Γιώργος Γεωργιάδης: «Τα μεγαλύτερα λάθη στη καριέρα μου ο ΠΑΟΚ και η Μπέρμιγχαμ…»
Πηγή: Metrosport - Onsports
Καλοκαίρι του 2011. Ένα μικρό… διαμάντι του ελληνικού ποδοσφαίρου έχει κάνει τις τέσσερις «μεγάλες» ομάδες (Ολυμπιακό, Παναθηναϊκό, ΠΑΟΚ και ΑΕΚ) να προσπαθούν να το αποκτήσουν. Το αξιοσημείωτο είναι πως ο σύλλογός του είχε μόλις υποβιβαστεί στη Β’ Εθνική αλλά η λάμψη που είχε αφήσει από εκείνη τη σεζόν ο ίδιος δεν είχε ξεθωριάσει από την αποτυχία της ομάδας του.
Ο λόγος για τον Γιώργο Γεωργιάδη, ο οποίος εκείνη τη χρονιά είχε σκοράρει απέναντι σε Ολυμπιακό, Παναθηναϊκό, ΠΑΟΚ και ΑΕΚ ενώ συνολικά είχε καταγράψει 29 συμμετοχές, επτά γκολ, τέσσερις ασίστ και μία κλήση στην Εθνική Ελλάδας από τον Φερνάντο Σάντος. Όλα αυτά ήταν αρκετά για να συνδυαστούν με τη μεταγραφή του στον ΠΑΟΚ.
Τα χρόνια πέρασαν και η πορεία του, 35χρονου πλέον εξτρέμ, δεν ήταν ανάλογη των προσδοκιών, όμως οι μεγάλες στιγμές δεν έλειψαν… Το μεγάλο διπλό στην Αγγλία κόντρα στην Τότεναμ με δύο δικές του ασίστ, τα τρομερά γκολ με τον Πανσερραϊκό και οι περιπέτειες σε Κύπρο, Αζερμπαϊτζάν και Τουρκία πριν επιστρέψει στην Ελλάδα περνούν σαν φιλμ σ’ αυτή τη διήγηση του Σερραίου εξτρέμ στο Gazzetta…
Πώς ήταν τα παιδικά σου χρόνια και πώς ξεκίνησες το ποδόσφαιρο;
«Ήμουν πέντε χρονών, θυμάμαι, όταν ξεκίνησα πρώτη φορά να είμαι σε ομάδα ποδοσφαίρου. Ο πατέρας μου και ο παππούς μου με ώθησαν στο να αρχίσω το ποδόσφαιρο και ήταν και εκείνοι που με κράτησαν στο άθλημα γιατί είχα γραφτεί και σε άλλα 2-3 μέχρι τότε, αλλά το ποδόσφαιρο με κέρδισε».
Σε αυτά τα γήπεδα που είμαστε τώρα έκανες τα πρώτα σου ποδοσφαιρικά βήματα;
«Ναι, ναι! Η ομάδα λεγόταν “Αετοί Σερρών” και ανήκε σε έναν τερματοφύλακα από τις καλές χρονιές του Πανσερραϊκού. Έκατσα για περίπου οκτώ με εννιά χρόνια εδώ και στα 13 μου πήγα να δοκιμαστώ στον ΠΑΟΚ στη Θεσσαλονίκη. Είχε 300 με 400 παιδιά τότε και θυμάμαι πως με είχαν καλέσει από την πρώτη μέρα να πάω να υπογράψω και το έκανα όπως ήταν φυσικό. Για αυτό είχα πάει».
Πώς εξελίχθηκε η παρουσία σου στις ακαδημίες του ΠΑΟΚ;
«Ήμουν για δύο χρόνια στην Ακαδημία και στα 15 μου βρισκόμουν στην τρίτη ομάδα του συλλόγου. Ήμουν πολύ ευχαριστημένος, όπως και εκείνοι αλλά όταν ήταν να πάω στη δεύτερη ομάδα, έπρεπε να νοικιάσουμε σπίτι στη Θεσσαλονίκη. Οι γονείς μου δεν είχαν την οικονομική άνεση για να μείνουμε μόνιμα εκεί και στον ΠΑΟΚ μου είχαν πει πως θα υπογράψω μόνο με αυτή την προϋπόθεση γιατί μέχρι τότε μέναμε σε δωματιάκια. Έτσι έφυγα και γύρισα πίσω στις Σέρρες».
Πώς ένιωσες όταν έμαθες ότι δεν μπορείς να συνεχίσεις;
«Θυμάμαι που με πήρε ο Κώστας Μαλιούφας που ήταν προπονητής μου τότε και μόλις μου το ανακοίνωσε έβαλα τα κλάμματα. Ήμουν στη θάλασσα με έναν φίλο μου και μόλις μου το είπε λύγισα γιατί πίστευα πως ήμουν καλός και δικαιούμουν μία θέση. Όμως μου είπε κάτι που δεν θα ξεχάσω ποτέ. «Γιώργο θα σου πω ένα πράγμα, σε πιστεύω πάρα πολύ και είμαι σίγουρος πως θα παίξεις ποδόσφαιρο. Απλά κάνε τον ΠΑΟΚ να σε πάρει με λεφτά μετά από πέντε χρόνια». Κι έτσι έγινε! Ακόμα και τώρα που μιλάω μαζί του, τού το θυμίζω ότι είχε πέσει μέσα».
Το φανταζόσουν ότι θα πας στην Εθνική;
«Ήταν το μεγάλο μου όνειρο όπως και για κάθε παιδί, αλλά δεν περίμενα ότι θα τα κατάφερνα. Ήμουν πολύ περήφανος όταν το κατάφερα».
Πώς ήταν οι πρώτες σου μέρες με την Εθνική;
«Θυμάμαι που έτρεμα από το άγχος και δεν ήταν όπως τώρα. Τότε ήταν ο Φερνάντο Σάντος και δεν έδιναν ευκαιρίες στα νέα παιδιά. Διάλεγε τους έμπειρους και για εμένα ήταν μεγάλη δικαίωση, γιατί ήμασταν πολύ λίγοι οι πιτσιρικάδες στην αποστολή τότε από όλη την Ελλάδα. Όταν πήγα και είδα τους ποδοσφαιριστές της Εθνικής, τους οποίους είχα δει μόνο από την τηλεόραση, ήταν σαν όνειρο».
Όταν ήρθε η ώρα των προτάσεων το καλοκαίρι του 2011, είχες «κρούση» μόνο από τον ΠΑΟΚ ή και από άλλες ομάδες;
«Ο πρόεδρος του Πανσερραϊκού τότε, ο Πέτρος Θεοδωρίδης, ήταν πολύ καλός παράγοντας. Με φώναξε στα γραφεία του και η πρώτη ομάδα που ενδιαφέρθηκε για εμένα ήταν η ΑΕΚ. Είχα μιλήσει από τον Γενάρη και η αλήθεια είναι ότι επειδή υποστήριζα την ΑΕΚ όταν μικρό παιδί, ήμουν πολύ χαρούμενος για αυτό. Ήταν σαν όνειρο για εμένα και όλα έδειχναν ότι θα πήγαινα εκεί.
Με τις καλές εμφανίσεις μου, ήρθε και ο ΠΑΟΚ και ο Ολυμπιακός και ο Παναθηναϊκός μέχρι το τέλος της σεζόν αλλά επίσημα μόνο η ΑΕΚ με είχε… ενοχλήσει. Τελικά λίγο πριν ολοκληρωθεί η χρονιά, με πήραν τηλέφωνο και από τον ΠΑΟΚ, όπου ήταν ο Ζήσης Βρύζας. Τελευταία μέρα πριν τελειώσει το πρωτάθλημα, ο πρόεδρος με φώναξε πάλι στο γραφείο και μου είπε πως τα έχει βρει στο οικονομικό με όλες τις ομάδες! Και με τις τέσσερις! Ήταν στο δικό μου χέρι να πάω όπου θέλω και δεν επρόκειτο να μπει εμπόδιο.
Η αλήθεια είναι πως ούτε ο Ολυμπιακός αλλά ούτε ο Παναθηναϊκός με είχαν προσεγγίσει. Μόνο η ΑΕΚ και ο ΠΑΟΚ με είχαν πάρει τηλέφωνο. Τότε είχα φίλο και τον Τάσο Παπάζογλου που είχε πάει στον Ολυμπιακό και μου είχε εξηγήσει πώς έγινε η μεταγραφή του. Εμένα τίποτα και τελικά δεν με πήρε κάποιος. Ο πρόεδρος μού είπε να πάρει τον Μαρινάκη μπροστά μου για να το ακούσει ότι με θέλει ο Ολυμπιακός αλλά εγώ ήθελα να επικοινωνήσουν με εμένα όπως έκαναν ΑΕΚ και ΠΑΟΚ».
Πάμε στο κομμάτι του ΠΑΟΚ. Πώς ήταν η εμπειρία εκεί;
«Την πρώτη χρονιά στον ΠΑΟΚ, προπονητής ήταν ο Λάζλο Μπόλονι και η ομάδα είχε αρκετούς έμπειρους παίκτες. Όταν πήγα εκεί ένιωσα ένα δέος γιατί βρέθηκα ανάμεσα σε μεγάλα ονόματα και με τόσο κόσμο να τον ακολουθεί. Όταν κάνεις μία τέτοια μεταγραφή, νιώθεις πως οι κόποι σου δικαιώνονται. Έμεινα για τρία χρόνια αλλά δεν είμαι ευχαριστημένος από τον εαυτό μου γιατί θα μπορούσα να δώσω πολλά περισσότερα πράγματα».
Η πρώτη χρονιά πώς ήταν;
«Ήταν όνειρο για εμένα. Πήγα από τον Πανσερραϊκό και δεν περίμενα ότι θα παίξω, αλλά ο Μπόλονι με έβαλε στο 90% των αγώνων εκείνη τη σεζόν. Ήταν η καλύτερη μου χρονιά στον ΠΑΟΚ και θυμάμαι πολύ έντονα την πορεία στην Ευρώπη τότε, ήμουν πρώτος στις ασίστ στη διοργάνωση μέχρι να αποκλειστούμε. Όμως η δεύτερη χρονιά δεν ήταν έτσι».
Ποια στιγμή από τον ΠΑΟΚ δεν θα ξεχάσεις ποτέ και ποιον συμπαίκτη είχες ξεχωρίσει;
«Από τις πιο χαρακτηριστικές στιγμές ήταν στο γήπεδο της ΑΕΚ τη σεζόν 2011/12. Ήταν το γεγονός πως ο ΠΑΟΚ είχε χρόνια να νικήσει την ΑΕΚ στην Αθήνα και επειδή υπήρχε το θέμα και με εμένα στο πού θα πήγαινα εκείνο το καλοκαίρι, ήταν ιδιαίτερο ματς. Είχα βάλει και το ένα από τα δύο γκολ, οπότε αυτό ξεχωρίζω. Τώρα στο θέμα του συμπαίκτη… είναι πολύ δύσκολο. Από θέμα συμπεριφοράς και ήθους θα έλεγα τον Σαλπιγγίδη. Απίστευτος ποδοσφαιριστής και επαγγελματίας γιατί ήταν τόσο απλός και ταπεινός παρά τα όσα πέτυχε. Ήταν παράδειγμα για εμένα στο πώς να συμπεριφέρομαι και εγώ. Αγωνιστικά ήταν πολλλοί οι καλοί ποδοσφαιριστές και δύσκολα μπορώ να ξεχωρίσω κάποιον. Ο Βούκιτς και ο Λάζαρ ήταν οι παίκτες που μου άρεσαν πιο πολύ θα έλεγα…».
Με πληροφορίες από Gazzetta.gr [ΝΟΤΗΣ ΧΑΛΑΡΗΣ]
Διαβάστε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο
Το σχόλιο σας