Ένας πιθανός πόλεμος, η ρωσική προειδοποίηση και οι ελληνικές ισορροπίες – Από τη Μόσχα με αγάπη
Ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Άντονι Μπλίνκεν απευθύνθηκε, όπως με πληροφόρησε ο γεωστρατηγικός αναλυτής και φίλος Θανάσης Δρούγος, σε αρκετούς Αμερικανούς διεθνολόγους και ειδικούς στα θέματα της Ρωσίας και τους ζήτησε την εκτίμησή τους για την έκβαση της κρίσης στην Ουκρανία.
Η άποψη των περισσοτέρων είναι ότι υπάρχουν περισσότερες πιθανότητες η αναμέτρηση ΝΑΤΟ – Ρωσίας να καταλήξει σε στρατιωτική σύγκρουση, απ’ ό,τι σε διπλωματική λύση.
Θα μπορούσε να είναι και μία ψυχολογική επιχείρηση των Αμερικανών προκειμένου να στείλουν μήνυμα στους Ρώσους ότι η στρατιωτική επιλογή βρίσκεται στο τραπέζι και ότι οι ΝΑΤΟϊκοί είναι αποφασισμένοι και για αυτό αν χρειαστεί.
Η αποφασιστικότητα για στρατιωτική εμπλοκή είναι ένα ψυχολογικό πλεονέκτημα που μέχρι τώρα το έχουν οι Ρώσοι. Αυτό προκύπτει και από τα γεγονότα στην Κριμαία την οποία προσάρτησαν χωρίς να ανοίξει ρουθούνι καθώς και από την αποφυγή μέχρι τώρα των Δυτικών να δεσμευθούν για ευθεία επιχειρησιακή παρέμβαση στο πλευρό των Ουκρανών αν οι Ρώσοι εισβάλλουν στο Ντονμπάς.
Εν πάση περιπτώσει κρατάμε το σενάριο πολεμικής σύγκρουσης ως πιθανό, είτε λόγω σχεδιασμό είτε από ατύχημα. Και πάμε στα καθ΄ημάς, έχοντας αυτό υπόψιν.
Τις προηγούμενες ημέρες υπήρξε τηλεφωνική επικοινωνία του υπουργού Εξωτερικών Νίκου Δένδια με τον Ρώσο ομόλογό του Σεργκέι Λαβρόφ, ο οποίος δημοσιοποίησε μέρος των όσων διημείφθησαν.
Ο πολύπειρος Ρώσος διπλωμάτης πέρασε τα μηνύματα που ήθελε με ελάχιστη ιστορική γαρνιτούρα περί καλών σχέσεων και Καποδίστρια «που έγινε ο πρώτος κυβερνήτης της σύγχρονης Ελλάδας, μετά τη θητεία του στη Ρωσία, στο μέτωπο της εξωτερικής διπλωματίας».
Ο κ. Λαβρόφ ήταν σαφής: «Κατανοώ ότι η Ελλάδα είναι μέλος του ΝΑΤΟ και της ΕΕ. Όμως, επίσης, βλέπουμε ότι η Ελλάδα δεν θέλει να ακολουθήσει την οδό της επιδείνωσης των αντιρωσικών κυρώσεων. Η Ελλάδα καταρχήν δεν αισθάνεται ικανοποίηση από όσα τώρα συμβαίνουν μεταξύ Δύσης και Ρωσικής Ομοσπονδίας. Εμπιστευόμαστε τους Έλληνες φίλους μας ότι με τη σοφία τους θα κάνουν την επιλογή που ανταποκρίνεται στις πεποιθήσεις τους»…
Εξίσου σαφής ήταν και για τη νέα αμερικανική βάση στην Αλεξανδρούπολη: «Θίξαμε το θέμα των νέων βημάτων που έγιναν στις ελληνοαμερικανικές σχέσεις για την ενίσχυση του καθεστώτος του λιμένος της Αλεξανδρούπολης για τους σκοπούς του Πολεμικού Ναυτικού των ΗΠΑ και ναι, φυσικά, διαβάσαμε σε ποιες κατευθύνσεις θα χρησιμοποιήσουν αυτό το λιμάνι οι Αμερικανοί»…
Τα μηνύματα αυτά ενέχουν σαφώς χροιά ρωσικής προειδοποίησης για την εμπλοκή της Ελλάδας σε τυχόν στρατιωτικές επιχειρήσεις του ΝΑΤΟ στην Ουκρανία, προοπτική η οποία όπως προαναφέρθηκε φαίνεται στον ορίζοντα των πιθανοτήτων.
Η Ελλάδα καλείται να τηρήσει μία όχι εύκολη ισορροπία καθώς από τη μία είναι καθαρή και αδιαμφισβήτητη η στρατηγική τοποθέτησή της στο Δυτικό πλαίσιο, από τη άλλη δεν επιθυμεί και δεν έχει κανέναν λόγο να επιθυμεί την όξυνση των σχέσεων Δύσης – Ρωσίας, πολύ περισσότερο μία στρατιωτική σύγκρουση. Ακόμα και από τις οικονομικές κυρώσεις κατά της Ρωσίας η Ελλάδα έχει πληγεί.
Οι ελληνο-ρωσικές σχέσεις είναι παραδοσιακά καλές και πολύ καλύτερες σε επίπεδο λαών για πολιτισμικούς και ιστορικούς λόγους (αν και μία βαθύτερη εξέταση των ιστορικών γεγονότων οδηγεί σε μία πιο ψύχραιμη θεώρηση). Στο διπλωματικό πεδίο η στάση της Ρωσίας ως μόνιμο μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας στο Κυπριακό απέτρεψε πολλές φορές, επί πολλά χρόνια, αρνητικές εξελίξεις.
Κατά καιρούς και σε εποχές που το κλίμα Δύσης Ρωσίας ήταν λιγότερο ταραγμένο οι σχέσεις με την Ελλάδα φλέρταραν ακόμα και στις παρυφές στρατηγικών προοπτικών, όπως στις συζητήσεις για τον αγωγό φυσικού αερίου South Stream (ανέμελη εποχή άγνοιας κινδύνου) ο οποίος κατέληξε με τον γνωστό τρόπο.
Παράλληλα όμως, δεν μπορούν να αγνοηθούν και ανταγωνιστικά στοιχεία στις σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών στα οποία ήρθε να προστεθεί η συνεργασία της Ρωσίας με την Τουρκία, με όλη την πολυπλοκότητα και τις εσωτερικές τριβές που αυτή έχει. Είναι αντιληπτή η στρατηγική σκοπιμότητα της Μόσχας να προκαλέσει και να διατηρήσει ένα σοβαρό ρήγμα στο ΝΑΤΟ με την «απόσπαση» ενός σημαντικού μέλους, ιδιαίτερα για την περιοχή, όπως η Τουρκία, αλλά εξίσου αντιληπτή οφείλει να είναι και η ελληνική εγρήγορση, ασχέτως αν στο τέλος της ημέρας μας συμφέρει διότι η επιδείνωση των σχέσεων ΗΠΑ – Τουρκίας ωφέλησε εμάς.
Δεν μπορεί επίσης να παραβλεφθεί η διαχρονική ρωσική προσπάθεια αμφισβήτησης ή και υπονόμευσης του Οικουμενικού Πατριαρχείου προκειμένου να περάσουν τα πρωτεία της Ορθοδοξίας στο Πατριαρχείο Μόσχας με το (ψευδο)επιχείρημα ότι επειδή ο Οικουμενικός Θρόνος βρίσκεται στην ουσία υπό κατοχή, σε τουρκική επικράτεια, δεν μπορεί να επιτελέσει την αποστολή του. Στο πλαίσιο αυτό δεν μπορεί να ξεχαστεί, ούτε να προσπεραστεί η ειρωνική στα όρια της ύβρεως στάση της Μόσχας για την μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τζαμί από τον Ερντογάν.
Εν κατακλείδι, οι σχέσεις Ελλάδας – Ρωσίας είναι σύνθετες, πολυεπίπεδες με διαφορετικό βαθμό σύγκλισης και απόκλισης σε κάθε πεδίο και η θέση της χώρας μας οφείλει να είναι – και είναι – σταθμισμένη.
Το επιβεβαίωσε η επίσκεψη του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη στο Σότσι και η συνάντησή του με τον Ρώσο πρόεδρο Βλαντιμίρ Πούτιν τον περασμένο Δεκέμβριο, λιγότερο από δύο μήνες μετά την υπογραφή της ανανεωμένης Αμυντικής Συμφωνίας Ελλάδας- ΗΠΑ, μία χρονική συνάφεια που έχει τον συμβολισμό της.
Εκεί με πολύ ξεκάθαρο, ειλικρινή και ζυγισμένο τρόπο ο πρωθυπουργός είπε στον συνομιλητή του ότι η θέση και τα περιθώρια της Ελλάδας σε ό,τι αφορά στη Ρωσία είναι οριοθετημένα από τη συμμετοχή μας στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ, «οι συλλογικές αποφάσεις των οποίων μας δεσμεύουν», κάτι που οι Ρώσοι κατανοούν, αλλά σε καμία περίπτωση η χώρα μας δεν είναι υπέρ της κλιμάκωσης της αντιπαράθεσης: «Ξέρουμε πού ανήκουμε, αλλά ταυτόχρονα αναπτύσσουμε τη σχέση που έχουμε με τη Ρωσία, με την οποία έχουμε μία ευρεία ατζέντα θεμάτων, τα οποία είναι αμιγώς διμερή και δεν επηρεάζονται κατ’ ανάγκη από τα προβλήματα στις ευρωρωσικές σχέσεις ή τις σχέσεις του NATO με τη Ρωσία. Πάντα εντός της ΕΕ και του NATO, θα επιδιώκουμε αποκλιμάκωση και όχι μια ρητορική έντασης».
Ο Ρώσος πρόεδρος από την πλευρά του, με όλη τη «θετικά ισορροπημένη» τοποθέτηση του δεν παρέλειψε ένα ταυτόσημο (προφανώς) με του Λαβρόφ υπονοούμενο προειδοποίησης: «Εμείς δεν επιδιώκουμε σύγκρουση. Πιστεύουμε ότι σε αυτό το πνεύμα η Ελλάδα θα τηρήσει συγκρατημένη στάση…».
Η Ελλάδα είναι μέλος του ΝΑΤΟ και της ΕΕ και είναι σαφές ότι αυτή είναι η διαχρονική στρατηγική τοποθέτηση της. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν είναι υποχρεωμένη να σταθμίζει τη θέση της με βάση τα συμφέροντά της. Η στάση μας στο πλαίσιο των ευρωατλαντικών θεσμών είναι απολύτως αξιόπιστη ειδικά στις σχέσεις μας με τις ΗΠΑ (στα όρια της αυτοακύρωσης ως «δεδομένων»), πολύ περισσότερο από πολλών άλλων κρατών.
Στο θέμα των σχέσεων με τη Ρωσία όμως δεν έχουμε κανέναν λόγο να υπερθεματίζουμε σε κλιμάκωση των εντάσεων που δεν μας συμφέρουν σε μία υπόθεση τις παραμέτρους της οποίας δεν ελέγχουμε και για την οποία η ίδια η ΕΕ είναι κατακερματισμένη πιο πολύ απ’ ό,τι φαίνεται.
Ταυτόχρονα δεν πρέπει να τρέφουμε ψευδαισθήσεις για τις προθέσεις και τα όρια της ρωσικής πολιτικής σε ζητήματα που μας αφορούν. Η ρεαλιστική προσέγγιση για την κάθε επιμέρους πτυχή των σχέσεων και η αμφίπλευρη, προς Ουάσινγκτον και Μόσχα, αποσαφήνιση των δικών μας ορίων είναι η πιο ασφαλής οδός για να ελαχιστοποιήσουμε τις αναταράξεις από αυτό που έρχεται.
Διαβάστε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο
Το σχόλιο σας