Τσάρλι Τσάπλιν: Πόσα γνωρίζουμε για τον μεγαλύτερο σταρ του κόσμου
The Real Charlie Chaplin». Πόσο πολλά υποσχόμενο είναι ένα ντοκιμαντέρ με αυτό τον τίτλο; Η ζωή του πολυαγαπημένου κωμικού και ιδιοφυούς καλλιτέχνη έχει μπει πολλές φορές στο μικροσκόπιο. Το ντοκιμαντέρ του αμερικανικού δικτύου Showtime επιχειρεί να ρίξει μια βαθύτερη ματιά στην ιστορία του και τον άνθρωπο πίσω από την περσόνα που είχε κατασκευαστεί ως μέρος της διαφήμισης της καριέρας αλλά και της προσωπικής του ζωής.
Πολλά αλλάζουν όταν ένας κοινός θνητός ανεβαίνει τα ολόφωτα σκαλιά της δόξας και της φήμης. Η ταυτότητά του χωρίζεται στα δύο. Υπάρχει η δημόσια εικόνα, η οποία υπηρετείται και από έναν στρατό μάνατζερ και λοιπών αρμοδίων, και η ιδιωτική εικόνα, που εμπεριέχει και τον αληθινό χαρακτήρα του προσώπου.
Κι αν σήμερα, λόγω των σόσιαλ μίντια και της μεγαλύτερης έκθεσης, μένει ανοιχτή μια χαραμάδα, αυτό πριν έναν αιώνα ήταν σχεδόν αδύνατον να συμβεί. Ό,τι συνέβαινε ήταν ένα καλά σφραγισμένο μυστικό του Χόλιγουντ και της βιομηχανίας, που δεν διακινδύνευε τα πάθη κάθε ηθοποιού να δημιουργήσουν ζημιά στο ταμείο.
Ο Τσάπλιν, σύμφωνα με το ντοκιμαντέρ, ήταν ο πρώτος σταρ τόσο μεγάλου διαμετρήματος που πήρε τα ηνία της προσωπικής του έκθεσης στα χέρια του και προχώρησε ένα βήμα παραπέρα, εφευρίσκοντας έναν χαρακτήρα που θα μπορούσε να προβάλει. Φυσικά πρόκειται για την καρικατούρα του Σαρλό, του μικροσκοπικού ανθρώπου με το χαρακτηριστικό μουστάκι, το μπαστούνι και το μπόουλερ καπέλο. Πίσω από αυτή την εικόνα δεν μπορούσε να δει κανένας το αληθινό πρόσωπο του άντρα που φορούσε με χάρη τα θεατρικά του αξεσουάρ.
Ο Τσάπλιν, σύμφωνα με το ντοκιμαντέρ, ήταν ο πρώτος σταρ τόσο μεγάλου διαμετρήματος που πήρε τα ηνία της προσωπικής του έκθεσης στα χέρια του και προχώρησε ένα βήμα παραπέρα, εφευρίσκοντας έναν χαρακτήρα που θα μπορούσε να προβάλει. Φυσικά πρόκειται για την καρικατούρα του Σαρλό, του μικροσκοπικού ανθρώπου με το χαρακτηριστικό μουστάκι, το μπαστούνι και το μπόουλερ καπέλο.
Ο σκηνοθέτης του ντοκιμαντέρ Τζέιμς Σπίνεϊ λέει στον «Γκάρντιαν» ότι, βλέποντας τις ταινίες ως ενήλικας, αναγνωρίζει εντελώς διαφορετικά πράγματα από την καρικατούρα που έβλεπε όταν ήταν παιδί. «Εντυπωσιάστηκα από την αίσθηση του μοντέρνου και του ανατρεπτικού, τίποτα δεν φαίνεται απαρχαιωμένο. Όλοι έχουν μια ιδέα για τον Τσάρλι Τσάπλιν. Αλλά οι άνθρωποι που τον γνώριζαν καλύτερα ένιωθαν ότι ήταν δύσκολο να δημιουργηθεί ένας δεσμός μαζί του, ότι δεν τον ήξεραν πραγματικά, ότι έπαιζε πάντα» λέει.
Ο Τσάπλιν στη μακρά και περιπετειώδη ζωή του υποδύθηκε πολλούς ρόλους, από τον αλήτη μέχρι τον μεγάλο ουμανιστή, τον εκδικητικό εραστή, τον κυνηγημένο μετά την απόφαση του αμερικανικού υπουργείου Δικαιοσύνης να του πάρει τη βίζα στη διάρκεια του Ψυχρού πολέμου, τον απομονωμένο κάτοικο της Ελβετίας, του Βεβέ, όπου έμεινε μέχρι το τέλος της ζωής του, στις 25 Δεκεμβρίου 1977.
Μάλιστα, από το 1952 έως το τέλος της ζωής του ταξίδεψε στην Αμερική μόνο μία φορά, το 1972, προκειμένου να παραλάβει το ειδικό τιμητικό Όσκαρ για τη συνεισφορά του στην έβδομη τέχνη, κερδίζοντας το μεγαλύτερο σε διάρκεια χειροκρότημα της ιστορίας των βραβείων.
Ο Τσάπλιν αγαπούσε τους θαυμαστές του, απεχθανόταν τους δημοσιογράφους και τις συνεντεύξεις, αντιμετώπιζε το άγχος της διασημότητας, αλλά, όπως λένε οι δημιουργοί της ταινίας, ήταν «χαμαιλέοντας με τον τρόπο που αντανακλούσε στους ανθρώπους αυτό που ήθελαν».
Μια βασική πηγή του ντοκιμαντέρ είναι μια «αινιγματική» κασέτα που περιείχε ακατέργαστο ηχητικό υλικό από ένα τριήμερο αφιέρωμα του περιοδικού «Life», το οποίο έκανε ο Ρίτσαρντ Μέριμαν το 1966 στο σπίτι του Τσάπλιν στη λίμνη της Γενεύης. «Συνειδητοποιήσαμε ότι φτάσαμε στην κατάλληλη στιγμή της ιστορίας όπου μια αρχειακή πηγή όπως αυτή μπορεί να αποκατασταθεί», λέει ο παραγωγός της ταινίας. «Αρχίσαμε να το αναλύουμε και παρόλο που φαίνεται ότι έχουν γραφτεί 700 βιβλία για τον Τσάπλιν, σκεφτήκαμε ότι αυτός θα μπορούσε να είναι ο δρόμος μας για κάτι νέο».
Αυτά τα ηχητικά ντοκουμέντα είναι συμπυκνωμένα τα απομνημονεύματά του, καθώς ο Τσάπλιν θυμόταν τις πρώτες μέρες των δοκιμασιών και των κακουχιών του.
«Αυτός ο χαρακτήρας του Αλήτη, που είναι τόσο μέσα στην ψυχή του ίδιου του Τσάπλιν, διοχετεύει την παιδική του ηλικία και τις νευρώσεις του και τις ταπεινώσεις του και συνεχίζει να επαναλαμβάνει τα τραύματα που βίωσε στο Λονδίνο», εξηγεί ο Σπίνεϊ. Εδώ σε σκηνή της ταινίας «Ο Χρυσοθήρας», 1925.
Λίγο αργότερα, η μητέρα του αρρώστησε και άρχισε να δουλεύει ως ράφτρα και αργότερα μπήκε σε άσυλο φρενοβλαβών. Ζούσαν σε άθλιες συνθήκες και το 1895 ο Τσάπλιν μπήκε στο Λάμπεθ, ένα άσυλο για ορφανά και εγκατελελειμμένα παιδιά, από το οποίο είχε τις χειρότερες αναμνήσεις.
«Αυτός ο χαρακτήρας του Αλήτη, που είναι τόσο μέσα στην ψυχή του ίδιου του Τσάπλιν, διοχετεύει την παιδική του ηλικία και τις νευρώσεις του και τις ταπεινώσεις του και συνεχίζει να επαναλαμβάνει τα τραύματα που βίωσε στο Λονδίνο», εξηγεί ο Σπίνεϊ.
«Αυτός ο χαρακτήρας τον μετέτρεψε επίσης στον πιο ακριβοπληρωμένο ηθοποιό στον πλανήτη και σε έναν από τους πιο διάσημους ανθρώπους στην ιστορία. Είναι σχεδόν σαν παραμύθι, από ορισμένες απόψεις… Η αποφασιστικότητα του Τσάπλιν να συνεχίσει να ταξιδεύει βαθιά, ενδοσκοπώντας, το πώς ενέταξε τα κομμάτια της ζωής του στην τέχνη του – είναι αυτό που τον έκανε έναν μεγάλο καλλιτέχνη που δεν επαναπαύτηκε ποτέ στις δάφνες του».
Οι δυο σκηνοθέτες χρησιμοποιούν αυτόν τον βιογραφικό φακό για να επεξεργαστούν τις μεγαλύτερες επιτυχίες της φιλμογραφίας του Τσάπλιν ως επέκταση των εσωτερικών του συγκρούσεων.
«Ο εξαιρετικός καμβάς της ζωής του χαρτογραφείται πολύ όμορφα στις ταινίες του», λέει ο Μίντλετον. Στο “Χαμίνι” προβάλλεται το πληγωμένο παιδί, στον “Χρυσοθήρα” αναδεικνύεται η φαντασία του, στον “Μεγάλο Δικτάτορα” δείχνει την απέχθειά του στον φασισμό. Το κοινό είχε ερωτευθεί βαθιά τον Τσάπλιν και αυτό ήταν πολύ ισχυρό και πέρα από τη θέληση ή τις επιθυμίες ή τις φιλοδοξίες των στούντιο».
Το δεύτερο μισό του ντοκιμαντέρ μετατοπίζεται από το έργο του Τσάπλιν στην πολυτάραχη προσωπική του ζωή, στην οποία μερικές κρίσεις απείλησαν να αμαυρώσουν το προφίλ του. Δεν ήταν μόνο η εκστρατεία συκοφαντικής δυσφήμισης εναντίον του από την Επιτροπή Αντιαμερικανικών Δραστηριοτήτων της Βουλής των Αντιπροσώπων, η οποία χαρακτήρισε τον Τσάπλιν υποστηρικτή του κομμουνισμού· πιο άσχημα ακόμα ήταν τα σκληρά, σκανδαλώδη διαζύγια.
Οι θαυμαστές του Τσάπλιν πρέπει να αντιμετωπίσουν την ασυμφωνία μεταξύ ενός καλλιτέχνη που κήρυττε την καλή θέληση και τη μεγαλοψυχία στην οθόνη με τα άβολα στοιχεία όπως η συνέντευξη που έδωσε η δεύτερη σύζυγός του Λίτα Γκρέι το 1965, πριν την κυκλοφορία της αυτοβιογραφίας της, στην οποία τον κατηγόρησε για άθλια συμπεριφορά. Ο Τύπος τής συμπεριφέρθηκε απαίσια, χαρακτηρίζοντάς τη χρυσοθήρα, επειδή το διαζύγιό της με τον Τσάπλιν ήταν το πιο ακριβό και συγκλονιστικό στην ιστορία του Χόλιγουντ.
Το έκτασης πενήντα σελίδων διαζύγιο με ημερομηνία έκδοσης 1927 βγήκε με τη συμφωνία ότι η Γκρέι, που ήταν δεκαπέντε ετών όταν τον παντρεύτηκε, θα κρατούσε το στόμα της κλειστό για τις σεξουαλικές προτιμήσεις του τριανταπεντάχρονου Τσάπλιν. Η Γκρέι πήρε το εξωπραγματικό για την εποχή ποσό των 825.000 δολαρίων.
Ο Τσάρλι Τσάπλιν και ο Μπάστερ Κίτον παίζουν μποξ
Οι σκηνοθέτες της ταινίας φιλοδοξούν το κοινό να έχει μια πιο σφαιρική και πιο δίκαιη εικόνα για όλες τις πλευρές της ζωής του Τσάπλιν. Η εικόνα των σταρ καταρρέει συχνά όταν αποκαλύπτεται ένα μοτίβο καταχρηστικής συμπεριφοράς, ειδικά στις μέρες μας. Οι δημιουργοί πιστεύουν ότι το κοινό είναι αρκετά εξελιγμένο για να εξετάσει όλες τις εκδοχές που παρουσιάζονται.
Στη ζωή του Τσάπλιν υπήρχε μια ανησυχητική αντίφαση. Στο «The Real Charlie Chaplin» αποκαλύπτεται, όπως λέει η κόρη του Τζέιν, ότι πέτυχε το όνειρο της ζωής του. Στη δουλειά του ονειρευόταν τον πλούτο και τη φήμη, και τα κατάφερε. Αλλά αργότερα στη ζωή του θα παραδεχόταν ότι ένιωθε πάντα πολύ ανασφαλής για τον πλούτο του, σαν να μπορούσε να ξαναγίνει φτωχός ανά πάσα στιγμή και να τα χάσει όλα.
Διαβάστε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο
Το σχόλιο σας