Αυτά που νομίζουμε και αυτά που πρέπει
«Ο γείτονας, ο Τούρκος, πλέον δεν ελέγχεται, δεν υπακούει σε καμία λογική, ούτε σε Διεθνές Δίκαιο, ούτε σε Συνθήκες. Τα μόνα που καταλαβαίνει είναι η πίεση από αυτούς που μπορούν να την ασκήσουν (…)Εγώ είμαι της άποψης ότι πρέπει να γίνονται συναντήσεις… Οι επαφές και οι επικοινωνίες ανοίγουν διαύλους και αυξάνουν τις πιθανότητες να προκύψει κάποια συνεννόηση…»
Ο τέως υπουργός Εθνικής Άμυνας και πρώην ΑΓΕΕΘΑ Ευάγγελος Αποστολάκης σε σχόλιο για τα ελληνοτουρκικά. Ας πάρουμε την τοποθέτηση κομμάτι – κομμάτι. Λέει ο υπουργός ότι η Τουρκία « δεν υπακούει σε καμία λογική, ούτε σε Διεθνές Δίκαιο, ούτε σε Συνθήκες» και αμέσως μετά συμπληρώνει ότι «τα μόνα που καταλαβαίνει είναι η πίεση από αυτούς που μπορούν να την ασκήσουν». Αν ισχύει το πρώτο, τότε προφανώς δεν ισχύει το δεύτερο. Εφόσον δεν υπακούει σε καμία λογική, γιατί θα καταλάβει από πιέσεις; Ο παράλογος δεν υπακούει σε τίποτα παρά μόνο στον παραλογισμό του. Αλλά ακόμα και αν υιοθετήσουμε την επιχειρηματολογία του κ. Αποστολάκη για να διευκολύνουμε τη συζήτηση και πάλι δεν ισχύει τίποτα από τα δύο.
Η Τουρκία όντως δεν υπολογίζει το Διεθνές Δίκαιο και τις Συνθήκες αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι «δεν έχει καμία λογική». Κάθε άλλο. Υλοποιεί ένα υπολογισμένο στρατηγικό σχέδιο ανάδειξής της σε περιφερειακή δύναμη – το οποίο προϋποθέτει μεταξύ άλλων την γεωπολιτική έκλειψη της Ελλάδας και της Κύπρου -, διαβάζοντας σε βάθος τις παγκόσμιες εξελίξεις, αναλύοντας την παρατεταμένη μεταβατική φάση στην οποία βρίσκεται το διεθνές σύστημα και αξιοποιώντας τη συγκυρία για να πλασαριστεί στους νέους συσχετισμούς ως μεσαίος κρατικός δρων πριν αυτό μορφοποιηθεί.
Το κάνει μεθοδικά σε πολλά πεδία. Φροντίζει να ενισχύει τη θέση της εσωτερικά με την υλοποίηση ενός τεράστιου εξοπλιστικού προγράμματος και παράλληλη ανάπτυξη της εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας, ώστε να αυξήσει τον βαθμό αυτάρκειάς της σε οπλικά συστήματα. Παράλληλα έχει στρατεύσει το σύνολο του πολιτικού συστήματος (πλην του κουρδικού κόμματος) και το μεγαλύτερο μέρος της τουρκικής κοινωνίας σε ένα μεγαλοϊδεατικό όραμα, εξασφαλίζοντας εσωτερική συνοχή και στήριξη σε ένα υπαρξιακό εθνικό στοίχημα που ενέχει ρίσκα και θυσίες.
Την ίδια ώρα έχει ξεκινήσει μία διαδικασία απαγκίστρωσης από τον Δυτικό έλεγχο επιχειρώντας να επαναδιατυπώσει τους όρους της συνεργασίας. Είναι μία μετάβαση υψηλού κινδύνου την οποία ωστόσο επιχειρεί δείχνοντας ότι έχει συνείδηση της κρισιμότητας και της χρησιμότητας που έχει ως χώρα και ως χώρος για τους σχεδιασμούς των πλανητικών παικτών. Και αυτό το αξιοποιεί στο έπακρο. Εξαντλεί τις δυνατότητες της φθάνοντας το παζάρι στα όριά του και ακόμα παραπέρα. Η αμφισβήτηση του Διεθνούς Δικαίου και των Συνθηκών εντάσσονται στον σχεδιασμό της ως αναγκαίες προϋποθέσεις για να τον υλοποιήσει. Όλα αυτά δεν τα κάνει κάποιος ο οποίος «δεν υπακούει σε καμία λογική». Το αντίθετο.
Σε ό,τι αφορά στο δεύτερο, την «πίεση από αυτούς που μπορούν να την ασκήσουν», αφενός αυτοί που κάποτε μπορούσαν να της ασκήσουν πίεση δεν έχουν πλέον την ίδια δυνατότητα και για να έχουν το αποτέλεσμα που είχαν κάποτε χρειάζονται περισσότερη προσπάθεια και περισσότερα μέσα, οπότε θα σκεφθούν πολύ σοβαρά να καταναλώσουν πόρους – διπλωματικούς, οικονομικούς, ασφαλείας και άλλους – πριν το αποφασίσουν. Αφετέρου, όπως φαίνεται, δεν είναι διατεθειμένοι να το κάνουν διότι έχουν τα δικά τους συμφέροντα, τους δικούς τους σχεδιασμούς και τη δική τους ατζέντα. Άρα αν το πράξουν θα γίνει για δικούς τους λόγους και όχι επειδή θίγεται η Ελλάδα.
Τέλος σχετικά με τη θέση του κ. Αποστολάκη ότι «πρέπει να γίνονται συναντήσεις» διότι «οι επαφές και οι επικοινωνίες ανοίγουν διαύλους και αυξάνουν τις πιθανότητες να προκύψει κάποια συνεννόηση», δεν υπάρχει καμία πιθανότητα να προκύψει συνεννόηση όπως την αντιλαμβάνεται ο κ. Αποστολάκης και άλλοι στο εγχώριο σύστημα. Η μεγάλη εμπειρία ετών επ’ αυτού, άλλο προδιαγράφει. Ούτε καν για την καταγραφή των τουρκικών θέσεων δεν χρησιμεύουν πλέον οι συναντήσεις τύπου Μέτρων Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης (ΜΟΕ) διότι η Άγκυρα ούτως ή άλλως δημοσιοποιεί με λεπτομέρειες τις θέσεις της και χρησιμοποιεί τις συζητήσεις για να τις νομιμοποιήσει εμφανίζοντας την Αθήνα ότι τις αποδέχεται ως βάση συζήτησης.
Τη σωστή φράση ο κ. Αποστολάκης την είπε λίγο μετά: «Μην με προκαλείτε να πω ότι η Ελλάδα δεν μπορεί να περιμένει από κανέναν τίποτα… Η Ελλάδα πρέπει να σταματήσει να είναι φοβική απέναντι στους Τούρκους και να κάνει αυτό που πρέπει.». Αυτό μόνο θα έπρεπε να πει., ιδίως λόγω των θέσεων στις οποίες έχει θητεύσει, και εκεί να βάλει τελεία. Όταν αυτή η φράση γίνει συνείδηση κτήμα όλων, κυρίως του πολιτικού συστήματος, τότε θα γίνουν «αυτά που πρέπει».
Διαβάστε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο
Το σχόλιο σας