Νίκος Κούρκουλος: Ωραίος, μάγκας και Παναθηναϊκός (pics)
Αρχές της δεκαετίας του 1950, ένα ψιλόλιγνο πιτσιρίκι θα περάσει την πόρτα του γηπέδου της Λεωφόρου Αλεξάνδρας. Εκείνη την εποχή το όνομα του δε λέει σε κανένα τίποτα. Μερικές δεκαετίες αργότερα, όμως, θα τον ξέρουν όλοι. Λεγόταν Νίκος Κούρκουλος.
Γεννήθηκε στην Αθήνα στις 5 Δεκεμβρίου του 1934 και μεγάλωσε στη συνοικία του Ζωγράφου. Αγάπησε πολύ τον αθλητισμό, στο γυμνάσιο έγινε ποδοσφαιριστής του Παναθηναϊκού και, όπως ο ίδιος είχε πει, εντελώς τυχαία, διαβάζοντας βιβλία για το θέατρο, πήρε την απόφαση να γίνει ηθοποιός.
Μέχρι, να γίνει ο μεγάλος αστέρας του θεάτρου και του κινηματογράφου θα ξεκινήσει να αγωνίζεται στο τμήμα μπάσκετ, θα περάσει από την κολύμβηση και θα καταλήξει στην ποδοσφαιρική ομάδα. Υπό τις οδηγίες του Άγγλου Χάρι Γκέιμ θα φθάσει στην πρώτη ομάδα του Τριφυλλιού παίζοντας κεντρικός αμυντικός. Μέχρι εκεί όμως.
Ο ίδιος έλεγε ότι κατέληξε στην απόφασή να σταματήσει το ποδόσφαιρο και να ασχοληθεί με την ηθοπιοία από σύμπτωση. Πάντως, σε μία από τις ελάχιστες συνεντεύξεις θα παραδεχθεί: “Σε μία προπόνηση πήγα να κόψω τον Λουκανίδη, αλλά με έκανε κουτό. Εκεί κατάλαβα ότι δεν ήταν για εμένα το ποδόσφαιρο”.
Καθιστός στη μέση με το μουστάκι ο Νίκος Κούρκουλος
Ο Λουκανίδης ήταν η… αιτία που ο Κούρκουλος σταμάτησε το ποδόσφαιρο, όμως κανείς δεν θα του στερούσε την αγάπη του για τον Παναθηναϊκό. Το τριφύλλι ήταν μέσα στην καρδιά του και το δήλωνε σε κάθε ευκαιρία. Ήταν μόνιμος θαμώνας των επισήμων του γηπέδου της Λεωφόρου Αλεξάνδρας και αργότερα του ΟΑΚΑ, παρακολουθώντας την ομάδα που λάτρεψε.
“Όταν σταμάτησα το ποδόσφαιρο μου έλειπε κι αυτό και τα άλλα αθλήματα και γι’ αυτό φρόντισαν να παρακολουθώ τον Παναθηναϊκό από κοντά όλα αυτά τα χρόνια και να τον αγαπώ. Τις πρόσφατες εποχές που δεν πάει καλά στεναχωριέμα” θα πει τον Οκτώβριο του 1999 στην “Αθλητική Ηχώ”.
Το 2001 διαγνώστηκε ότι έπασχε από καρκίνο στο ρινοφάρυγγα. Θα παλέψει με την αρρώστια του για έξι χρόνια, αλλά στις 30 Ιανουαρίου 2007 ο Νίκος Κούρκουλος θα κλείσει για τελευταία φορά τα μάτια του. Λίγες μέρες αργότερα, στο παιχνίδι του Παναθηναϊκού με τον ΠΑΟΚ για το Κύπελλο στο Ολυμπιακό Στάδιο, οι οργανωμένοι οπαδοί του τριφυλλιού θα τον αποχαιρετήσουν με ξεχωριστό τρόπο. Με ένα πανό που θα γράφει: “Ωραίος, μάγκας και Παναθηναϊκός. Καλό ταξίδι Νίκο Κούρκουλε”.
Ένας από τους σπουδαιότερους Έλληνες ηθοποιούς
Ο Νίκος Κούρκουλος υπήρξε ηθοποιός και διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου επί μια δεκαετία. Στην απόφασή του να ακολουθήσει την υποκριτική έπαιξε σημαντικό ρόλο ο Μάνος Κατράκης, τον οποίο ο Κούρκουλος εκτιμούσε απεριόριστα και τον καθοδήγησε να δώσει εξετάσεις στην Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου, απ’ όπου αποφοίτησε το 1958. Την επόμενη χρονιά έκανε την πρώτη εμφάνισή του στο θεατρικό σανίδι το 1959, στο πλευρό της Έλλης Λαμπέτη και του Δημήτρη Χορν, στην «Κυρία με τις Καμέλιες» του Αλέξανδρου Δουμά.
Γρήγορα αναδείχθηκε σ’ έναν από τους σημαντικότερους πρωταγωνιστές του ελληνικού θεάτρου και κινηματογράφου. Ερμήνευσε πρωταγωνιστικούς ρόλους στο αρχαίο ελληνικό δράμα και σε μεγάλα κλασικά, αλλά και σύγχρονα έργα του αμερικάνικου και του ευρωπαϊκού θεάτρου. Πρωταγωνίστησε, ανάμεσα σε άλλα, στη Μήδεια (1959) και τον Ορέστη (1971) του Ευριπίδη, στον Οιδίποδα Τύραννο (1982) και στον Φιλοκτήτη (1991) του Σοφοκλή, στο αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου, που ήταν και η τελευταία του θεατρική εμφάνιση.
Ως επικεφαλής θιάσων, αλλά και δικού του θεάτρου στην Αθήνα, πρωταγωνίστησε στα έργα: Η μικρή μας πόλη (1960), Οντίν (1962), Η κληρονόμος (1962), Σαμπρίνα (1963), Ιούλιος Καίσαρ (1964), Να ντύσουμε τους γυμνούς (1964), Λούλου (1965), Ίλια Ντάρλιγκ (ΗΠΑ-1967 σε σκηνοθεσία Ζιλ Ντασέν με τη Μελίνα Μερκούρη, παράσταση για την οποία κέρδισε την υποψηφιότητα για το βραβείο TONY, Πύργος (1964), Δίκη (1971), Τάγκο (1972), Όπερα της Πεντάρας (1975), Ο Γλάρος (1976), Επιστροφή (1977), Πρόσκληση στον Πύργο (1978), Μονό Ζευγάρι (1980), Ανταπόκριση (1983), Ψηλά από τη Γέφυρα (1986) και Στην Φωλιά του Κούκου (1987).
Όμως, εκτός από σπουδαίους πρωταγωνιστής του θεάτρου, ο Νίκος Κούρκουλος υπήρξε κι ένας από τους μεγαλύτερους ζεν πρεμιέ του ελληνικού κινηματογράφου. Πρωταγωνίστησε σε περισσότερες από 30 ταινίες, μεταξύ των οποίων «Ο κατήφορος», «Κοινωνία ώρα μηδέν», «Η κυρία δήμαρχος», «Το χώμα βάφτηκε κόκκινο», «Αδίστακτοι», «Ορατότης μηδέν», «Ο Αστραπόγιαννος» κ.ά. Τιμήθηκε δύο φορές με το Α’ Βραβείο Ερμηνείας στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης: το 1965 για τους «Αδίστακτους» και το 1970 για τον «Αστραπόγιαννο».
Για πολλά χρόνια υπήρξε πρόεδρος της Ένωσης των θιασαρχών του Ελληνικού Θεάτρου, (ΠΕΕΘ), ενώ από το 1994 μέχρι το θάνατό του διετέλεσε καλλιτεχνικός διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου. Από τη θέση αυτή οραματίστηκε και δημιούργησε το Παιδικό Στέκι, την Πειραματική Σκηνή, τον Άδειο Χώρο, το Εργαστήρι Υποκριτικής και Σκηνοθεσίας, τη Διεθνή Σκηνή και τη Θερινή Ακαδημία Θεάτρου, ενώ αναβάθμισε δραστικά τη Δραματική Σχολή του Εθνικού. Παράλληλα, άνοιξε τις, για χρόνια κλειστές, πόρτες του Εθνικού Θεάτρου σε όλους τους ηθοποιούς, έκανε τον θίασο περιοδεύοντα στην Ελλάδα και το εξωτερικό και προχώρησε σε μετακλήσεις ξένων σκηνοθετών.
Κατά τη διάρκεια της θητείας του παρουσιάστηκαν πολλά και σημαντικά έργα του παγκόσμιου δραματολογίου, καθώς και έργα πολλών ελλήνων συγγραφέων, σε όλες τις σκηνές του Εθνικού Θεάτρου. Στις καινοτομίες του καταγράφηκε και η τεράστια επιτυχία του μιούζικαλ «Βίρα της Άγκυρες» των Β. Παπαθανασίου – Μ. Ρέππα, σε σκηνοθεσία Σταμάτη Φασουλή, που ήταν το πρώτο μουσικό έργο στην ιστορία του Εθνικού Θεάτρου, αφιερωμένο στην ελληνική επιθεώρηση.
Τον Μάρτιο του 2006 υπέγραψε εκ μέρους της πολιτείας την οριστική σύμβαση για την ανάθεση του έργου «Αποκατάσταση και εξοπλισμός του κτιριακού συγκροτήματος του Εθνικού Θεάτρου», που αποτέλεσε ένα από τα κυριότερα οράματα της καλλιτεχνικής του θητείας. Κατά κοινή ομολογία, ήταν ένας άνθρωπος με πάθος και ειλικρίνεια που δεν δίσταζε να ομολογήσει πως όταν ανέλαβε την καλλιτεχνική διεύθυνση, το Εθνικό Θέατρο «ήταν ένας σάπιος οργανισμός που είχαν μείνει μόνο τα κόκαλα».
Διαβάστε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο
Το σχόλιο σας