Με αφορμή το διαχωρισμό μας σε φιλο-ρώσους και φιλο-ουκρανούς
Με έκπληξη παρακολουθώ τα λόγια και τις δια-δηλώσεις μιας μερίδας συμπολιτών μας, που τάσσονται ξεκάθαρα στο πλευρό του Πούτιν, και όχι μόνον υποτιμούν την αποτρόπαιη φρικαλεότητα του πολέμου στην Ουκρανία, αλλά και παραβλέπουν τις καταστροφικές προεκτάσεις που θα είχε για το μέλλον της ανθρωπότητας (και κυρίως για την απειλούμενη από τους γείτονες πατρίδα μας) το κακό προηγούμενο μιας δικαίωσης της δυνατότητας του οποιουδήποτε αρχηγού μιας πρώην αυτοκρατορίας, που έχει από μόνη της καταρρεύσει, να αποφασίζει με το έτσι θέλω να αλλάζει τα σύνορα γειτονικής και συγγενικής χώρας με εισβολή, προβαίνοντας σε μίαν άνευ προηγουμένου ολοκληρωτική και αχρείαστη ανθρώπινη και οικολογική καταστροφή.
Όταν τα άκρα συναντώνται
Το φαινόμενο της σύμπλευσης ανάμεσα στους κομματικούς οπαδούς της παραδοσιακής αριστεράς και της ακροδεξιάς δεν προκαλεί έκπληξη, στην προκειμένη περίπτωση, όμως δεν είναι και το μόνο σημείο για το οποίο ισχύει το κοινώς λεγόμενο ότι «τα άκρα συναντώνται». Η συμφωνία τους αυτή βέβαια δεν σημαίνει ταύτιση ιδεολογικών προθέσεων, αλλά εκδήλωση ενός ακραίου τρόπου του σκέπτεσθαι, που παραμένει πεισματικά στο παρελθόν και αρνείται την οποιαδήποτε αναθεώρηση και αυτοκριτική υπό το φως των εξελίξεων, της ιστορικής εμπειρίας και των νέων δεδομένων: παρά τις διαφορές τους σε ζητήματα πατριωτισμού και πολιτικού προσανατολισμού, και τα δύο άκρα έχουν λόγους να είναι φανατικοί αντιαμερικανοί και αντιευρωπαϊστές, σε τέτοιο βαθμό, που να μην βλέπουν τίποτε άλλο πέρα από τη μύτη τους, να γίνονται υπέρμαχοι αυταρχικών και βίαιων στρατηγικών «για το καλό» του λαού ή του έθνους και να μη συνεκτιμούν τα αποτελέσματα πολιτικών εμπειριών, τις αλλαγές και ανακατατάξεις, που έχουν προκύψει εδώ και ένα σχεδόν αιώνα στο διεθνή χώρο.
Έτσι γνωρίζουμε ότι, από την μια πλευρά, οι ορθόδοξοι κομμουνιστές και κάποιοι «αντι-συστημικοί» βγάζουν σπυράκια και μόνο με το άκουσμα του ονόματος των δυτικών ηγεμονικών χωρών, παραμένοντας πιστοί στην δύναμη εκείνη που εκπροσώπησε στο παρελθόν την πραγμάτωση του μαρξιστικού σοσιαλιστικού ιδεώδους, για το οποίο χύθηκε πολύ αίμα στους χρόνους του εμφυλίου στη χώρα μας. Μεγάλη όμως υπήρξε και η καταπίεσή τους μέχρι τα χρόνια της λεγόμενης μεταπολίτευσης. Γι’ αυτό και μέσα από τη συμπεριφορά του οπαδού παρακάμπτουν τις τεράστιες αντιφάσεις με τις οποίες έρχονται αντιμέτωποι όσον αφορά τα ιδανικά της εθνικής κυριαρχίας και της ειρηνικής αυτοδιάθεσης των ανεξάρτητων χωρών, αλλά και τα όρια που θέτουν οι διεθνείς συνθήκες στις εμπόλεμες πλευρές, τα οποία βλέπουμε αυτή τη στιγμή να καταπατώνται βάναυσα.
Αλλά και οι ακροδεξιοί, από την άλλη πλευρά, μισούν τους Αμερικανούς γιατί, μεταξύ άλλων, είναι υπαίτιοι για την ήττα του ναζισμού. Εναντιώνονται επίσης και στην Ευρωπαϊκή Ένωση γιατί, εμμένοντας στη νοοτροπία των κλειστών κοινωνικών συστημάτων, πάσχουν από μία εξωπραγματική εσωστρέφεια και διατηρούν αντιεπιστημονικές δοξασίες περί εθνικής περιχαράκωσης, καθαρότητας και αυτοδυναμίας. Τα τελευταία χρόνια όμως, μετά και από την καταδίκη της Χρυσής Αυγής, οι λαλίστατοι μέσω των τηλεοπτικών καναλιών εκπρόσωποί τους κρύβουν τις πραγματικές τους προθέσεις εκπέμποντας και εκείνοι έναν εξαιρετικά επαναστατικό λόγο για ορισμένα πολιτικά και εθνικά ζητήματα έτσι που, αν δεν έβλεπε κανείς ποιος μιλάει, θα μπορούσε να τους χαρακτηρίσει και ως κομμουνιστές ή άλλους «προοδευτικούς». Και ενώ τόσο οι πολιτικοί και όσο και οι οπαδοί του κομμουνιστικού κόμματος εκφέρουν έναν στερεότυπο λόγο με χαρακτηριστικές ατάκες (που περιλαμβάνουν τις φράσεις κεφάλαιο, κερδοφορία, όμιλοι, το δίκιο του εργαζόμενου κτλ), οι ακροδεξιοί πολιτικοί, αντίθετα, από την προπολεμική ακόμα εποχή, αναπτύσσουν μία ψευδο-σοσιαλιστική ρητορική, που φαίνεται πολύ ανθρώπινη, ενώ συγχρόνως ασκούν έντονη κριτική που ακούγεται πολύ λογική και η οποία, καθώς αναμειγνύεται με συνομωσιολογικού τύπου ευφάνταστες «πληροφορίες», καταφέρνει να τραβάει την προσοχή, ενίοτε και τη συγκατάβαση του ανυποψίαστου και ιστορικά επιλήσμονος κοινού. Έτσι, δεν είναι αξιοπερίεργο να γινόμαστε μάρτυρες του φαινομένου της «επαναστατικής» συμπεριφοράς από κάθε λογής δεξιο-αντιεξουσιαστές, οι οποίοι, χωρίς να εκκινούν συνειδητά από μία βάση καθαρά φασιστική ή αναρχική, καταλήγουν να συμπεριφέρονται ως τέτοιοι με το πάθος που τους χαρίζει η αίσθηση της αντίστασης και της μαχητικότητας ενάντια στους κρατικούς θεσμούς και της ακαθόριστης – γι’ αυτό και δαιμονοποιημένης – «νέας τάξης πραγμάτων».
Ψήγματα αλήθειας στο λόγο του αντιπάλου
Κανείς δεν μπορεί εύκολα να ισχυριστεί ότι σε πολλά σημεία της δεν ισχύει η κριτική που οι οπαδοί των πιο πάνω πολιτικών παρατάξεων εκφράζουν απέναντι στα κακώς κείμενα στην κοινωνία και στην επικρατούσα πολιτική κατάσταση. Το πρόβλημα προκύπτει κυρίως από το μοντέλο εξαγωγής από την κρίση και διαχείρισης της εξουσίας, που προτείνουν, αλλά και από τα μέσα που εφαρμόζονται για την υλοποίησή του.
Επειδή όμως η εμπειρία από το μοντέλο του φασισμού στην ιστορία μας καθίσταται φανερά καταδικαστέο και το παράδειγμά του απευκταίο, δεν θα ήταν θεμιτό να προβεί κανείς σε παραλληλισμούς και συγκρίσεις με όλα τα κομμουνιστικά ή σοσιαλιστικά συστήματα που έχουν επικρατήσει ανά τον κόσμο. Η συζήτηση γύρω από τα θέματα αυτά είναι ατελείωτη και με πολλές σύνθετες προεκτάσεις, που οδηγούν σε άλλου είδους αδιέξοδες συζητήσεις, γι’ αυτό και η αναφορά σε αυτά δεν είναι της παρούσης. Έτσι, θα περιοριστώ μόνον στο συγκεκριμένο γεγονός της επικαιρότητας, επιχειρώντας να εκφράσω μερικά προσωπικά ερωτήματα και απόψεις σχετικά με την απορία που εξέφρασα στην αρχή, όσον αφορά, δηλαδή, το σκεπτικό ορισμένων αριστερών που δεν επιλέγουν καν κάποια ουδετερότητα, αλλά τάσσονται ξεκάθαρα στο πλευρό της Ρωσίας και μάλιστα διαδηλώνουν ταυτιζόμενοι με το αναγραφόμενο σε τανκς πολεμικό σύμβολο Ζ, που αυτή την ώρα σκορπάει τόση φρίκη και μαυρίλα, που δεν έχουμε δει, ούτε σε ταινία επιστημονικής φαντασίας, ούτε επί Γερμανικής κατοχής!
Έχουν λεχθεί πολλά για το δίκιο που είχε η Ρωσία, όταν κανείς δεν είχε πάρει στα σοβαρά τις διαμαρτυρίες και τις προειδοποιήσεις της, ότι δηλαδή δεν θα ανεχόταν κάτω από τα ρουθούνια της μία χώρα της πρώην Σοβιετικής Ένωσης να εντάσσεται τώρα στο ΝΑΤΟ και συγχρόνως χτύπαγε καμπανάκι για πιθανές ενέργειες προστασίας των ρωσόφωνων περιοχών ανατολικά της Ουκρανίας έχοντας ως προηγούμενο τη ντε φάκτο επαναπροσάρτηση της Κριμαίας.
Δεν υπάρχουν αυτονόητες φιλίες μεταξύ κρατών, μόνο συμφέροντα
Όλοι ακόμη στην Ελλάδα θυμόμαστε με αγανάκτηση τον καταστροφικό πόλεμο που η Δύση εξαπόλυσε στη Γιουγκοσλαβία (με πρόσχημα ότι προέβαινε σε εθνικές καθάρσεις), ενδεχομένως, γιατί και εκείνη ένιωθε τότε δυνατή και ήθελε να προλάβει πιθανό ρωσικό «θύλακα» στην καρδιά της Ευρώπης, με αποτέλεσμα να δούμε στη συνέχεια ανακατατάξεις και αλλαγές συνόρων, αλλά και παρενέργειες, με την ενδεχόμενη ενδυνάμωση του λεγόμενου μουσουλμανικού τόξου. Εμείς σταθήκαμε βέβαια στο πλευρό των «αδελφών μας» Γιουγκοσλάβων, εκ των υστέρων όμως είδαμε ότι εκείνοι μάς «έριξαν» δηλώνοντας την υποστήριξή τους στον Τούρκο πρόεδρο αναφορικά με τα εθνικά μας θέματα και υποστηρίζοντας τα δικά τους συμφέροντα με τις ανιστόρητες απαιτήσεις των Σκοπίων. Έτσι έβλεπαν το συμφέρον τους, έτσι έπραξαν. Ούτε άλλωστε είδαμε καμία ένδειξη αλληλεγγύης από τις νέο-εισαχθείσες στην ΕΕ χώρες που ανήκαν στην πρώην Σ.Ε όταν η χώρα μας βρέθηκε στον κίνδυνο της χρεωκοπίας και σφυροκοπιόταν ανελέητα από τους μηχανισμούς διευθέτησης του δημοσίου χρέους της. Αλλά και τώρα, από τη μια πλευρά ο πρόεδρος της Ουκρανίας, στη χώρα του οποίου συμπαραστεκόμαστε μαζί με τους συμμάχους μας, στην ομιλία του στο κοινοβούλιο της Κύπρου, ουδεμία ιστορική αναφορά έκανε στην τουρκική εισβολή, στον εποικισμό και στη μακροχρόνια κατοχή του νησιού ενώ, από την άλλη, η ρωσική κυβέρνηση αναγνώρισε έμμεσα το τουρκικό ψευδοκράτος και παράλληλα εκτοξεύει δια των πρέσβεών της στην Ελλάδα έμμεσες απειλές για την αντιπολεμική στάση μας. Εμείς όμως δεν πρέπει να είμαστε αφελείς με το να θεωρούμε αυτονόητο ότι κάποια κράτη είναι εξ ορισμού φίλοι μας ή εχθροί. Χρειάζεται να βλέπουμε τη μεγάλη εικόνα και να σταθμίζουμε το δικό μας συμφέρον, όσο τουλάχιστον η Ευρώπη παραμένει μία ασυγκρότητη συλλογή ξεχωριστών κρατών, με ψυχραιμία και ρεαλισμό και όχι με το σύνδρομο του μικρομέγαλου. Αυτό εξ άλλου το δοκίμασε και η προηγούμενη μνημονιακή κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ με την πολιτική των ύβρεων, των εκβιαστικών παιχνιδιών και της επίδειξης γροθιάς απέναντι στους ισχυρούς μας εταίρους με την προσδοκία ότι έτσι θα ανάγκαζε τις ξένες δυνάμεις να αναγνωρίσουν ότι οι άλλοι φταίνε αποκλειστικά για τα δημοσιονομικά μας κενά και ότι όλοι οι άλλοι μας χρωστάνε. Όμως κάτι τέτοιο είναι δύσκολο να συμβεί και είδαμε τα αποτελέσματα και αυτής της πολιτικής!
Σήμερα μαθαίνουμε ότι ο Γερμανός καγκελάριος είχε προτείνει στον πρόεδρο της Ουκρανίας να εγκαταλείψει την επιδίωξη της ένταξης της χώρας του στο ΝΑΤΟ, αλλά εκείνος το αρνήθηκε, προφανώς διότι η πατρίδα του χρειαζόταν την απαραίτητη προστασία. Λάθος ή τολμηρή πατριωτική απόφαση που αποδείχθηκε μοιραία; Κανείς δεν μπορεί εκ των υστέρων να κάνει το σοφό αναλυτή. Σίγουρα όμως, ο Ουκρανός ηγέτης δεν φάνηκε να διαθέτει την απαραίτητη διορατικότητα, ευελιξία και προνοητικότητα, ώστε να μη φθάσει σε σημείο να χρειαστεί να πληρώσει ο λαός του αυτό το τεράστιο τίμημα. Από τη στιγμή όμως που έγινε η εισβολή, δεν μπορούσε, ούτε ο ίδιος, ούτε άλλος εκλεγμένος ηγέτης να παραδώσει τη χώρα του αμαχητί στον κατακτητή. Ενδεχομένως ούτε και οι ηγεμονικές δυνάμεις της δύσης πρόλαβαν να διαχειριστούν τα γεγονότα και τη ραγδαία τροπή τους, έτσι ώστε να αποτραπεί προληπτικά το χειρότερο σενάριο.
Μια ματιά στη μεγάλη εικόνα
Είναι γεγονός ότι οι καταστάσεις είναι πολύπλοκες και οι ηγέτες της εποχής μας κατώτεροι των περιστάσεων, όμως αυτό το βλέπουμε να συμβαίνει σε όλες τις περιόδους πριν από τους μεγάλους πολέμους που αλλάζουν τον ρου της Ιστορίας, των οποίων προηγείται βαθιά κρίση και φθορά των ηγεμονικών δυνάμεων της εποχής. Μια τέτοια εποχή φαίνεται ότι διανύουμε στις μέρες μας με όλα τα χαρακτηριστικά της: απανωτά κραχ στις δυτικές οικονομίες, φθορά του καπιταλιστικού συστήματος και πολιτική αποδιοργάνωση του κοινωνικού ιστού εκ των έσω (βλέπε π.χ., τους τριγμούς της δημοκρατίας με τα κινήματα τραμπισμού στις ΗΠΑ, τη ματαίωση της ενιαιοποίησης της Ευρώπης, τη μειωμένη κοινωνική συνοχή σε χώρες όπως η Γαλλία της Λεπέν, τον εφησυχασμό των πολιτών λόγω του προσανατολισμού σε καταναλωτικές επιδόσεις, την επικρατούσα ατομιστική προσέγγιση της ελευθερίας κ.ά), με ταυτόχρονη άνοδο μίας άλλης μεγάλης – και ανταγωνιστικής από κάθε άποψη – δύναμης, όπως η Κίνα, που διεκδικεί σταθερά την ηγεμονία στο παγκόσμιο στερέωμα και είναι ικανή να δημιουργήσει νέες συμμαχίες στο χώρο της Ανατολής.
Όποιες δικαιολογίες όμως ή ενστάσεις και αν έχει κανείς σε βάρος του ουκρανού προέδρου, δεν είναι δυνατόν να μείνει ασυγκίνητος από τον αξιοθαύμαστο ηρωϊσμό και την αυταπάρνηση που επέδειξαν οι Ουκρανοί πολίτες για τόσο μεγάλο διάστημα, παρά την ανισότητα του αγώνα, από το δράμα εκατομμυρίων προσφύγων που ξεσπιτώνονται μέσα στο καταχείμωνο. Από την εποχή της Τουρκοκρατίας και της Γερμανικής κατοχής έχουμε να δούμε από ένα λαό να στην Ευρώπη διακηρύσσει με τόση αποφασιστικότητα και ομοψυχία τη θέλησή του να πεθάνει για το ιδανικό της ελευθερίας, της ανεξαρτησίας και της αυτοδιάθεσης, εφόσον δεν απειλεί άλλους λαούς. Αξίζει να υποκλιθούμε μπροστά στο σθένος ενός λαού, όπως αναμέναμε και εμείς στο παρελθόν να κάνουν άλλοι για εμάς, παρόλα τα ελαττώματα της «φυλής» μας, ιδιαίτερα δε σήμερα, που εν δυνάμει βρισκόμαστε σε παρόμοια θέση και επιζητούμε τη διεθνή αλληλεγγύη. Ανεξάρτητα όμως από αυτό, είναι επίσης γεγονός ότι σε έναν τέτοιο πόλεμο, όπου καμία πλευρά δεν βγαίνει κερδισμένη, κανείς δεν θα επιχαίρει όποια και αν είναι η έκβασή του. Η καταστροφή της Ουκρανικής χώρας είναι ήδη ολοκληρωτική, όμως, κάτω από τις παρούσες συνθήκες, και η νίκη της επιτιθέμενης δύναμης έχει περάσει με μελανά γράμματα στο βιβλίο της Ιστορίας. Είναι επομένως λογικό όλοι μας ενωμένοι να μη μασάμε τα λόγια μας και να τασσόμαστε υπέρ του τερματισμού αυτού του πολέμου.
Προβληματισμοί και εύλογα ερωτήματα
Παραμένουν λοιπόν πολλά ερωτήματα: Πώς μπορεί κανείς να υποστηρίζει έναν ηγέτη που εξαφανίζει πόλεις από το χάρτη και εκβιάζει όσους θέλουν να τον σταματήσουν με τρίτο παγκόσμιο πόλεμο και χρήση πυρηνικών όπλων; Αλλά και ποια ιδεολογία υπερασπίζονται όσοι διαδηλώνουν υπέρ ενός πολέμου με αυτά τα χαρακτηριστικά; Μήπως τον καπιταλιστικο-αυταρχισμό ανατολικού τύπου; Διότι, η ιδεολογία του σοσιαλισμού δεν εκπροσωπείται πλέον από το συγκεκριμένο καθεστώς, που με τον τρόπο που έκανε τον πόλεμο αυτό, μόνο κακό έχει προκαλέσει στο λαό του. Αλλά ούτε και σε καμία χώρα πλέον στον κόσμο το ιδεώδες αυτό εκπροσωπείται στην πράξη. Φταίει η Δύση που, μετά από τόσα χρόνια υποτιθέμενης κοινωνικής συνοχής και προόδου, που υποσχόταν η πρώην Σοβιετική Ένωση κατά την μετάβασή της στο σοσιαλισμό, δεν κατάφερε να αποφύγει, ώστε τα αλλεπάλληλα κινήματα των χωρών που αποσκίρτησαν να εκδηλώσουν αυθόρμητα τον πόθο τους για ανάκτηση της εθνικής τους ταυτότητας και για την ένταξή τους στο μπλοκ της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εφόσον αντιλήφθηκαν ότι στο σύγχρονο διεθνές περιβάλλον δεν μπορούσαν πλέον να επιβιώσουν τα κλειστά κοινωνικοπολιτικά συστήματα; Και γιατί άραγε δεν κατάφερε να ξεριζώσει το καθεστώς αυτό, που διακήρυσσε τον ιστορικό υλισμό, τα φαινόμενα της θρησκοληψίας, των προλήψεων, αλλά και τις τάσεις του νεοναζισμού που αναδύθηκαν στη συνέχεια από τα σπλάχνα της κοινωνίας του; Ο «δάκτυλος της Δύσης» δεν είχε προλάβει εξάλλου να μεσολαβήσει!
Και τι φαντάζονται, δηλαδή, όσοι θεωρούν ότι μία μικρή χώρα, με το παρελθόν των ποικίλων εξαρτήσεων, με τις χρεοκοπίες και την αμελητέα ισχύ όπως η δική μας, που αγωνίζεται να βρει δύναμη και στηρίγματα για την αντιμετώπιση χρόνιων γειτονικών απειλών; Ότι θα μπορούσε να το παίζει Κούβα της Μεσογείου ανενόχλητη, όπως οι ίδιοι συνεχώς παροτρύνουν, χωρίς να την εξαφανίσουν οι δυνατοί μπροστά στα αδιάφορα μάτια των διεθνών παρατηρητών; Εδώ τα βρίσκουμε δύσκολα, ακόμα και ως μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Φαντάζεται κανείς τι θα γινόταν αν ήμασταν εκτός και σηκώναμε μόνοι μας μπαϊράκι; Είναι σίγουρο ότι θα βρίσκαμε τότε προστάτες να εγγυηθούν για την ασφάλειά μας;
Αναμφίβολα, ούτε τώρα η ασφάλειά μας είναι αυτονόητα εγγυημένη, πόσο δε μάλλον εάν επιδιδόμασταν σε ανεδαφικές ανταρσίες με τους εξωπραγματικούς στόχους που εισηγούνται οι αντιευρωπαϊστές πολιτικοί εντός και εκτός του κοινοβουλίου μας, που είτε δεν έχουν αποποιηθεί τον όρο «δικτατορία του προλεταριάτου» στα επίσημα έγγραφά τους, είτε υποστηρίζουν τη βία για την επιβολή του «ανθρωπιστικού» κοινωνικού τους οράματος.
Με το βλέμμα στραμμένο στο μέλλον
Θα συμφωνήσουμε ακόμη ότι, ναι, το δυτικό καπιταλιστικό σύστημα είναι σάπιο, αρχίζει να καταρρέει, ενώ συγχρόνως ουδείς είναι βέβαιος για το ποια θα είναι η συμπεριφορά του ανερχόμενου ανατολικού καπιταλισμού. Είναι αμφίβολο αν τα φαινόμενα ενός άλλου ιμπεριαλισμού δεν θα εμφανιστούν και από την αντίπερα όχθη, οπότε πάλι έχουμε να διαλέξουμε ποιον ιμπεριαλισμό προτιμάμε. Όμως η καλύτερη λύση για εμάς δεν θα έπρεπε να βρίσκεται σε ένα τέτοιο δίλημμα, αλλά σε μια άλλη βάση. Σε αυτή την περίπτωση, και όσο τουλάχιστον μάς αφορά, η μόνη ελπίδα για την Ευρώπη, που προς το παρόν είναι η οικογενειά μας, έστω και ως ουτοπία, ίσως να είναι η ταχύτατη και οργανωμένη επιδίωξη μίας πραγματικής ένωσης και η κοινή προσπάθεια για αναθεώρηση του κοινωνικού της μοντέλου, με τη συναίνεση της συντριπτικής πλειοψηφίας των πολιτών, που και εκείνοι θα χρειαστεί – και θα οφείλουν – να αλλάξουν παλαιότερες νοοτροπίες και πρότυπα κοινωνικής, καταναλωτικής και οικολογικής συμπεριφοράς. Το λεγόμενο σκανδιναβικό μοντέλο είναι παράδειγμα αξιοσημείωτο και υπαρκτό. Μπορεί βέβαια να είναι δημιούργημα άλλης εποχής και να μην εισάγεται τεχνητά σε άλλες χώρες, όμως ο δημοκρατικός σοσιαλισμός είναι μία σταθερή αξία για το μέλλον και δεν χάνει τη λάμψη του, καθώς συνδυάζει, την ελευθερία, τη συμμετοχή, τη δικαιοσύνη, αλλά και τον έλεγχο και τη λογοδοσία των κρατικών ιθυνόντων και δημόσιων λειτουργών ως προς την τήρηση των συμπεφωνημένων αρχών.
Οι πολιτικές μάχες και αντιπαραθέσεις δεν πρόκειται ποτέ να εξαλειφθούν, και δεν θα έπρεπε άλλωστε, αφού, όπως λέει και ο Ηράκλειτος, όλα γίνονται μέσα από αυτές. Μια άλλη μεγάλη αλήθεια, που είπε ακόμη ο μεγάλος Εφέσιος φιλόσοφος και που επιβεβαιώνεται από τις σύγχρονες πολιτικές επιστήμες, είναι ότι οι κοινωνίες σε κάποιες φάσεις μπορεί να μοιάζουν με ένα τόξο: όσο πιο δυνατή είναι η δύναμη που ασκείται μεταξύ των αντιθέτων άκρων της χορδής του, τόσο πιο καταστροφικό γίνεται το αποτέλεσμά του (που επιφέρει, δηλαδή, το θάνατο άλλων). Κατά τον ίδιο τρόπο, όταν οι αντιθέσεις και οι αντικοινωνικές δράσεις είναι μεγάλες, η φάση μιας έντονης και αυτοκαταστροφικής αντίδρασης από αντιμαχόμενες πλευρές, είναι αναπόφευκτη σε αυτό το κοινωνικό σύστημα με το φαινόμενο του φαύλου κύκλου να γίνεται ορατό. Καλώς ή κακώς όμως, από τις στάχτες μίας τέτοιας φάσης είναι που θα γεννηθεί μια άλλη, πιο ώριμη από τα λάθη της και πιο αναγεννητική εποχή, με την προϋπόθεση βεβαίως ότι υπάρχει κάποια προηγούμενη ιστορική και πολιτισμική βάση, όπου το σπέρμα της προόδου είναι ήδη υπαρκτό. Το πρόβλημα που προκύπτει όμως τόσο για τη χώρα μας, όσο και παγκοσμίως, είναι αν θα προλάβουμε την επερχόμενη οικολογική καταστροφή ή εκείνη θα μας προλάβει πριν καταφέρουμε να περάσουμε στην επόμενη φάση της αναγέννησης και τι μπορεί να αφήσει πίσω του ένας ενδεχόμενος νέος μεσαίωνας για την ανθρωπότητα, εφόσον το κενό που θα δημιουργηθεί θα το επιχειρήσουν ενδεχομένως να το καλύψουν διαφόρων ειδών αναθεωρητικές δυνάμεις και ορμητικές μάζες φανατικών θρησκευτικών καθεστώτων.
Ας ελπίσουμε όμως ότι δεν θα διανύσουμε τη φάση αυτή που οδηγεί σε στάχτες και ότι θα καταφέρουμε να λειτουργήσουμε όπως η λύρα, ένα άλλο παράδειγμα του Ηράκλετου, όπου το σύστημα και οι πυλώνες του, οι άρχοντες και οι αρχόμενοι πολίτες συμπράττουν, ο καθένας με τη δική του ταυτότητα και διαφορετικότητα, όπως οι διαφορετικές χορδές της λύρας, για να παράξουν ένα όμορφο και δημιουργικό έργο, το έργο μιας ευνομούμενης, συνεκτικής και δημοκρατικής κοινωνίας.
Ο Αριστοτέλης Ράπτης είναι Ομ. Καθηγητής ΕΚΠΑ: http://raptis-telis.com
Διαβάστε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο
Το σχόλιο σας