Ο Μελέτης Γεωργιάδης αποκλειστικά στο www.pagenews.gr
Ο Μελέτης Γεωργιάδης είναι ένας αγαπημένος ηθοποιός κι ένας ευγενής και ενδιαφέρον άνθρωπος. Ο Mελέτης Γεωργιάδης γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Έκανε σπουδές στην Ανωτέρα Δραματική Σχολή του Θεάτρου Τέχνης του Καρόλου Κουν, απ’ όπου αποφοίτησε το 1987.
Στον κινηματογράφο έχει συμμετάσχει σε 15 ταινίες μικρού μήκους και σε 13 μεγάλου μήκους, αρκετές από τις οποίες έχουν βραβευθεί σε διάφορα φεστιβάλ στην Ελλάδα αλλά και στο εξωτερικό. Στη τηλεόραση έχει παίξει σε 35 σειρές. Ενδεικτικά, μερικές απ’ αυτές είναι: «Ανατομία ενός Εγκλήματος», «Παράθυρο στον Ήλιο», «Ποτέ δεν Είναι Αργά», «Περί Ανέμων και Υδάτων», «Για την Άννα», «Είναι Στιγμές» κλπ.
Έχει συμμετάσχει σε πολλές θεατρικές παραστάσεις και για λογαριασμό του www.pagenews.gr τον συναντήσαμε στο Παλλάς όπου είχαμε μια πολύ ενδιαφέρουσα κουβέντα.
Συνέντευξη στην Έπη Τρίμη
Μελέτη θεατρικά από το φθινόπωρο σε βρήκαμε στο Παλλάς. Η δημοφιλής κωμωδία του Δημήτρη Ψαθά, Μαντάμ Σουσού αποτέλεσε το μεγάλο στοίχημα της Δήμητρας Παπαδοπούλου καθώς κι όλων των συντελεστών στο Παλλάς για τη φετινή σεζόν. Μίλησέ μας για το ρόλο σου και τί εισπράττεις από τις κριτικές και το κοινό.
Όντως ήταν ένα μεγάλο στοίχημα όχι μόνο της Δήμητρας αλλά και όλων των συντελεστών της παράστασης και βέβαια των παραγωγών της, του Πάνου Κατσαρίδη και του Γιάννη Κεντ. Το στοίχημα κερδήθηκε τόσο που πήρε παράταση παραστάσεων μέχρι τις 20 Ιανουαρίου. Βέβαια δεν ήταν τόσο εύκολο. Δουλέψαμε όλοι πολύ σκληρά για αρκετό χρόνο. Αρχίσαμε πρόβες απ τον Μάιο, κάναμε ένα διάλειμμα για το καλοκαίρι κι απ τις 17 Αυγούστου μπήκαμε στην τελική ευθεία που μας οδήγησε στην πρεμιέρα στις 10 Οκτωβρίου. Με την ευκαιρία θα ήθελα να ευχαριστήσω τον σκηνοθέτη Γιάννη Κακλέα που με μαεστρία χειρίστηκε όλο αυτό το πλήθος των συντελεστών και οδήγησε την παραγωγή στην επιτυχία. Όσο για το ρόλο μου στο έργο, είμαι ο απατεώνας της υπόθεσης, που μαζί με τον Καντακουζηνό που υποδύεται εξαιρετικά ο Άλκης Κούρκουλος, προσεγγίζουμε την Σουσού για να της φάμε την περιουσία. Είναι το τρίτο έργο που παίζω με τον Άλκη και η επικοινωνία μας πάνω στη σκηνή είναι καταπληκτική.
Έχεις συμμετάσχει σε αναρίθμητες σειρές κυρίως στο Mega και στον Ant1 σε ρόλους χαρακτηριστικούς όπως 7 θανάσιμες πεθερές, Έχω ένα μυστικό, Αν μ’ αγαπάς, Ανατομία ενός εγκλήματος, Η ζωή μας μια βόλτα, Λατρεμένοι μου γείτονες κλπ. Υπάρχει κάποιος λόγος που απέχεις αυτήν την περίοδο από την τηλεόραση;
Ναι φυσικά και υπάρχει. Ο λόγος είναι ότι δεν έχω προτάσεις να παίξω. Η αλήθεια βέβαια είναι ότι κι αν ακόμη είχα, δεν ξέρω αν θα δεχόμουν, μου φαίνεται ότι έχουν ευτελιστεί πολύ οι ελληνικές σειρές. Ίσως να συνέβαλε και η οικονομική κρίση σε αυτό, δεν επενδύονται πια τόσα χρήματα όσα παλιότερα.
Σε συνέχεια της ως άνω ερώτησής μου ποια σειρά ήταν αυτή που σε εκτόξευσε στην καρδιά του γυναικείου κοινού και πώς το διαχειρίστηκες;
Η σειρά που εγώ αγάπησα πολύ αλλά νομίζω και οι τηλεθεατές, αν κρίνω από την τηλεθέαση που είχε, είναι το « Ποτέ δεν είναι αργά» που παίχτηκε στον ΑΝΤ1 το 2001. Δεν ξέρω αν με εκτόξευσε στην καρδιά του γυναικείου κοινού ούτε πως το διαχειρίστηκα, ξέρω όμως πως ακόμη και σήμερα συναντώ κόσμο στο δρόμο που μου μιλάει γι αυτήν.
Πώς νιώθεις που το πάλε ποτέ ισχυρό Mega ακόμη και με επαναλήψεις σαρώνει έναντι άλλων «εύπεπτων» σειρών και εκπομπών;
Την εποχή της ευημερίας της ελληνικής τηλεόρασης, το MEGA ήταν το κανάλι που επένδυσε και πολλά λεφτά αλλά και στην ποιότητα των σειρών του. Είχε πολύ ικανά στελέχη στην καλλιτεχνική του ομάδα. Είναι πολύ φυσικό λοιπόν οι σειρές του να έχουν ακόμη και σήμερα υψηλή τηλεθέαση. Η ποιότητα είναι άφθαρτη, η ποσότητα φθείρεται.
Όλες αυτές οι αλλαγές στο τοπίο των ΜΜΕ και της τηλεόρασης πώς σου φαίνονται;
Τα ιδιωτικά κανάλια είναι επιχειρήσεις που ακολουθούν τους νόμους της αγοράς. Πουλάνε ότι μπορεί να πουληθεί. Είναι θέμα της πολιτείας να θέσει κανόνες στο παιχνίδι. Όμως, από την ΕΡΤ που είναι κρατικό κανάλι απαιτώ να διατηρήσει ποιότητα στο πρόγραμμα του και να ενισχύσει την παραγωγή ελληνικών σειρών. Για την ώρα δεν έχω δει κάτι τέτοιο. Έχει πολύ ωραίες ξένες σειρές αλλά ούτε μια ελληνική.
Έχεις ποτέ τσαλακωθεί γι’ ένα ρόλο; Και ποιο θα ήταν το πιο ακραίο που θα έκανες;
Αυτό που κατά κύριο λόγο με ενδιαφέρει είναι να υποκρίνομαι, να κάνω δηλαδή ότι είμαι ένας άλλος, αυτό κυρίως με ικανοποιεί. Μη με ρωτήσετε γιατί, αυτό είναι θέμα ψυχαναλυτή. Με τη σύμβαση βέβαια ότι και ο θεατής ξέρει ότι υποκρίνομαι. Αυτή λοιπόν τη χαρά μου την προσφέρει και το θέατρο και ο κινηματογράφος. Η αρχή παραμένει ίδια, η υποκριτική, απλά αλλάζουν κάποιοι κανόνες , κάποιοι τρόποι έκφρασης. Είναι σα να μιλάς την ίδια γλώσσα με διαφορετική διάλεκτο. Ειλικρινά δε θα μπορούσα να διαλέξω ανάμεσα στα δύο. Όταν είμαι στη σκηνή νομίζω ότι αυτή μου αρέσει πιο πολύ, όταν είμαι μπροστά στην κάμερα μου αρέσει πιο πολύ η κάμερα. Μάλλον δεν ξέρω τί θέλω ή μάλλον ξέρω ό,τι θέλω να υποκρίνομαι.
Τι δεν ξέρουμε για τον άνθρωπο Μελέτη Γεωργιάδη;
Ε τι να σου πω τώρα, μήπως εγώ τον ξέρω τόσο καλά νομίζεις, τον ανακαλύπτω κάθε μέρα. Ευτυχώς σε αυτό βοηθάει και η υποκριτική. Όταν υποδύομαι κάποιον ρόλο, ουσιαστικά ανακαλύπτω πτυχές του εαυτού μου που μερικές φορές είναι άγνωστες ακόμη και σε μένα.
Είναι μύθος τελικά πως πρέπει να απασχολούμε με την προσωπική μας ζωή και τις επιλογές μας τα ΜΜΕ για να είμαστε στα φώτα της δημοσιότητας και να μεσουρανούμε επαγγελματικά;
Αυτό που θα πετύχεις απασχολώντας τα ΜΜΕ με την προσωπική σου ζωή, είναι να υπάρχεις για κάποιο χρονικό διάστημα στην επικαιρότητα, ως πρόσωπο όμως κι όχι ως καλλιτέχνης. Ο καλλιτέχνης απασχολεί τα ΜΜΕ με την τέχνη του. Και οι δύο στάσεις ζωής έχουν βέβαια το κόστος τους.
Ποια εικόνα των παιδικών σου χρόνων θυμάσαι με νοσταλγία και πιστεύεις πως συνέβαλε στο κτίσιμο της προσωπικότητάς σου;
Δε θα έλεγα ότι είναι ακριβώς εικόνα των παιδικών μου χρόνων, αλλά της προεφηβικής και της εφηβικής μου ηλικίας. Για κάποιο λόγο μου άρεσε το θέατρο, χωρίς να έχω ερεθίσματα από το οικογενειακό μου περιβάλλον. Έτσι λοιπόν πήγαινα κάθε Σάββατο ή Κυριακή στο θέατρο, που τότε στη Θεσσαλονίκη ήταν κυρίως το ΚΘΒΕ. Επίσης έβλεπα πολύ κινηματογράφο, και βέβαια δεν είχα αφήσει ταινία που να μη δω στο φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης.
Το «Μπιγκ Χιτ» είναι ένα φιλμ νουάρ. Πρόκειται για μια ταινία που ενώ ανακαλύφθηκε γρήγορα από την κριτική ως μια εξέχουσα περίπτωση του σύγχρονου ελληνικού σινεμά, δεν απέκτησε ποτέ το κοινό και το θαυμασμό που της αναλογεί. Γιατί συνέβη αυτό;
Γιατί έτσι συμβαίνει συνήθως με τις ελληνικές παραγωγές. Δυστυχώς σπάνια μια ελληνική ταινία βρίσκει διανομή. Υπάρχουν πολύ καλές ελληνικές ταινίες που είτε δεν παίχτηκαν καθόλου στα σινεμά είτε παίχτηκαν για μια δυο βδομάδες χωρίς να κάνουν εισπρακτική επιτυχία. Και μιλάμε για ταινίες που έχουν διακριθεί σε πολλά φεστιβάλ ανά τον κόσμο. Αλλά μη νομίζεις ότι και οι ξένες παραγωγές πηγαίνουν πολύ καλύτερα εισπρακτικά. Πλην κάποιων πολύ λίγων εξαιρέσεων που επιβεβαιώνουν το κανόνα. Το ΜΠΙΚ ΧΙΤ λοιπόν όπως και η ΠΟΛΥΞΕΝΗ παίχτηκαν στο σινεμά και ακολούθησαν το κανόνα. Τώρα αν θέλεις να πούμε γιατί συμβαίνει αυτό, θα μας πάρει χρόνο, οπότε ας το αφήσουμε για την άλλη φορά.
Η τέχνη δεν έχει σύνορα ούτε όρια, είναι ελευθερία. Μπορεί να αλλάξει τον κόσμο και τον τρόπο που σκεπτόμαστε;
Ναι η τέχνη δεν έχει σύνορα, έχει όμως όρια, και τα όρια τα θέτει η φόρμα του καλλιτεχνικού έργου. Όσο για την ελευθερία δε ξέρω, ίσως μερικές φορές να είναι και φυλακή, εγκλωβισμός, ντουλάπι με κρυμμένα μυστικά.
Διαβάστε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο
Το σχόλιο σας