ΓΣΕΒΕΕ: Αύξηση στις τιμές τους το 50% των επιχειρήσεων – Το 47,3 έχουν ληξιπρόθεσμες οφειλές
Πηγή: Αρχείου
Η ακρίβεια που έχει φέρει η άνοδος της ενέργειας έχει αναγκάσεις το 50% των εμπόρων και των επιχειρηματιών να αυξήσουν τις τιμές των προϊόντων τους, με επιβολή ανατιμήσεων προς τα πάνω το πρώτο εξάμηνο το 2022, έναντι του δεύτερου μισού του 2021μ που η διαφοροποίηση έγινε από το 1/3.
Αντίστοιχα σχεδόν 1 στις 2 επιχειρήσεις (47,3%) έχει ληξιπρόθεσμες οφειλές σε τουλάχιστον 1 από τις 8 κατηγορίες υποχρεώσεων που παρακολουθεί το ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ, δείχνοντας πως οι ανατιμήσεις, όχι μόνο δεν έφεραν την απαραίτητη ανάκαμψη, αντίθετα είχαν λιγότερα έσοδα.
Αυτό προκύπτει από την πρώτη έρευνα της χρονιάς, που αποτυπώνει το οικονομικό κλίμα μεταξύ των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων του ΙΜΕ της ΓΣΕΒΕΕ που δόθηκε στη δημοσιότητα.
Όπως διαπιστώνουν οι συντάκτες της έρευνας, η αλματώδης άνοδος του πληθωρισμού που ξεκίνησε μετά την άρση των αυστηρών περιοριστικών μέτρων για την πανδημία και κορυφώνεται εν μέσω των γεωπολιτικων εξελίξεων διέψευσε τις προσδοκίες των μικρών επιχειρήσεων για ανάκαμψη με την επιστροφή στην κανονικότητα και δημιούργησε νέες δυσκολίες, αβεβαιότητες και προκλήσεις.
Είναι χαρακτηριστικό πως ο πληθωρισμός προκάλεσε ντόμινο επιπτώσεων στις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις αυτοαπασχολούμενων και με προσωπικό μέχρι 49 άτομα.
Επισημαίνεται, μάλιστα, ότι το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος των τηλεφωνικών συνεντεύξεων διενεργήθηκε πριν από την έναρξη του ρωσο-ουκρανικού πολέμου. Ως εκ τούτου, η ανάγνωση των ευρημάτων σχετικά με τις επιχειρηματικές μελλοντικές προσδοκίες ή/και εκτιμήσεις που καταγράφτηκαν θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη αυτή την παράμετρο.
Οι επιπτώσεις του πληθωρισμού
Για τις επιχειρήσεις, οι ανατιμήσεις, ιδίως στις τιμές ενέργειας, τουλάχιστον κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2021, προκάλεσαν τρεις σοβαρές και αλληλένδετες επιπτώσεις.
Η πρώτη επίπτωση ήταν η σημαντική αύξηση του κόστους λειτουργίας τους. Με βάση τα ευρήματα της έρευνας αυξήθηκαν μεσοσταθμικά το κόστος ενέργειας κατά 89,8%, το κόστος προμήθειας πρώτων υλών και εμπορευμάτων κατά 48,2%, το κόστος καυσίμων οχημάτων κατά 70,3% και το κόστος προμήθειας εξοπλισμού και μηχανημάτων κατά 35%.
Η δεύτερη επίπτωση, που είναι απόρροια της πρώτης, ήταν ο ιστορικά υψηλός αριθμός των επιχειρήσεων που αύξησαν τις τιμές πώλησης των αγαθών/υπηρεσιών.
Το δεύτερο εξάμηνο του 2021, 1 στις 3 μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις (34,8) αύξησε τις τιμές τους. Μεσοσταθμικά, οι τιμές πώλησης των αγαθών/υπηρεσιών των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων αυξήθηκαν κατά 4,9%, γεγονός που σημαίνει ότι το μεγαλύτερο μέρος του αυξημένου κόστους λειτουργίας τους το απορρόφησαν. Ωστόσο, για το πρώτο εξάμηνο του 2022, τα ευρήματα της έρευνας κατέδειξαν πως 1 στις 2 επιχειρήσεις (48,9%) θα προχωρούσαν σε αύξηση των τιμών πώλησης των αγαθών/υπηρεσιών τους.
Η τρίτη επίπτωση, που σχετίζεται τόσο με την αύξηση του κόστους λειτουργίας των επιχειρήσεων, τη μείωση της ζήτησης λόγω των ανατιμήσεων, την επιβράδυνση της ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας που κινδυνεύει να εισέλθει σε μια περίοδο στασιμοπληθωρισμού και των υποχρεώσεων που συσσώρευσαν οι επιχειρήσεις κατά τη διάρκεια της πανδημικής κρίσης, σχετίζεται με τη σοβαρή αύξηση των υπερχρεωμένων μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων.
Συγκεκριμένα, κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2021 σχεδόν 1 στις 2 επιχειρήσεις είχαν τουλάχιστον μια ληξιπρόθεσμη οφειλή προς το Δημόσιο ή τους ιδιώτες, ενώ 1 στις 3 επιχειρήσεις είχε πολλαπλές ληξιπρόθεσμες οφειλές. Επιπλέον, 1 στις 5 επιχειρήσεις είχε ληξιπρόθεσμες οφειλές, τόσο προς την εφορία όσο και προς τα ασφαλιστικά ταμεία.
Τα παραπάνω προδιαγράφουν μια ιδιαίτερα δυσοίωνη κατάσταση για έναν πολύ μεγάλο αριθμό κυρίως πολύ μικρών επιχειρήσεων, που επιτάσσει σοβαρή βελτίωση ή ακόμα και διεύρυνση των εργαλείων και των μέτρων διαχείρισης του ιδιωτικού χρέους. Επιπλέον, απαιτεί αποτελεσματικές παρεμβάσεις για τη συγκράτηση των τιμών, ιδίως εκείνων που σχετίζονται με το κόστος ενέργειας.
Τέλος, αναγκαία κρίνεται η διεύρυνση των πηγών χρηματοδότησης προς τις πολύ μικρές επιχειρήσεις. Σε αυτό το πλαίσιο απαιτείται, τουλάχιστον, ο ανασχεδιασμός των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, ώστε ένα σημαντικό μέρος των επιχορηγούμενων χρηματοδοτήσεων να κατευθυνθεί αποκλειστικά προς τις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις.
Διαβάστε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο
Το σχόλιο σας