Μύλοι Λούλη: 238 χρόνια μυλωνάδες
Δεν είχε γίνει ακόμα η Γαλλική Επανάσταση, όταν το 1782 ο Ζώης Λούλης εγκαταστάθηκε στην Αετορράχη Ιωαννίνων και έκτισε έναν μικρό πετρόμυλο. Με επιμονή, σκληρή δουλειά και μεγάλες φιλοδοξίες οι απόγονοί του Ζώη προκόβουν και γίνονται εξέχοντα μέλη της τοπικής κοινωνίας. Ο γιος του Ζώη, Γιάννης Λούλης, ιδρύει στα Γιάννενα μια από τις μεγαλύτερες τράπεζες της περιοχής, ενώ παράλληλα με όραμα και στρατηγική αναπτύσσει μια σημαντική φιλανθρωπική και κοινωνική δράση με μεγάλη επιρροή, που τον καθιστούν ως έναν από τους μεγάλους ευεργέτες της περιοχής.
Μετά το θάνατο του Ιωάννη Λούλη, το 1870, με εντολή του όλη του η περιουσία περιέρχεται στο κληροδότημα Λούλη, το οποίο μέχρι σήμερα κρατά ζωντανό το πέρασμα της οικογένειας από τα Γιάννενα, διαθέτοντας όλα του τα έσοδα σε κοινωφελή έργα στην ευρύτερη περιοχή. Το 1912, όταν η περιοχή των Ιωαννίνων γίνεται θέατρο άγριων συγκρούσεων μεταξύ του ελληνικού στρατού και των Τούρκων, ο μύλος καίγεται, η περιουσία καταστρέφεται.
Τέσσερα από τα αδέλφια Λούλη αποφασίζουν να μετεγκατασταθούν στον Βόλο – δίπλα στον Θεσσαλικό κάμπο αλλά και πάνω στη θάλασσα, πράγμα που διευκολύνει τις μεταφορές. Το 1917 αγοράζουν τον μεγάλο κυλινδρόμυλο του Βόλου. Μια δεύτερη καταστροφή το 1926, όταν και πάλι καίγεται ο μύλος, γίνεται αφορμή για νέα ανάπτυξη. Μέσα σε 1 χρόνο κτίζεται μεγαλύτερος μύλος με ελβετικά μηχανήματα, δυναμικότητας 100 τόνων ανά 24ωρο.
Το 1928, θεμελιώνεται στον όρμο Αγίου Γεωργίου στο Κερατσίνι Πειραιά ο μεγαλύτερος τότε μύλος της ελληνικής επικράτειας, με την τελευταία λέξη της τεχνολογίας της εποχής εκείνης και βασικούς μετόχους τις οικογένειες Συμεώνογλου, Βουδούρογλου και Καραϊωσηφόγλου, με την επωνυμία ΜΥΛΟΙ ΑΓΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ. Ο Μύλος ολοκληρώνεται το 1929 και χαρακτηρίζεται ως ένα μεγαλειώδες έργο της εποχής του. Σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα οι ΜΥΛΟΙ ΑΓΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ηγούνται του κλάδου της ελληνικής Αλευροβιομηχανίας.
Στον πόλεμο του ’40 δίνουν το «παρών» τροφοδοτώντας τον ελληνικό στρατό και λίγο πριν μπουν οι Γερμανοί στον Βόλο κλείνουν το εργοστάσιο και μοιράζουν όλα τα αποθέματα αλευριού στους εργαζομένους και τους φτωχούς της πόλης. Αλλοι στη θέση τους θα έβρισκαν την ευκαιρία να θησαυρίσουν… Ξανά ως Μύλοι Λούλη επαναλειτουργούν μετά την απελευθέρωση, το 1945.
Στις 24 Οκτωβρίου του 1951 η “Κυλινδρόμυλος Λούλη A.E.” εισάγεται στο Χρηματιστήριο, αλλά και η τότε ανταγωνίστρια εταιρεία «Μύλοι Αγίου Γεωργίου Α.Ε». Το 1952 η ΚΥΛΙΝΔΡΟΜΥΛΟΣ ΛΟΥΛΗ Α.Ε. κάνει τον πρώτο σιμιγδαλόμυλο της Ελλάδος προκαλώντας πραγματική επανάσταση στο χώρο της μακαρονοποιιας.
Το 1961, τη διοίκηση της εταιρείας αναλαμβάνει ο Νικόλαος Κ. Λούλης. Τέσσερα χρόνια αργότερα η εταιρεία ΜΥΛΟΙ ΑΓ. ΓΕΩΡΓΙΟΥ Α.Ε. αγοράζει αυτόματες συσκευαστικές μηχανές και ξεκινά τις πωλήσεις αλεύρου σε μικρή συσκευασία -πακέτα του ενός και του μισού κιλού- τα οποία διατίθενται στα παντοπωλεία και στα Super Market της εποχής.
Το αλεύρι των ΜΥΛΩΝ ΑΓΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ -το μοναδικό εκείνη την εποχή που κυκλοφορεί συσκευασμένο- μπαίνει με επιτυχία στο ελληνικό νοικοκυριό. Το 1969 αρχίζει να λειτουργεί το υποκατάστημα της ΚΥΛΙΝΔΡΟΜΥΛΟΣ ΛΟΥΛΗ Α.Ε. στην Αττική. Ο Νικόλαος Κ. Λούλης κάνει το πρώτο βήμα για τη μετεγκατάσταση του Μύλου με την αγορά οικοπέδου στη Βιομηχανική Περιοχή Βόλου.
Το 1975 ο Νικόλαος Κ. Λούλης πεθαίνει. Πρόεδρος της εταιρείας αναλαμβάνει η σύζυγός του Εύη Ν. Λούλη και Γενικός Διευθυντής ο γιος του Κωνσταντίνος. Το 1977 αρχίζει να κτίζεται ο νέος μύλος της ΚΥΛΙΝΔΡΟΜΥΛΟΣ ΛΟΥΛΗ Α.Ε. στη Βιομηχανική Περιοχή Βόλου ο οποίος ξεκινά την παραγωγή του στα τέλη του 1978 χρησιμοποιώντας την τελευταία λέξη της τεχνολογίας της εποχής του. Το 1988 οι συνολικές αλέσεις της ΚΥΛΙΝΔΡΟΜΥΛΟΣ ΛΟΥΛΗ Α.Ε. φέρνουν την εταιρεία στη 2η θέση της Ελληνικής Αλευροβιομηχανίας από τη 12η που κατείχε το 1978. Αρχές της δεκαετίας του 1990 ο Κωνσταντίνος Ν. Λούλης κάνει το πρώτο βήμα για τη μετεγκατάσταση του μύλου από τη ΒΙ.ΠΕ. Βόλου με την αγορά παραλιακού οικοπέδου εκτάσεως 100.000 τ.μ. στον Παγασητικό κόλπο (όρμος Σούρπης).
Το 1993 η ΚΥΛΙΝΔΡΟΜΥΛΟΣ ΛΟΥΛΗ Α.Ε. ιδρύει το υποκατάστημα Μακεδονίας με έδρα στο Καλοχώρι Θεσσαλονίκης. Το 1995 η ΚΥΛΙΝΔΡΟΜΥΛΟΣ ΛΟΥΛΗ Α.Ε. αγοράζει τον Μύλο Σιμιτζή στην Καβάλα και προχωρά σε ριζική ανακαίνιση των κτιριακών και μηχανολογικών εγκαταστάσεων. Ένα χρόνο αργότερα, η εταιρεία ΚΥΛΙΝΔΡΟΜΥΛΟΣ ΛΟΥΛΗ Α.Ε., αφού αγοράζει τον Μύλο Σιμιτζή στην Καβάλα, προχωρά σε ριζική ανακαίνιση των κτιριακών και μηχανολογικών εγκαταστάσεων και τον θέτει σε λειτουργία. Η εταιρεία ΜΥΛΟΙ ΑΓ. ΓΕΩΡΓΙΟΥ Α.Ε. μετά από συνεχείς επενδύσεις ολοκληρώνει τον εκσυγχρονισμό των εγκαταστάσεών της, φτάνοντας συνολική δυναμικότητα άλεσης 800 τόνων ανά 24ωρο. Το 1997 η εταιρεία ΜΥΛΟΙ ΑΓΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ Α.Ε. προχωράει σε επέκταση των δραστηριοτήτων της στις αναπτυσσόμενες βαλκανικές χώρες αγοράζοντας την πλειοψηφία του εργοστασίου TITAN στο Βουκουρέστι και MOPAN στην Τρανσυλβανία της Ρουμανίας τα οποία αποτελούσαν τα 2 μεγαλύτερα εργοστάσια παραγωγής αλεύρου και αρτοσκευασμάτων στη Ρουμανία.
Ένα χρόνο αργότερα η ΚΥΛΙΝΔΡΟΜΥΛΟΣ ΛΟΥΛΗ Α.Ε. μετά από 7,5 χρόνια συλλογής των απαραίτητων πιστοποιητικών και αδειών αποκτά πλέον την άδεια να ξεκινήσει την κατασκευή του νέου επιλιμένιου μύλου στον κόλπο του Παγασητικού. Το 1999 η ΚΥΛΙΝΔΡΟΜΥΛΟΣ ΛΟΥΛΗ Α.Ε. εξαγοράζει μέσω του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών το 52% των μετοχών της εταιρείας ΜΥΛΟΙ ΑΓΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ Α.Ε. Ενώ, εγκαινιάζεται στα Τίρανα Αλβανίας κέντρο διανομής και μονάδα παραγωγής αρτοσκευασμάτων.
Το 2000 αγοράζει τους Μύλους Σόφιας στη Βουλγαρία, αναλαμβάνοντας τη διοίκησή τους. Το 2001 θεμελιώνεται στη Cernica Βουκουρεστίου μια νέα πρότυπη βιομηχανική μονάδα που αποτελείται από μακαρονοποιείο, αρτεργοστάσιο, αλευρόμυλο και μονάδα παραγωγής δημητριακών (corn flakes), ενώ την ίδια χρονιά η επωνυμία της εταιρείας αλλάζει από «Κυλινδρόμυλος Λούλη» σε «Μύλοι Λούλη».
Λίγα χρόνια αργότερα, το 2004, ξεκινά η παραγωγή αλεύρου στο νέο εργοστάσιο της εταιρείας στα Τίρανα Αλβανίας και το 2007 γίνεται η μεταβίβαση πακέτου μετοχών, που αντιπροσωπεύουν το 60% του μετοχικού κεφαλαίου των θυγατρικών εταιρειών σε Ρουμανία και Βουλγαρία στην εταιρεία Leipnik-Lundeburger Invest Beteiligungs A.G.
Το 2010 η εταιρεία περνά στην 7η γενιά, όταν τη διοίκησή της αναλαμβάνει ο σημερινός διευθύνων σύμβουλος Νίκος Λούλης, ενώ την ίδια χρονιά λειτουργεί και ο πρώτος βιολογικός μύλος των Βαλκανίων στις νέες εγκαταστάσεις της Σούρπης. Ο Μύλος στο Κερατσίνι είχε σταματήσει τη λειτουργία του το 2009, λόγω παλαιότητας. Η πρώτη απόφαση του νέου διευθύνοντος συμβούλου είναι η κατασκευή υπερσύγχρονου, αυτοματοποιημένου μύλου στη θέση του παλαιού, σύμφωνα με τις τελευταίες προδιαγραφές της τεχνολογίας και με μηδενική επιβάρυνση στο περιβάλλον.
Το 2015, παρά την έντονη κρίση που βιώνεται στην Ελλάδα, οι «Μύλοι Λούλη» εξαγοράζουν την ελληνική εταιρεία Kenfood, πρωτοπόρο στον χώρο παραγωγής μειγμάτων και πρώτων υλών αρτοποιίας και ζαχαροπλαστικής, έτσι η εταιρεία ισχυροποιεί ακόμη περισσότερο τη θέση της. Το 2019, με βάση τις τελευταίες δημοσιευμένες οικονομικές καταστάσεις, ο κύκλος εργασιών είχε φτάσει στα 107,73 εκατομμύρια ευρώ, αυξημένος κατά 9,12% σε σχέση με έναν χρόνο πριν.
Η καθαρή κερδοφορία είχε φτάσει τα 3,02 εκατομμύρια ευρώ. Το σύνολο των ιδίων κεφαλαίων φτάνουν τα 90,8 εκατομμύρια ευρώ και το σύνολο των υποχρεώσεων τα 83,7 εκατομμύρια ευρώ, που δείχνουν και πόσο συμμαζεμένη οικονομικά είναι η εταιρεία, αν και η χρηματιστηριακή αποτίμησή της κινείται μόλις στα 45 εκατομμύρια ευρώ. Στη φετινή χρήση βέβαια θα προσμετρηθούν και οι επιδόσεις του εργοστασίου της Βουλγαρίας, το οποίο ξεκίνησε τη λειτουργία του στις 2 Ιανουαρίου.
Ο στόχος για τη Βουλγαρία είναι να φτάσει η παραγωγή στο 80% της δυνατότητας της μονάδας, από 60% που είναι σήμερα, και το 2021 να είναι κερδοφόρα. Η εταιρεία τρέχει ένα τριετές πλάνο επενδύσεων που ξεκίνησε το 2019 και θα ολοκληρωθεί του χρόνου, συνολικού ύψους 10 εκατομμυρίων ευρώ.
Το Μουσείο Λούλη
Η οικογένεια Λούλη, για περισσότερο από έναν αιώνα, συλλέγει με αγάπη αντικείμενα σχετικά με τη θεματική «σιτάρι-αλεύρι-ψωμί». Η επιθυμία να γίνει η συλλογή προσβάσιμη στο κοινό οδήγησε το 2012 στη δημιουργία του «Μουσείου Λούλη», στο ιστορικό κτήριο των Μύλων Αγίου Γεωργίου, στο Κερατσίνι. Το όραμα του μουσείου είναι να διαφυλάξει την ιστορία και την παράδοση της καλλιέργειας και επεξεργασίας του σιταριού, να καταγράψει το ρόλο και τη σημασία του ψωμιού στις διάφορες εκφάνσεις της καθημερινής ζωής διαχρονικά και να αναδείξει τη σπουδαιότητα της μεσογειακής διατροφής ως τρόπου ζωής και στοιχείου πολιτισμού.
Έχοντας υποδεχτεί, στα πέντε πρώτα χρόνια της λειτουργίας του, περισσότερους από 25.000 μαθητές και μετά από 15 μήνες εντατικών εργασιών το Μουσείο Λούλη άνοιξε ξανά, τον Σεπτέμβριο του 2018, έτοιμο να υποδεχθεί τους μικρούς και μεγάλους επισκέπτες, σε έναν πλήρως ανακαινισμένο χώρο και πλαισιωμένο από ένα συναρπαστικό εκπαιδευτικό πρόγραμμα για παιδιά και εφήβους 4 έως 18 ετών. Η είσοδος στο Μουσείο Λούλη καθώς και η συμμετοχή στα εκπαιδευτικά του προγράμματα είναι δωρεάν. Στη νέα πτέρυγα του Μουσείου Λούλη διαρθρώνονται 12 θεματικές ενότητες αλληλένδετες αλλά και συνάμα αυτόνομες.
Διαβάστε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο
Το σχόλιο σας