Ο Θανάσης Χαλκιάς αποκλειστικά στο www.pagenews.gr
Ο Θανάσης Χαλκιάς μιλά στο www.pagenews.gr και δίνει στους αναγνώστες μας τη δική του ματιά και σκέψη στις σχέσεις γονέων και παιδιών και ξεδιπλώνει όσα θα δούμε στην παράσταση. Η Εταιρεία Θεάτρου «Ναυτίλος» παρουσιάζει το έργο της Μαργαρίτας Φρανέλη «Μαμά, κι εγώ δεν σ’ αγαπώ», στο «Επί Κολωνώ» κάθε Σάββατο στις 21:30 & Κυριακή στις 19:00. Είναι ένα θέατρο κόσμημα τόσο γιατί κτηριακά κι αρχιτεκτονικά είναι υπέροχο αλλά και γιατί φιλοξενεί ποιοτικές παραστάσεις που αφήνουν το στίγμα τους στο θεατή.
Συνέντευξη στην Έπη Τρίμη
Τι πραγματεύεται το έργο που σκηνοθέτησες Θανάση;
Το έργο είναι διασκευή μιας νουβέλας που έχει τον ομώνυμο τίτλο «Μαμά κι εγώ δε σε αγαπώ» από το βιβλίο της Μαργαρίτας Φρανέλη. Το ζήτημα που πραγματεύεται είναι η σχέση μιας γυναίκας με τη μητέρα της η οποία επανεξετάζεται. Προσπαθεί να θυμηθεί αυτή τη σχέση από τότε που ήταν μικρό παιδάκι μέχρι που ενηλικιώθηκε. Εξετάζει διάφορα γεγονότα προσπαθώντας να ανακαλύψει τί δεν πήγε καλά γιατί δεν ήταν μια καλή σχέση αυτή με τη μητέρα της. Δεν ήταν μια σχέση αγάπης ή τουλάχιστον έτσι τη νιώθει η ηρωίδα. Φτάνει λοιπόν σ’ αυτήν την ενήλικη ζωή όπου έχει πια φύγει από το σπίτι της, ζει μόνη της, έχει δική της οικογένεια και ξαναβλέπει πίσω προσπαθώντας να ανακαλύψει τί έφταιξε. Όχι μόνον για να αποδώσει ευθύνες, αλλά για να χρησιμοποιήσει αυτή τη γνώση στη δική της σχέση πια με το δικό της παιδί κι αυτό είναι και το ενδιαφέρον όλης αυτής της ιστορίας.
Τι έκανε εσένα Θανάση να πάρεις την απόφαση να σκηνοθετήσεις την εν λόγω παράσταση;
Ένας άνθρωπος προσπαθεί να ανακαλύψει μέσα από τη δική του ζωή αυτά τα εργαλεία που θα τον βοηθήσουν στο δικό του ρόλο ως γονιός. Η σχέση αυτή ούτως ή άλλως είναι τροφή για τη δραματουργία από τη αρχαία τραγωδία. Η σχέση παιδιού και γονέα απασχόλησε και το θέατρο. Αρκετοί μύθοι πάνω στους οποίους έγραψαν τις αρχαίες τραγωδίες οι ποιητές βλέπουμε πως στηρίζονται στη σχέση αυτή η οποία ανέκαθεν ήταν ακανθώδης. Χαρακτηριστικά παραδείγματα: Αγαμέμνονας – Ιφιγένεια, Ηλέκτρα-Ορέστης- Κλυταιμνήστρα.
Το θέμα γονιού και παιδιού δεν έχει λυθεί κι αποτελεί μια σχέση πολύ ευαίσθητη που καθημερινά απασχολεί τους ανθρώπους τον τελευταίο αιώνα και μετά τον Φρόιντ έχουμε δει ότι επηρεάζει τους ανθρώπους σ’ όλη τους τη ζωή. Άρα μ’ αυτήν την έννοια θα μπορούσα να πω ότι επειδή όλοι εμείς συνθέτουμε τις κοινωνίες το να ασχολείται κάποιος με τη σχέση γονιού –παιδιού είναι κατά μια έννοια είναι ένα πολιτικό θέμα, διότι το αν μεγαλώνουμε με τον έναν ή τον άλλο τρόπο αυτό καθορίζει τις σχέσεις μας ως πολίτες, τις κοινωνίες που δημιουργούμε μετά και είναι όλο μια αλυσίδα. Επομένως, θεωρώ ότι είναι διαχρονικό το θέμα και γι’ αυτό αποφάσισα να ασχοληθώ με το έργο, συν του ότι από τη μεριά της συγγραφέως υπάρχει μια έντονη διάθεση αυτοσαρκασμού. Υπάρχει μια πολύ μεγάλη δόση χιούμορ η οποία ουσιαστικά είναι καταλυτική στο να προσλάβουμε όλες τις διαστάσεις αυτού του θέματος.
Πώς ξέρουμε ότι τα λόγια που βάλαμε στο στόμα ενός χαρακτήρα κρατούν αμείωτο το ενδιαφέρον του κοινού; Και εν κατακλείδι πώς θα καταφέρουμε να «συνεπάρουμε» μαζί μας το θεατή ώστε να μην σηκωθεί να φύγει στη μέση του έργου;
Είναι μεγάλη συζήτηση αυτή. Πολλές φορές και ειδικά στο θέατρο μάς ενδιαφέρει η συναισθηματική φόρτιση, διότι τεχνικά κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον των θεατών.
Δράττομαι της ευκαιρίας να σε ρωτήσω ποια είναι η δική σου σχέση με τη μητέρα σου κι αν μέσα από τα δικά σου βιώματα έχεις βάλει τη δική σου πινελιά σκηνοθετικά.
Προσωπικά στοιχεία σίγουρα θα έχω βάλει κι εγώ και όλοι οι συνεργάτες γιατί αυτές οι σχέσεις είναι εγγεγραμμένες και τόσο δυνατές που είναι διαρκώς μέσα μας. Φαντάζομαι, δε, πως ό,τι εμφανίζεται ως ιδέα σήμερα έχει την πηγή του και τις ρίζες του στην παιδική ηλικία. Τη μητέρα μου την έχω χάσει εδώ και πολλά χρόνια. Ήταν μια medium σχέση που είχε τα καλά και τα κακά της, χωρίς όμως κάποιες ακρότητες.
Πιστεύεις πως όταν ένα παιδί προέρχεται από ένα περιβάλλον υγιές στη μετέπειτα ενήλικη ζωή του θα συμπεριφερθεί υγιώς ή ένα παιδί με συναισθηματική κακοποίηση όπως η ηρωίδα μας ή όπως αισθάνεται η ηρωίδα μας θα κάνει όσες διεργασίες χρειάζονται προκειμένου να μην επαναλάβει τα βιώματά του;
Θεωρώ πως οι άνθρωποι πρέπει να μεγαλώνουν όσο γίνεται με λιγότερα προβλήματα και τα παιδιά ειδικά. Επομένως, όσο πιο εύκολη είναι η παιδική ηλικία και όσο περισσότερη αγάπη έχει πάρει κανείς τόσο λιγότερα προβλήματα θα έχει να επιλύσει στη μετέπειτα πορεία του. Αν δεν έχεις πάρει την αγάπη αυτή μικρός πιστεύω πως είναι λίγο δύσκολο μετά να το λύσεις το θέμα που έχει πάρει διαστάσεις μέσα σου. Τη στιγμή που συνειδητοποιείς το θυμό που θα δημιουργηθεί πρέπει να μάθεις τον τρόπο πώς δίνεται η αγάπη αφού εσύ δεν το έχεις διδαχτεί. Έχεις λοιπόν να ξεπεράσεις διάφορα εμπόδια. Όχι ότι δεν τα ξεπερνούν οι άνθρωποι τα ξεπερνούν, αλλά το ερώτημα είναι γιατί να είμαστε δυστυχισμένοι, αφού υπάρχει τρόπος να μην είμαστε. Βέβαια κανείς δεν είναι τέλειος και ούτε πρέπει να μεγαλώνουμε τα παιδιά μας με μια δαμόκλειο σπάθη συνεχών ενοχών.
Η σχέση γονέων και παιδιών είναι ένας δεσμός διαρκούς αλληλεπίδρασης, που «επεμβαίνει» στον ψυχισμό του παιδιού και διαμορφώνει πρότυπα και συμπεριφορές. Ποια είναι η άποψή σου;
Κατά την ταπεινή μου άποψη διότι εγώ δεν είμαι ειδικός- εγώ θέατρο κάνω-οι απαντήσεις βρίσκονται στον άλλον, στον απέναντι και στην προκειμένη περίπτωση στο ίδιο το παιδί.
Εάν είσαι με ανοιχτές τις «κεραίες» και προσπαθείς να αφουγκραστείς τις ανάγκες του παιδιού, νομίζω πως θα υπάρξει μια υγιής σχέση. Εάν εσύ έχεις προκαθορίσει το πώς πρέπει να μεγαλώσει το παιδί, το πώς πρέπει να γίνει το παιδί όταν μεγαλώσει, το πώς πρέπει να τρώει ή να παίξει και εσύ τα ξέρεις όλα αυτά και το ίδιο το παιδί είναι ένα άψυχο πλάσμα που περιμένει από σένα να το «ποτίσεις» με γνώση τότε είναι φυσικό και επόμενο ότι η σχέση αυτή δε θα είναι υγιής θα είναι τραυματική. Θα «τραυματίσεις» ένα πλάσμα προσπαθώντας να το βάλεις σ΄ ένα καλούπι που εσύ έχεις φτιάξει και που αποκλείεται να είναι σωστό γιατί δεν υπάρχει ένα καλούπι για τον κάθε άνθρωπο.
Στην παράσταση «Μαμά κι εγώ δε σε αγαπώ» πώς αποδίδονται από σένα όσα προείπαμε;
Αυτά ούτως ή άλλως αποδίδονται από το ίδιο το κείμενο. Αυτή είναι η ανάγκη που ωθεί την ηρωίδα να ασχοληθεί με τη ζωή της ξανά κι αυτή είναι και η ανάγκη η δική μου να κάνουμε παράσταση αυτό το κείμενο. Σκηνοθετικά προσπαθήσαμε να δώσουμε την πολυπλοκότητα της ηρωίδας και ουσιαστικά να εντάξουμε σκηνικά την ύπαρξη της τρίτης γενεάς. Δηλαδή, φέραμε στη σκηνή την κόρη της ηρωίδας με έναν τρόπο. Οπότε όλα αυτά που η ηρωίδα αφηγείται στο βιβλίο επί σκηνής έχουν κι έναν τρίτο αποδέκτη, οπότε αποκτούν και μια άλλη διάσταση καθότι αποκτούν μια άλλη οπτική γωνία. Τα ακούει δηλαδή κι ένας τρίτος που είναι η κόρη της και κάπως έτσι από τη ματιά την παιδική βοηθούμε και το θεατή να τα βλέπει από μια πλευρά και από μια δεύτερη ή και μια τρίτη ,ενδεχομένως, κι αυτό μάς οδηγεί και στο τέλος του έργου που δίνει μια ώθηση απαντώντας στο ερώτημα και μετά τι;
Δεν είναι μια απλή εξιστόρηση και τελειώσαμε. Είναι αυτά που βίωσε σε σχέση με το τώρα. Τα ακούει όλα αυτά το παιδί της, οπότε και μέσα από τη δική του ματιά προσπαθούμε να τα ερμηνεύσουμε.
Μίλησέ μας για τα σκηνικά. Βλέπω πολλά παιδικά αντικείμενα στο πάτωμα. Πού εξυπηρετεί η σύνθεση αυτή;
Μέσα από τα σκηνικά οι παιδικές θύμισες ξαναζωντανεύουν στη μνήμη της. Αλλά στην προσπάθειά της να τις επεξεργαστεί εκ νέου έχει ως βοηθό την κόρη της και φυσικά εντός εισαγωγικών συνομιλητή κι αναλυτή.
Γιατί θα πρότεινες στο θεατρόφιλο κοινό και μέσο Έλληνα θεατή να έρθει να δει την παράσταση «Μαμά κι εγώ δε σε αγαπώ»;
Γιατί πιστεύω πως τους γονείς θα τους προχωρήσει. Βεβαίως, πρώτα είναι το κομμάτι της αισθητικής απόλαυσης. Το θέατρο είναι μια τέχνη και περιλαμβάνει ένα σύνολο πραγμάτων. Δεν υπάρχει ηθικό δίδαγμα στην τέχνη. Υπάρχουν κάποια «παράθυρα» που τα ανοίγουμε για να επικοινωνήσουμε καλύτερα με τον εαυτό μας και τον άλλο κόσμο.
Ένα σίγουρο τέτοιο «παράθυρο» είναι η σχέση που θα βρει κανείς με τους γονείς του ή σε σχέση με τα παιδιά του. Δηλαδή κι ένας γονιός θα αναθεωρήσει διάφορα πράγματα σε σχέση με το πώς μεγαλώνει τα παιδιά του κι ένα παιδί θα αναθεωρήσει αρκετά πράγματα σε σχέση με το πώς βλέπει το γεννήτορα του. Από αυτή την άποψή νομίζω ότι είναι ωφέλιμο.
Ποιες είναι οι αντιδράσεις του κοινού μετά το πέρας της παράστασης; Τί σου λένε όταν σε συναντούν;
Έχουμε πολλά περιστατικά που μάς λένε πως έχουν αντίστοιχα βιώματα ή και συναισθήματα. Νομίζω πως τους αγγίζει και δεν είναι υπερβολή αυτό που θα πω όλους τους θεατές. Κι όλοι μας –βάζω και τον εαυτό μου μέσα – βρίσκουμε στοιχεία από τη δική μας ζωή κι από τη δική μας σχέση είτε με τους γονείς μας, είτε με τα παιδιά μας.
Όταν κάνατε τις πρώτες πρόβες υπήρξαν έντονα συναισθήματα τα οποία να αναβλύζουν είτε από σένα, είτε από τις δύο ηθοποιούς (Ηλέκτρα Γεννατά και Μαρία Θρασυβουλίδη) με αποτέλεσμα να αλλάξετε τμήματα της αρχικής δομής που αρχικά είχατε προσχεδιάσει κι επεξεργαστεί;
Ξεπηδούσαν έντονα συναισθήματα τα οποία προσπαθήσαμε σιγά σιγά να τα επεξεργαστούμε και να τα τιθασεύσουμε γιατί η κυρίαρχη δουλειά μας είναι να φτιάχνουμε μια παράσταση για τους θεατές κι όχι για μας και τα δικά μας συναισθήματα. Επομένως, έπρεπε να ξεπεράσουμε τη συγκίνησή μας. Εμείς, συγκινηθήκαμε αρκετά στις πρόβες. Τώρα, επί σκηνής, πρέπει να αποδώσουμε έναν ολόκληρο κόσμο.
Οι ηθοποιοί, όπως κι ένας σκηνοθέτης διέπονται από το συναίσθημα. Πώς μπορείς, λοιπόν, να τιθασεύσεις όσα νιώθεις μέσα σου;
Χαίρομαι πολύ για την ερώτηση που μού κάνεις. Συναισθήματα έχουν όλοι τα οποία βέβαια είναι πηγαία και κανείς δεν μπορεί να τα ελέγξει. Όποιος προσπαθεί να τα τιθασεύσει μάλλον θα έχει κακά ξεμπερδέματα. Όποιος προσπαθεί να ελέγξει την ψυχή του, επειδή δε θα τα καταφέρει στο τέλος, θα αποκτήσει διάφορα προβλήματα και συμπλέγματα. Τα συναισθήματα βέβαια στις πρόβες γεννιούνται γιατί κι εμείς ερχόμαστε σ’ επαφή με το ίδιο το κείμενο, ζούμε δράσεις που επινοούνται εκείνην τη στιγμή και προφανώς μάς δημιουργούν συναισθήματα. Όμως, το κυρίαρχο συναίσθημα που πρέπει να έχει ένας ηθοποιός, ένας καλλιτέχνης και κατ΄ επέκταση όλοι οι άνθρωποι όταν ασχολούνται με τη δουλειά τους είναι να εισπράττουν χαρά. Όταν δε ένας ηθοποιός παίζει το κυρίαρχο συναίσθημα που πρέπει να αισθάνεται μέσα του είναι η χαρά. Ακόμη κι αν εγώ ως Μήδεια πρέπει να σκοτώσω τα παιδιά μου αυτό που πρέπει να μού συμβαίνει εκείνη τη στιγμή είναι να χαίρομαι που είμαι ένας ηθοποιός, είμαι πάνω στη σκηνή και υπάρχουν οι θεατές που με βλέπουν. Διότι εάν αρχίσουμε να προσπαθούμε να επιστρατεύουμε κάθε είδους συναισθήματα θα τρελαθούμε ομαδικώς…
Ως Θανάσης Χαλκιάς εκτιμάς περισσότερο τους συναισθηματικούς, τους λογικούς ανθρώπους ή αυτούς που προσπαθούν να τιθασεύσουν το συναίσθημά τους;
Εκτιμώ (γέλια)… στόχος για μένα είναι ο ολοκληρωμένος άνθρωπος κι ο άνθρωπος είναι μαζί και αδιάσπαστα σώμα, ψυχή και μυαλό. Όλα αυτά είναι δικά μας και πρέπει να τα «ακούμε». Και το σώμα μας κάτι μάς λέει κάθε τόσο, η ψυχή μας και τα συναισθήματά μας καθώς και η λογική μας. Όλα αυτά πρέπει να συνυπάρχουν σε πλήρη αρμονία.
Σε συνέχεια της ως άνω ερώτησής μου γιατί κωφεύουμε και δε μας αφουγκραζόμαστε;
Εδώ θα ξαναγυρίσουμε πάλι στην παράσταση και στο έργο μας γιατί τα πάντα ξεκινούν από την παιδική ηλικία. Με το που γεννιόμαστε αρχίζει ο δρόμος της ανελευθερίας. Δε μεγαλώνουμε ελεύθερα να «ακούσουμε» αυτά που μας απαρτίζουν. Αρχίζουν οι περιορισμοί, τα «πρέπει», οι κανόνες, τα καλούπια και πρέπει μετά να μεγαλώσουμε και αν θα είμαστε τυχεροί για να ανακαλύψουμε όλο αυτό το πράγμα και να σβήνουμε και να πετάμε τα «σκουπίδια» με τα οποία μάς έχουν φορτώσει.
Θανάση είσαι υπέρ της ψυχανάλυσης;
Είμαι υπέρ οποιουδήποτε μέσου βοηθάει τους ανθρώπους. Δεν αισθάνομαι τον εαυτό μου ειδικό να προτείνει σε τόσο σημαντικά ζητήματα τί πρέπει να κάνει ένας άνθρωπος ή τί είναι σωστό. Ο καθένας οφείλει να ψάχνει αυτό που του κάνει καλό.
Αν η παράσταση «Μαμά κι εγώ δε σε αγαπώ» -που είναι τόσο έντονα τα συναισθήματα που απορρέουν επί σκηνής λόγω του πολύ μικρού θεάτρου- μεταφερόταν σε μια μεγάλη αίθουσα θα είχε την ίδια δυναμική στο κοινό;
Πιστεύω πως ναι. Ανάλογα με το χώρο ούτως ή άλλως διαμορφώνεται και το στήσιμο της παράστασης και το παίξιμο των ηθοποιών καθώς και το μέγεθος των σκηνικών.
Είναι διαφορετική η μανιέρα που παίζει ένας ηθοποιός σε μια μικρή ή μεγάλη σκηνή;
Βέβαια! Πάντα κριτήριο είναι η απόσταση που έχεις από το θεατή. Αυτό καθορίζει το παίξιμο. Δεν είναι όλα τα έργα για όλους τους χώρους. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο πως οι τραγωδίες παίζονταν σ’ αυτά τα τεράστια θέατρα. Η θεματολογία τους ήταν επίσης τεραστίου μεγέθους. Και το παίξιμο ήταν διαφορετικό όπως ξέρουμε και οι άνθρωποι αναγκαζόντουσαν να φοράνε κοθόρνους για να είναι πιο επιβλητικοί και να φορούν μάσκες που λειτουργούσαν ως αντηχείο κι αυξάνει την ένταση της φωνής.
Κλείνοντας την πολύ ενδιαφέρουσα συνομιλία μας ποια είναι Θανάση τα επόμενά σου επαγγελματικά σχέδια;
Ετοιμάζω κάτι αλλά ακόμη δεν είναι προς ανακοίνωση.
Διαβάστε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο
Το σχόλιο σας