Παραμένει η μεγαλύτερη ληστεία τράπεζας στην Ελλάδα και μία από τις μοναδικές που τα χρήματα μοιράστηκαν.
Η απαγωγή Χαϊτογλου
Την Παρασκευή 15 Δεκεμβρίου 1995 στις 08.15 το πρωί ο δισεκατομμυριούχος ιδιοκτήτης εργοστασίου χαλβαδοποιίας, Αλέξανδρος Χαΐτογλου έφυγε από τη βίλα του στη Θεσσαλονίκη για το σύντομο δρομολόγιο προς το εργοστάσιό του. Το αυτοκίνητό του εξαναγκάστηκε να βγει εκτός δρόμου και τότε οι αδελφοί Παλαιοκώστα τον έβαλαν με τη βία μέσα σε ένα τζιπ. Ο Βασίλης ζήτησε περισσότερα από 260 εκατομμύρια δραχμές ως λύτρα για την απελευθέρωσή του.
Ο μεγιστάνας αργότερα παραδέχθηκε: «Ήταν μία καλοσχεδιασμένη απαγωγή. Η συμπεριφορά των απαγωγέων μου δεν ήταν κακή (…)». Μετά την ασφαλή επιστροφή του μία εφημερίδα έγραψε τον βαρύγδουπο τίτλο: Εφαγαν χαλβά 260 εκατομμυρίων.
Οπως αναφέρει το βρετανικό δίκτυο, ο Παλαιοκώστας συνέχισε την αλά Ρομπέν των Δασών ρουτίνα του δίνοντας μέρος από τα λύτρα σε άστεγους και αγρότες. «Χάρισε 100.000 δραχμές σε ορφανά κορίτσια που τα χρειάζονταν για το γάμο τους», λέει ο πατέρας του.
Ο Παλαιοκώστας πέρασε περισσότερα από τρία χρόνια διαφεύγοντας της σύλληψης και ζώντας ως φυγάς στα βουνά. Συχνά, μεταμφιεσμένος, πήγαινε βόλτες με αυτοκίνητο. Οπως λέει ο Γραβάνης, τελικά τον συνέλαβαν όταν προκάλεσε ατύχημα με το αυτοκίνητο.
Η ζωή στη φυλακή και οι αποδράσεις
Το BBC περιγράφει το χρόνο που πέρασε ο Παλαιοκώστας στις φυλακές Κέρκυρας. Το 2003 οι φύλακες είχαν βρει ένα λεπτομερές σχέδιο της φυλακής στο κελί του και αμέσως τον μετήγαγαν στις Φυλακές Κορυδαλλού. Εχοντας εκτίσει 6 και κάτι χρόνια από την 25ετή ποινή του, ο Παλαιοκώστας μπήκε στο κελί μαζί με τον Αλβανό Αλκέτ Ριζάι, με τον οποίο έγιναν φίλοι.
«Μού πήρε 20 χρόνια να σχεδιάσω την απόδρασή μας», είπε στον συντάκτη διά τηλεφώνου από τις φυλακές Πάτρας ο Ριζάι.
Μέχρι τον Ιούνιο του 2006 ο Παλαιοκώστας είχε γράψει 2.358 ημέρες στο ημερολόγιό του από τη μέρα που φυλακίστηκε. Στις 18:15, κοντά στην Αθήνα, ένας πιλότος εμπορικού ελικοπτέρου επιβιβάστηκε στο λευκό AS355N Eurocopter. Ο πρώην πιλότος της Π.Α. πραγματοποιούσε πτήσεις πάνω από την Αττική για ψυχαγωγία, αλλά πέντε λεπτά μετά την απογείωσή του ένας από τους δύο επιβάτες του έβαλε το πιστόλι στο λαιμό. Ήταν ο Νίκος Παλαιοκώστας και πήγαινε να σώσει τον αδελφό του.
Μέσα σε δέκα λεπτά το αεροσκάφος έφτασε στις φυλακές Κορυδαλλού μειώνοντας την ταχύτητά του στα 70 mph. Και περιγράφει τη διαδικασία της απόδρασης… Μετά την απόδραση του 2006 οι Αλκέτ Ριζάι και Νίκος Παλαιοκώστας συνελήφθησαν γρήγορα, αλλά ο Βασίλης συνέχισε να διαφεύγει.
Τον Ιούνιο του 2008 απήγαγε τον Γιώργο Μυλωνά, μεγιστάνα του αλουμινίου. Τα λύτρα που πήρε ήταν 12 εκατομμύρια ευρώ. Οι ελληνικές αρχές αναζήτησαν τα ίχνη του Παλαιοκώστα στο σπίτι που κρατούσε όμηρο τον Μυλωνά. Εκεί στις 2 Αυγούστου της ίδιας χρονιάς, καθώς ο φυγόδικος έβαζε ένα ποτήρι τσίπουρο και καθόταν να δει DVD οι αστυνομικοί έσπασαν την πόρτα και έκαναν έφοδο στο σπίτι.
Εκεί βρήκαν ένα αντίγραφο DVD της ταινίας Ransom και του Heat με τον Αλ Πατσίνο. Διέφευγε 791 ημέρες όταν συνελήφθη και η αστυνομία ήταν περιχαρής με την επιτυχία της.
Στις 22 Φεβρουαρίου 2009 ο Βασίλης Παλαιοκώστας θα γινόταν γνωστός σε όλον τον κόσμο. Για τους φρουρούς έμοιαζε ένα πρωινό σαν όλα τα άλλα. Ο Παλαιοκώστας έκανε γυμναστική. Ο Ριζάι θυμάται: «Είμαι το είδος του ανθρώπου που έχει διαίσθηση. Νιώθω πράγματα, όταν είναι κάτι καλό να συμβεί το διαισθάνομαι».
Στις 3 το μεσημέρι η Μητροπία του τηλεφωνεί στο ρολόι – κινητό τηλέφωνο που του είχε βάλει κρυφά στην τσέπη στο δικαστήριο. Είχε έρθει η ώρα.
Οι σειρήνες ήχησαν στον Κορυδαλλό την ώρα που οι φρουροί διέταξαν τους έγκλειστους να απομακρυνθούν από το προαύλιο. Ήταν 15:45 την ημέρα πριν ξεκινήσει η δίκη του Παλαιοκώστα. Από πανω τους, ένας σκοπός αντιλήφθηκε τον ήχο του έλικα. Οταν το ελικόπτερο κατέβηκε πάνω από την τρίτη πτέρυγα άρπαξε το αυτόματο όπλο του και σήμανε συναγερμό.
Το ελικόπτερο είχε «απαχθεί» από την Interjet. Η κυρία Αλεξάνδροβα είχε επιβιβαστεί στο AS355N στο αεροδρόμιο της Αθήνας. Βγάζοντας μία χειροβομβίδα απο την τσάντα της απείλησε τον πιλότο λέγοντάς του: Πάμε να μαζέψουμε τα απιδιά. Φυλακές Κορυδαλλού, αλλιώς θα πεθάνεις» (…)
Πέντε χρόνια μετά από την δραματική αυτή απόδραση ο Παλαιοκώστας παραμένει ασύλληπτος. Ο Τύπος πρόσφατα άρχισε να τον αποκαλεί «Φαντομά», ενώ οι ντόπιοι τον φωνάζουν «Βασιλιά των βουνών».
«Δεν θα σταματήσω ποτέ να ψάχνω για τον Βασίλη. Δεν με νοιάζει αν θα χτυπήσει ξανά, αλλά το πότε», καταλήγει ο Γραβάνης.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
«Ακόμα και αν δεις στον ύπνο σου ότι με χτυπάς, θα πρέπει να ξυπνήσεις και να ζητήσεις συγγνώμη»
Διαβάστε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο
Το σχόλιο σας