Αν το ελληνικό μπάσκετ ήταν άνθρωπος θα ήταν ο Παναγιώτης Γιαννάκης (pics&vids)
Η “μάχη” τους σε ένα παιχνίδι Ιωνικού – Άρη, πριν ακόμα γίνουν συμπαίκτες, είχε χαρακτηριστεί από τον Τύπο της εποχής ως “επική”. Τη σεζόν 1981/1982 ο Παναγιώτης Γιαννάκης αγωνιζόταν ακόμα στον Ιωνικό Νικαίας, ο οποίος θα αντιμετώπιζε τον Άρη του Νίκου Γκάλη.
Τελικό σκορ 113-114. Ο Παναγιώτης Γιαννάκης μόλις είχε πετύχει 73 πόντους. Ο Νίκος Γκάλης είχε σημειώσει 62. Στην ουσία, δεν μιλούσαμε για το Ιωνικός – Άρης, αλλά για το Γιαννάκης εναντίον Γκάλη. Και ήταν εμφανές, πια, πως τον Παναγιώτη Γιαννάκη δεν τον χωρούσαν τα στενά όρια της Νίκαις. Σύντομα θα ζούσε κάτι μεγαλύτερο.
Δύο χρόνια μετά, το καλοκαίρι του 1984 και με τον Άρη να έχει χάσει δύο τίτλους, η τότε διοίκηση της ομάδας επιθυμούσε να πλαισιώσει τον Γκάλη με έναν ακόμα τεράστιο παίκτη. Το ποσό μαμούθ για την εποχή, των 42.000.000 δραχμών ντύνει τον Παναγιώτη Γιαννάκη στα κίτρινα και μετατρέπει τον Άρη σε ανίκητο.
Το δίλημμα Γκάλης ή Γιαννάκης απασχόλησε για χρόνια κόσμο και δημοσιογράφους. Ο Γκάλης υπήρξε ο Θεός του ελληνικού μπάσκετ. Εκείνος που το… έφερε στην Ελλάδα. Θα ήταν το ίδιο… Θεός χωρίς τον Γιαννάκη στο πλάι του; Πιθανότατα ναι, αλλά δύσκολο να απαντηθεί με σιγουριά. Μαζί μεγαλούργησαν στον Άρη, μαζί τον έκαναν… αυτοκράτορα, μαζί έφτασαν την Εθνική ομάδα στο έπος του 1987. «Σκότωσα το “εγώ” μου ως παίκτης για να συνυπάρχουμε αρμονικά με τον Νικ», παραδέχθηκε με περίσσεια δόση ειλικρίνειας λίγα χρόνια αργότερα.
Τριάντα χρόνια μετά από εκείνον τον θρίαμβο στο Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας, στην Ελλάδα μοιάζει να έχουμε… ξεχάσει κάτι. Μοιάζει σαν να έχουμε αδικήσει τον Παναγιώτη Γιαννάκη περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον τόσο μεγάλο αθλητή που γνώρισε αυτή η χώρα. Κάτω από την απεριόριστη – και δικαιολογημένη – λατρεία για τον Νίκο Γκάλη, ο Παναγιώτης Γιαννάκης δεν έχει λάβει όλα εκείνα που θα έπρεπε να κάνουμε γι’ αυτόν.
Ούτε εκδηλώσεις γιορτής για να τιμήσουν την προσφορά του, ούτε γήπεδα με το όνομά του. Όσο κι αν αντιλαμβάνονται και παραδέχονται όλη τη συνεισφορά του και τη σφραγίδα που έβαλε στο ελληνικό μπάσκετ ο Παναγιώτης Γιαννάκης, πάντα η σύγκριση με τον Γκάλη τον έφερνε ένα… βήμα πιο πίσω.
Τον ίδιο δεν τον ένοιαζε ποτέ. Ο ίδιος ο Παναγιώτης Γιαννάκης ήταν πάντα εκεί, χαμογελαστός και περήφανος για τον φίλο του τον Νίκο. Σε κάθε εκδήλωση, σε κάθε γιορτή, ο Γιαννάκης τραγουδούσε και τραγουδάει ακόμα παρέα με τον κόσμο το πασίγνωστο “Τι την έκανε την μπάλα ο Θεός”… Όπως έκανε και στο πρόσφατο φιλικό του Άρη με την Μπόκα Τζούνιορς στο “Κλεάνθης Βικελίδης”.
“Αυτή η γιορτή έγινε προς τιμή του Νίκου. Του αξίζει κάθε τιμή και ο κόσμος του ανταπέδωσε αυτό που έχει κάνει για εκείνους με ένα χειροκρότημα και μια αποθέωση που πραγματικά σε κάνει να ανατριχιάζεις. Ο Νίκος το απόλαυσε και φαινόταν αυτό και σε αυτά που λέγαμε. Είναι κάτι συγκλονιστικό”, θα πει ο Γιαννάκης, ο οποίος φυσικά αναφέρθηκε και για το Hall Of Fame στο οποίο ανήκει ο Γκάλης.
“Είχα καιρό να τον δω, τον αγκάλιασα. Ένιωσα ιδιαίτερη χαρά που του έγινε αυτή η τιμή (σ.σ. Hall Of Fame), γιατί στο πρόσωπό του αντανακλά όλο τον ευρωπαϊκό αθλητισμό, τον αθλητισμό στην Ελλάδα και φυσικά εκεί που ανδρώθηκε και έζησε τις μεγάλες του στιγμές, τον Άρη. Όταν έχεις κάνει προπόνηση μαζί του κι έχεις ζήσει όλες αυτές τις μεγάλες στιγμές, αισθάνεται μια ιδιαίτερη ικανοποίηση που όλο αυτό αναγνωρίστηκε από τον παγκόσμιο αθλητισμό”.
Η ζωή ενός δράκου
Ο “δράκος” γαλουχήθηκε μπασκετικά στον Ιωνικό Νικαίας, στις ακαδημίες του οποίου άνηκε από το 1972 σε ηλικία 13 ετών. Πρώτη μεγάλη διάκριση της χρυσής καριέρας του ήταν με την φανέλα της εθνικής παίδων όταν και κατέκτησε το ασημένιο μετάλλιο στο ευρωμπάσκετ της Αθήνας το 1975. Ήταν μπροστάρης του Ιωνικού όταν κατέκτησε το πρωτάθλημα Ελλάδας εφήβων το 1976 στη Λάρισα με αντίπαλο τον Ηρακλή.
Τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους, μόλις στα 17 του χρόνια, κατάφερε να αγωνιστεί με την φανέλα της εθνικής ομάδας ανδρών σε τουρνουά της ΔΕΘ. Η σχέση του με την εθνική ξεκίνησε εκείνη την εποχή και έμελλε να κρατήσει για 20 χρόνια σαν παίκτης. Μετά θα συνδέσει το όνομά του και σαν προπονητής της Εθνικής, γράφοντας νέες χρυσές σελίδες στην ιστορία, με την κατάκτηση του Eurobasket 2005 και φυσικά με τη νίκη επί της Αμερικής ένα χρόνο αργότερα.
Ο Γιαννάκης ήταν από τα κυριότερα γρανάζια της ομάδας του Ιωνικού που προβιβάστηκε στην πρώτη κατηγορία και αποτέλεσε μια αξιόλογη ομάδα κατακτώντας την 6η θέση το 1979 και κερδίζοντας έτσι την συμμετοχή στο Κύπελλο Κόρατς. Το ίδιο έτος με την Εθνική Ελλάδας ο Γιαννάκης συμμετείχε στην κατάκτηση του χρυσού μεταλλίου στους Μεσογειακούς αγώνες από την εθνική Ελλάδας που είναι και το μοναδικό έως σήμερα. Ένα αστέρι μόλις είχε γεννηθεί και ήταν έτοιμο να λάμψει στα Ελληνικά (και όχι μόνο) παρκέ.
Στην ελίτ της Ευρώπης με την Εθνική και τον ΑΡΗ
Η μεγαλύτερη στιγμή της καριέρας του με τα χρώματα της εθνικής ομάδας ήταν πέρα από κάθε αμφιβολία η κατάκτηση του Ευρωμπάσκετ του1987. Ως αρχηγός της Εθνικής Ελλάδας και κόντρα σε όλα τα προγνωστικά, κατέκτησε το χρυσό μετάλλιο νικώντας την ΕΣΣΔ στον τελικό της 14ης Ιουνίου με νίκη 103-101. Η στέψη της εθνικής Ελλάδας σαν πρωταθλήτρια Ευρώπης είχε σαν συνέπεια την εκτόξευση της δημοτικότητας του αθλήματος.
Ο Άρης θεωρήθηκε συνέχεια της εθνικής του 1987 μιας και ήταν ο κύριος αιμοδότης της. Σαν συνέπεια αυτού, είχε την τύχη να απολαμβάνει την πανεθνική στήριξη από τους οπαδούς όλων των ομάδων. Ο Γιαννάκης ήταν από τους πρωταγωνιστές της μεγάλης πορείας του Άρη και είναι σίγουρο ότι αν οι κανονισμοί της εποχής (σχετικά με τον αριθμό των ξένων που μπορούσαν να αγωνιστούν στις ομάδας) ήταν ευνοϊκότεροι ο Άρης θα είχε κατακτήσει πιθανόν ένα κύπελλο πρωταθλητριών.
Το 1988, 1989, 1990 ο Άρης κατέκτησε όλους τους εγχώριους τίτλους συμμετέχοντας ταυτόχρονα σε τρία διαδοχικά final-4 του Κυπέλλου Πρωταθλητριών Ευρώπης. Το 1989 στο final-4 του Μονάχου ο Άρης κατέκτησε την 3η θέση νικώντας την Μπαρτσελόνα στον μικρό τελικό. Ο αστικός μύθος «χρεώνει» στον Γιαννάκη την ήττα στον ημιτελικό με την Μακάμπι Τελ Αβίβ, εξαιτίας του επεισοδίου του με τον Κέβιν Μαγκί όπου διακόπηκε ο αγώνας την στιγμή που ο Άρης βρισκόταν μπροστά στο σκορ με 8 πόντους.
Το καλοκαίρι του 1989 στο Ευρωμπάσκετ στο Ζάγκρεμπ, ο Παναγιώτης Γιαννάκης κατέκτησε με την εθνική Ελλάδος το ασημένιο μετάλλιο, αποδεικνύοντας ότι η επιτυχία του 1987 δεν ήταν ένας διάττοντας αστέρας. Στον ημιτελικό απέναντι στη ΕΣΣΔ η αμυντική κυρίως παρουσία του Γιαννάκη υπήρξε καθοριστική καθώς κέρδισε το τελευταίο καθοριστικό φάουλ, εξασφαλίζοντας το ασημένιο μετάλλιο. Τον επόμενο χρόνο στο Μουντομπάσκετ της Αργεντινής κατέκτησε την 6η θέση, απόντος μάλιστα του Νίκου Γκάλη από την αποστολή της εθνικής.
Οι μυθικοί τελικοί κόντρα στον ΠΑΟΚ και το τελευταίο πρωτάθλημα
Η περίοδος 1990/1991 ήταν δύσκολη από όλες τις απόψεις. Ο Άρης απέτυχε να προκριθεί στο 4ο συνεχόμενο final-4, όμως κρατούσε το καλύτερο για το τέλος κόντρα στον ανερχόμενο ΠΑΟΚ. Οι ασπρόμαυροι στους τελικούς των πλέι οφ είχαν πάρει τα πρώτα δύο ματς ισοφαρίζοντας τις νίκες του Άρη από την κανονική περίοδο όμως το τι έγινε στα δύο τελευταία ματς ξεπερνάει κάθε φαντασία. Ο Γιαννάκης υπήρξε ο ήρωας του Άρη στον 3ο τελικό αφού με το -μυθικό ποια- τρίποντο του στην εκπνοή του αγώνα έδωσε την νίκη στον αυτοκράτορα με το σύνθημα “στο τελευταίο δευτερόλεπτο παιδιά” να δονεί την ατμόσφαιρα του Αλεξανδρείου.
Στον 4ο και τελευταίο τελικό ο δράκος έκανε μάλλον το καλύτερο παιχνίδι με την φανέλα του Άρη. Ο δικέφαλος 3 φορές ξέφυγε με διαφορά 9-10 πόντων όμως ο Γιαννάκης ήταν εξωπραγματικός (32 πόντοι, 4 ριμπάουντ, 2 ασίστ, 2 κλεψίματα), με τον Σέλερς να δίνει την χαριστική βολή και την νίκη στον Άρη με 81-80. Οι οπαδοί του Άρη έκαψαν το… μισό Αλεξάνδρειο την ώρα που Γκάλης και Πρέλεβιτς πιάστηκαν στα χέρια. Αυτό ήταν και το τελευταίο πρωτάθλημα του Άρη αλλά και της καριέρας του Γιαννάκη.
Η τελευταία χρονιά με την φανέλα του Άρη
Το 1992 παρά τα τεράστια προβλήματα που αντιμετώπιζε ο Άρης, αναδείχθηκε κυπελλούχος Ελλάδας στον τελικό κόντρα στην ΑΕΚ. Η περίοδος 1992/1993 υπήρξε η τελευταία του με τον Άρη. Απόντος του Νίκου Γκάλη που είχε αποχωρήσει στον Παναθηναϊκό, καλούταν να ηγηθεί ενός “εκθρονισμένου” αυτοκράτορα. Στην τελευταία του χρονιά, ο Παναγιώτης Γιαννάκης πρόλαβε να γευτεί την κατάκτηση ενός Ευρωπαϊκού τίτλου με την φανέλα του Άρη, έστω και αν αυτό ήταν το κύπελλο κυπελλούχων και όχι το κύπελλο πρωταθλητριών που κυνηγούσε για χρόνια. Η παρουσία του στον τελικό δεν ήταν και η ιδανικότερη αφού χάθηκε μέσα στην γενικότερη αγωνία που είχε πνίξει την ομάδα, όμως οδήγησε εκ του ασφαλούς τον Άρη ως το Τορίνο. Οι εμφανίσεις του στους ημιτελικούς κόντρα στην Σαραγόσα (32 και 29 πόντους αντίστοιχα) ήταν σίγουρα οι καλύτερες Ευρωπαϊκές του εμφανίσεις.
Το τέλος της καριέρας του και τα πρώτα προπονητικά βήματα
Το μπάσκετ είχε ήδη αρχίσει να κατηφορίζει στην Αθήνα. Την περίοδο 1993/1994 αγωνίστηκε στον Πανιώνιο. Με τους Φάνη Χριστοδούλου και Χένρι Τέρνερ έφτιαξαν ένα πολύ καλό σύνολο το οποίο έφτασε μέχρι τα ημιτελικά του κυπέλλου κόρατς. Το καλοκαίρι του 1994 συμμετείχε στο Μουντομπάσκετ του Καναδά όπου έφτασε μέχρι τα ημιτελικά. Μετά το Μουντομπάσκετ μεταπήδησε στον Παναθηναϊκό όπου βρήκε τους πρώην συμπαίκτες του από τον Άρη, τους Νίκο Γκάλη και Στόγιαν Βράνκοβιτς.
Με την φανέλα των πρασίνων έφτασε έως το final-4 της Σαραγόσα το 1995, όπου ο τραυματισμός του στον ημιτελικό κόντρα στον Ολυμπιακό υπήρξε καταλυτικός για την έκβαση του αγώνα. Στην τελευταία του σεζόν σαν παίκτης θα κατακτούσε τελικά το πολυπόθητο κύπελλο, νικώντας σε έναν περιπετειώδη τελικό την Μπαρτσελόνα με 67-66. Πλέον εκτός από πρωταθλητής Ευρώπης σε εθνικό επίπεδο, αναδείχθηκε πρωταθλητής Ευρώπης και σε συλλογικό, όντας μάλιστα αρχηγός και στις δύο περιπτώσεις.
Το καλοκαίρι του 1996 αποχαιρετούσε την ενεργό δράση με τον καλύτερο τρόπο, συμμετέχοντας με την εθνική ομάδα στους ολυμπιακούς αγώνες της Ατλάντα, όπου και κατέκτησε την 5η θέση. Ωστόσο ο Παναγιώτης Γιαννάκης ήταν ένα πρόσωπο που ήταν αδιανόητο να μείνει μακριά από τα παρκέ. Το 1997 ανέλαβε το ρίσκο να γίνει προπονητής της Εθνικής Ανδρών μη έχοντας προηγούμενη εμπειρία από τη θέση του πάγκου. Οδήγησε την Εθνική Ελλάδος στην 4η θέση στο Ευρωμπάσκετ της Ισπανίας 1997 και στην 4η θέση στο Μουντομπάσκετ της Αθήνας τι 1998.
Ηγέτης του Αμαρουσίου και η θριαμβευτική παρουσία του στην Εθνική
Έχοντας αναλάβει λίγο νωρίτερα την τεχνική ηγεσία του Πανιωνίου, ανέλαβε το 2002 το Μαρούσι με οποίο το 2004 έφτασε ένα βήμα από την κατάκτηση του πρωταθλήματος και του FIBA Europe League. Το μεγάλο κέρδος από την παρουσία του στο Μαρούσι ήταν η ανάδειξη του Βασίλη Σπανούλη που μέχρι και σήμερα παραμένει ένας από τους κορυφαίους γκαρντ της Ευρώπης.
Το 2004, παράλληλα με την θητεία του στο Μαρούσι, ανέλαβε για 2η φορά προπονητής της Εθνικής ομάδας. Στην Ολυμπιάδα της Αθήνας οδήγησε την ομάδα στην 5η θέση της διοργάνωσης, αυτό όμως δεν ήταν παρά μόνο το “ορεκτικό”. Συνεχίζοντας το επιτυχημένο έργο στο Μαρούσι, οδήγησε τον Σεπτέμβριο του 2005 την εθνική ομάδα μετά από 18 χρόνια και πάλι στο Ευρωμπάσκετ του Βελιγραδίου.
Με την επιτυχία αυτή έγινε ο πρώτος που κατέκτησε το χρυσό μετάλλιο τόσο ως αρχηγός-παίκτης όσο και ως προπονητής. Το 2006 με την εθνική ομάδα έφτασε ως τον τελικό του μουντομπάσκετ, κερδίζοντας τις ΗΠΑ στον ημιτελικό με το εξωπραγματικό 101-95. Το 2007 κατέκτησε την 4η θέση του Ευρωμπάσκετ.
Η παρουσία του στον Ολυμπιακό και τα τελευταία χρόνια
Το 2008 ανέλαβε την ομάδα του Ολυμπιακού του οποίου υπήρξε μέλλος της προσπάθειας αναγέννησης του. Το καλοκαίρι του ίδιου έτους συμμετείχε με την εθνική Ελλάδος στην Ολυμπιάδα του Πεκίνου όπου και κατέκτησε την 5η θέση. Αυτή ήταν και η τελευταία του περιπέτεια με την γαλανόλευκη. Το έργο του στον πάγκο τον Πειραιωτών ήταν αμφιλεγόμενο. Το 2009 οδήγησε τον Ολυμπιακό στο final-4 της Ευρωλίγκα στο Βερολίνο, όπου ηττήθηκε στον ημιτελικό από τον Παναθηναϊκό. Την επόμενη και τελευταία σεζόν οδήγησε τον Ολυμπιακό στον τελικό της Ευρωλίγκα όπου έχασε από την Μπαρτσελόνα ενώ εντός συνόρων κατέκτησε το Κύπελλο Ελλάδος. Τον Ιούνιο 2012 έκατσε στον πάγκο της Λιμόζ, με την οποία παραβρέθηκε και αποθεώθηκε από τους οπαδούς του ΑΡΗ στο φιλικό προς τιμήν του Νίκου Γκάλη στις 7 Μαΐου του 2013 στο Αλεξάνδρειο. Το ίδιο έτος ανέλαβε τον πάγκο της εθνικής Κίνας με την οποία όμως δεν κατάφερε κάτι ιδιαίτερο με αποτέλεσμα να απομακρυνθεί τον Ιανουάριο του 2014.
Η επιστροφή στον Άρη
Το καλοκαίρι που πέρασε ο Παναγιώτης Γιαννάκης επέστρεψε στην ομάδα με την οποία μεγαλούργησε. Ο Άρης ήταν εκεί για να του ανοίξει την αγκαλιά του και να τον καλέσει κοντά του, ώστε να χτίσουν και πάλι την ομάδα. Το ντεμπούτο του στον πάγκο του Άρη, στο ματς Κυπέλλου κόντρα στον ΠΑΟΚ, έφερε χιλιάδες κόσμου στο γήπεδο να τον αποθεώνουν. Να τον βλέπουν και να θυμούνται το ένδοξο παρελθόν και όσα έζησαν.
Εκείνος, ίδιος όπως πάντα. Με το βλέμμα πάντα χαμηλά και με τη δουλειά πάντα οδηγό του. Χωρίς τυμπανοκρουσίες, χωρίς να τον νοιάζει πόσοι, ποιοι και αν θα τον τιμήσουν. Άλλωστε ο ίδιος ξέρει τι υπήρξε και τι συνεχίζει να είναι για το ελληνικό μπάσκετ. Τριάντα χρόνια τώρα βρίσκεται μονίμως στην κορυφή. Και θα συνεχίσει να το κάνει.
Διαβάστε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο
Το σχόλιο σας