“Ο άνθρωπος που έπεσε στη γη”: Δύο χρόνια χωρίς τον θρυλικό Ντέιβιντ Μπόουι
Ο Ντέιβιντ Μπόουι (Ντέιβιντ Ρόμπερτ Τζόουνς το κανονικό όνομά του) γεννήθηκε στις 8 Ιανουαρίου του 1947 στο Μπρίξτον του νότιου Λονδίνου. Μεγάλωσε σε φτωχή οικογένεια, ωστόσο, έδειξε από νωρίς την κλίση του προς την μουσική, ενώ και οι χορευτικές του ικανότητες ήταν εντυπωσιακές από μικρή ηλικία. Σε ηλικία 16 ετών ένας καβγάς του άφησε ως… παράσημο ένα πρόβλημα στο αριστερό μάτι. Η κόρη του θα παραμείνει διεσταλμένη δίνοντας την εντύπωση πως τα μάτια του είχαν διαφορετικό χρώμα.
Τα πάντα ανατράπηκαν όταν άκουσε για πρώτη φορά τον Έλβις να τραγουδάει το «Tutti Frutti». «Άκουσα τον θεό» είπε ο Ντέιβιντ Μπόουι σε μια συνέντευξή του. Ο νεαρός από το νότιο Λονδίνο παρατάει το σχολείο και αποφασίζει να ασχοληθεί αποκλειστικά με τη μουσική του καριέρα.
Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1960 ο Μπόουι παρέμενε σχετικά στην αφάνεια μέχρι το 1969 όπου έρχεται η απογείωση. Τότε κυκλοφορεί τον δεύτερό του δίσκο, ο οποίος περιλαμβάνει ένα από τα πιο εμβληματικά κομμάτια, το «Space Oddity» και η καριέρα του (όπως ο πρωταγωνιστής του κομματιού, ο Major Tom) εκτοξεύθηκε.
Η δεκαετία του 1970 θα είναι η περίοδος κατά την οποία ο Ντέβιντ Μπόουι θα φθάσει στο απόγειο της δημιουργικότητάς του, αλλά και της εμπορικής του επιτυχίας, ενώ σε επτά μόλις χρόνια θα καταφέρει να επηρεάσει όσο λίγοι την πορεία της μουσικής είτε αυτή είναι ροκ, ποπ, γκλαμ ροκ κλπ κλπ.
Ο Ντέιβιντ Μπόουι μεταμορφώνεται σε Ziggy Stardust, Aladdin Sane, The Thin White Duke και κάθε φορά οι διαφορετικές του περσόνες μαγνητίζουν το κοινό και κατακτούν τα τσαρτς. Οι συναυλίες του μεταμορφώνονται σε ξεχωριστά καλλιτεχνικά γεγονότα, ενώ η φήμη του αρχίζει να εξαπλώνεται και στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού.
Τα μαθήματα μιμητικής που είχε παρακολουθήσει, το ενδιαφέρον του για το καμπαρέ, την μόδα και το θέατρο έδωσαν στον Ντέιβιντ Μπάουι την ικανότητα να γίνει ένας πραγματικός καλλιτέχνης-χαμαιλέων, ένας άνθρωπος με χίλια πρόσωπα. Γίνεται με την ίδια ευκολία ο ερμαφρόδιτος Ζiggy Stardust, o Aladdin Sane,, ο κυνικός ναζί, ο Λευκός Δούκας ο… σούπερ σταρ Ντέιβιντ Μπόουι.
Παράλληλα, πίσω από τις μάσκες, συνεχίζει να ασχολείται με το θέατρο, τη μόδα, μπορεί με την ίδια ευκολία να μελετήσει τον Νίτσε και τον Μπέκετ, αλλά και να «ροκάρει» με τους φίλους του Lou Reed και Iggy Pop.
Ο Ντέιβιντ Μπόουι γίνεται πολίτης του κόσμου ζει στην Αγγλία, στις ΗΠΑ και στο Βερολίνο όπου γράφει μουσική ιστορία (σε συνεργασία με έναν ακόμη σπουδαίο τον Bryan Eno) κυκλοφορώντας την «τριλογία του Βερολίνου», τα «Low», «Heroes» και «Lodger».
Την ίδια περίοδο θα παλέψει να αντιμετωπίσει την εξάρτησή του από τα ναρκωτικά, ενώ δεν θα δώσει μόνος τη «μάχη», καθώς θα έχει για συμπαραστάτη τον φίλο του Iggy Pop. Άλλωστε, ο Μπάουι θεωρείται ως ο κύριος υπεύθυνος για την… ανάσταση του Iggy, αλλά και την αναβίωση της καριέρας του.
Ο Ντέιβιντ Μπόουι, ωστόσο, απασχολεί ασταμάτητα το κοινό και τα ΜΜΕ τόσο με τις δηλώσεις του για τον σεξουαλικό του προσανατολισμό (είχε δηλώσει ότι είναι αμφιφυλόφιλος, κάτι για το οποίο αρκετά χρόνια μετά σημείωσε ότι έχει μετανιώσει), με διάφορα αντιφατικά σχόλια και, κυρίως, με τους άνισους δίσκους που ηχογραφεί. Ακόμη κι έτσι παραμένει αναπόσπαστο κομμάτι της ποπ κουλτούρας, ενώ πετυχαίνει να αναδείξει ζητήματα περί ομοφυλοφιλίας και αμφιφυλοφιλίας σε μια περίεργη χρονικά περίοδο.
Υπήρξε, άλλωστε, ένας καλλιτέχνης που εξόργιζε, αλλά και γοήτευε τους πάντες, αλλά πάντα πρωτοπορούσε.
Η δεκαετία του 1980 βρίσκει τον Ντέιβιντ Μπόουι μακριά από την εμπορική επιτυχία της περασμένης δεκαετίας, ωστόσο, το άλμπουμ «Let’s dance» του 1983 τον βάζει ξανά στον χάρτη και ανοίγει νέους ορίζοντες, καθώς ένα κοινό νεότερης ηλικίας χορεύει στις πίστες με τις επιτυχίες του και έρχεται σε επαφή με τον ανατρεπτικό καλλιτέχνη.
Είναι η περίοδος που ξεκινάει η κυριαρχία του MTV και ένας οραματιστής σαν τον Μπόουι δεν θα μπορούσε παρά να εκμεταλλευτεί τη δύναμη της εικόνας και να κυριαρχήσει με εντυπωσιακές εμφανίσεις και βιντεοκλίπ.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1980 ο Μπόουι κάνει ξανά την έκπληξη και παίζει… χαρντ ροκ με τους Tin Machine κίνηση η οποία έτυχε μια μάλλον επιφυλακτική υποδοχή από κοινό και κριτικούς.
Παράλληλα αρχίζει να ασχολείται ακόμη πιο ενεργά με τον κινηματογράφο (είχε εμφανιστεί σε ορισμένες ταινίες και στη δεκαετία του 1970) και αποσπά θετικά σχόλια για τους ρόλους του σε ταινίες όπως οι «Merry Christmas, Mr. Lawrence», «Absolute Beginners» και «The Last Temptation of Christ».
Την τελευταία δεκαετία του περασμένου αιώνα ο Ντέιβιντ Μπόουι είναι πλέον ένα μουσικό είδωλο έχοντας υπάρξει εξαιρετικά πρωτοπόρος για περίπου είκοσι χρόνια.
Το 1990, όμως, φέρνει στο προσκήνιο ένα διαφορετικό, ηλεκτρονικό είδος μουσικής και ένας… χαμαιλέων σαν τον Μπόουι δε θα μπορούσε να μην πειραματιστεί με αυτό.
Κυκλοφορεί μια σειρά από δίσκους όπου παίζει ένα μείγμα από dance, electronica, jazz, hip hop ακόμη και… jungle, ενώ ο πολυδιαφημισμένος γάμος του με την πανέμορφη Ιμάν (το 1992) του εξασφαλίζει συνεχή προβολή σε πρωτοσέλιδα και τηλεοπτικές εκπομπές.
Ο 21ος αιώνας τον βρίσκει, ως συνήθως, σε δημιουργική έξαρση με κυκλοφορίες δίσκων και περιοδείες, ωστόσο, ένα καρδιακό επεισόδιο τον Ιούνιο του 2003 τον αναγκάζει να τερματίσει άδοξα τη συναυλιακή του ιστορία.
Καθώς του επιβλήθηκε για ιατρικούς λόγους μακρά περίοδος ανάπαυσης, οι εμφανίσεις του στη σκηνή είναι σπάνιες, και αυτές γίνονται δίπλα στο συγκρότημα των Καναδών Arcade Fire και στον πρώην κιθαρίστα των Pink Floyd, Ντέιβιντ Γκίλμουρ.
Η τελευταία του live εμφάνιση είναι το 2006 (μετά σταματάει τις συναυλίες), ενώ την ίδια χρονιά ενσαρκώνει και τον τελευταίο του κινηματογραφικό ρόλο, υποδυόμενος τον Νίκολα Τέσλα στο «The Prestige».
Διαβάστε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο
Το σχόλιο σας