Επενδύσεις περιβαλλοντικής προστασίας: 9 στις 10 προέρχονται από την κυβέρνηση
Πηγή: Delta Insurance Consultants- eef.gr
Από τη γενική κυβέρνηση προέρχεται περίπου το 87,8 % των επενδύσεων για την προστασία του περιβάλλοντος στην Ελλάδα (κεφαλαιουχικές δαπάνες), από εξειδικευμένους παραγωγούς και υπηρεσίες (π.χ. εταιρείες αποβλήτων και ύδρευσης) το 8,5 %, ενώ μόλις το 3,7 % από τις βιομηχανίες – επιχειρήσεις, των οποίων οι περιβαλλοντικές δραστηριότητες είναι συνήθως συμπληρωματικές των βασικών δραστηριοτήτων τους.
Σε επίπεδο ΕΕ, το 37,2 % των αντίστοιχων επενδύσεων προερχόταν από τις κυβερνήσεις, το 32,5 % από εξειδικευμένους παραγωγούς και το 30,3 % από τη βιομηχανία. Αυτό προκύπτει από την τελευταία έκθεση της Κομισιόν για την εφαρμογή της περιβαλλοντικής πολιτικής της ΕΕ, η οποία δημοσιεύθηκε στις 8 Σεπτεμβρίου 2022.
Η ανάλυση, η οποία συντάχθηκε από τη Γενική Διεύθυνση Περιβάλλοντος, βασίζεται σε στοιχεία έως και το 2020, και προσδιορίζει πλήρως τις προκλήσεις όσον αφορά στην εφαρμογή της περιβαλλοντικής πολιτικής και νομοθεσίας της ΕΕ.
Ειδικά για την Ελλάδα, σε επίπεδο γενικής κυβέρνησης, το 71 % των επενδύσεων για την προστασία του περιβάλλοντος διατέθηκε στη διαχείριση των αποβλήτων και το 29 % στη διαχείριση των λυμάτων. Οι εξειδικευμένοι παραγωγοί της χώρας επικεντρώθηκαν κυρίως στη διαχείριση των αποβλήτων (84%), ενώ ένα επιπλέον 8% δαπανήθηκε στη διαχείριση των λυμάτων και 8% στην προστασία των υδάτων και του εδάφους. Οι περιβαλλοντικές επενδύσεις του επιχειρηματικού τομέα αφορούσαν τη διαχείριση των λυμάτων (35 %) και των αποβλήτων (20 %), την προστασία του αέρα (10 %), ενώ ένα σημαντικό ποσοστό (35%) δεν ταξινομήθηκε για συγκεκριμένο σκοπό.
Υψηλότερη η φορολογία στην ενέργεια
Τα έσοδα της Ελλάδας από περιβαλλοντικούς φόρους ανήλθαν σε 6,226 δισ. ευρώ το 2020, ποσό που αντιστοιχεί στο 3,77 % του ΑΕΠ (άνω του 2,24 % κατά μέσο όρο στην ΕΕ). Από αυτό το ποσό, η φορολόγηση της ενέργειας αντιστοιχούσε στο υψηλότερο ποσοστό (77,5 %), σε σύγκριση με το 22,4 % για τις μεταφορές ενώ λιγότερο από 0,1 % προερχόταν από φόρους ρύπανσης και χρήσης πόρων.
Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία (Green Deal) οι καλά σχεδιασμένες φορολογικές μεταρρυθμίσεις μπορούν να τονώσουν την οικονομική ανάπτυξη και την ανθεκτικότητα, και να προωθήσουν μια δικαιότερη κοινωνία και μια δίκαιη μετάβαση σε μια κλιματικά ουδέτερη οικονομία. Το Green Deal δημιουργεί παράλληλα το πλαίσιο για ευρείες φορολογικές μεταρρυθμίσεις, την κατάργηση των επιδοτήσεων ορυκτών καυσίμων και τη μετάθεση του φορολογικού βάρους από την εργασία στη ρύπανση, λαμβάνοντας ταυτόχρονα υπόψη κοινωνικές παραμέτρους. Με άλλα λόγια, προωθεί την αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει», ορίζοντας ότι οι ρυπαίνοντες θα πρέπει να επιβαρύνονται με το κόστος των μέτρων πρόληψης, ελέγχου και αποκατάστασης της ρύπανσης.
Σύμφωνα με μελέτη της Επιτροπής σχετικά με την πράσινη φορολογία και άλλα οικονομικά μέσα (2021), η Ελλάδα θα μπορούσε να θεσπίσει έναν φόρο υγειονομικής ταφής, ένα σύστημα πληρωμής κατά την απόρριψη και ένα τέλος κατανάλωσης νερού για να αντιμετωπίσει περαιτέρω ζητήματα σε συγκεκριμένους τομείς ιδιαίτερης ανησυχίας για το περιβάλλον. Όπως επισημαίνεται, μετά από αρκετές καθυστερήσεις, η Ελλάδα επανέφερε έναν φόρο υγειονομικής ταφής, ο οποίος όμως δεν έχει ακόμη εφαρμοστεί. Η χώρα μας θέσπισε επίσης πρόσφατα ένα «κόστος πόρου» για το νερό, όπου καθορίζονται διαφορετικές τιμές για τους διάφορους τύπους χρήσης νερού και τις πηγές νερού.
Επιδοτήσεις που βλάπτουν το περιβάλλον
Οι περιβαλλοντικά επιβλαβείς επιδοτήσεις, όπως των ορυκτών καυσίμων, είναι δαπανηρές για τους δημόσιους προϋπολογισμούς και υπονομεύουν τους στόχους της Πράσινης Συμφωνίας (σχετικά με την κλιματική ουδετερότητα, την ποιότητα του αέρα, τη μηδενική ρύπανση και τις επιπτώσεις στην υγεία κ.λπ.). Επίσης, όπως υπογραμμίζουν οι ειδικοί της Γενικής Διεύθυνσης Περιβάλλοντος στην έκθεσή τους, οι επιβλεβείς επιδοτήσεις συχνά αποτελούν αντικίνητρα για επενδύσεις σε πράσινες τεχνολογίες και δεν συμβάλλουν στην εξασφάλιση ισότιμων όρων ανταγωνισμού.
Οι επιδοτήσεις των ορυκτών καυσίμων έχουν διακυμάνσεις μεταξύ των κρατών μελών. Αυξήθηκαν κατά 4 % την περίοδο 2015-2019 στην ΕΕ, ωστόσο, ορισμένες χώρες, (π.χ. η Ελλάδα, η Λετονία, η Λιθουανία, η Σουηδία και η Ιρλανδία) κατάφεραν να τις μειώσουν.
Σε επίπεδο ΕΕ, οι επιδοτήσεις των πετρελαϊκών προϊόντων, σε τομείς όπως οι μεταφορές και η γεωργία, συνέχισαν να αυξάνονται την περίοδο 2015-2019, ενώ οι επιδοτήσεις του άνθρακα και του λιγνίτη μειώθηκαν, κυρίως λόγω του μειούμενου ρόλου των στερεών καυσίμων στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. Ως ποσοστό του ΑΕΠ, οι επιδοτήσεις για τα ορυκτά καύσιμα κυμαίνονταν από 1,2 % στην Ουγγαρία έως λιγότερο από 0,1 % στη Μάλτα το 2019 (μέσος όρος στην ΕΕ: 0,4 %). Στην Ελλάδα, οι συνολικές επιδοτήσεις για τα ορυκτά καύσιμα ανήλθαν σε 1,6 δισ. ευρώ το 2019, ποσό που αντιστοιχεί στο 0,85 % του ΑΕΠ.
Το 2020, οι συνολικές επιδοτήσεις ορυκτών καυσίμων στην ΕΕ των 27 μειώθηκαν σε 52 δισ. ευρώ, από 55 δισ. ευρώ (λόγω της καθοδικής καταναλωτικής τάσης εν μέσω των περιορισμών που σχετίζονται με τη νόσο COVID-19). Ωστόσο, οι συντάκτες της ευρωπαϊκής έκθεσης προειδοποιούν ότι δίχως τη δράση των κρατών μελών, οι επιδοτήσεις των ορυκτών καυσίμων είναι πιθανό να ανακάμψουν καθώς η οικονομική δραστηριότητα από το 2020 κι έπειτα αυξάνεται. Η Ελλάδα διαθέτει περισσότερα από τον μέσο όρο της ΕΕ σε επιδοτήσεις ορυκτών καυσίμων, οι οποίες είναι υψηλότερες από τις επιδοτήσεις ανανεώσιμων πηγών ενέργειας.
Διαβάστε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο
Το σχόλιο σας