Γιατί ένας Βραζιλιάνος παίζει μπάσκετ;
Όταν ήταν ακόμα ανήμπορος να υποστηρίξει τον εαυτό του, έβλεπε τον Σέρτζιο Σκαριόλο να τον θέτει στο περιθώριο. Ήταν στη Μάλαγα, 18 ως 20 χρονών και έβλεπε τον προπονητή του να μην τον χρησιμοποιεί επειδή δεν του άρεσαν τα κοτσιδάκια στα μαλλιά. «Έπρεπε να έχω κοντά μαλλιά για να δείχνω σοβαρός παίκτης», μου έλεγε. Ο Βίτορ Φαβεράνι σοβαρός τύπος δεν έγινε ποτέ. Όχι με τον υποκριτικό τρόπο που επιτάσσει η σοβαροφάνεια. Άλλαζε τα μαλλιά του, έκανε τα τατουάζ του, έτρεχε με το αμάξι του και φορούσε τα τεράστια ακουστικά στα αυτιά του για να ακούει το ίδιο τραγούδι του πορτογαλικού συγκροτήματος «Ephesus» και τον ίδιο στίχο τουλάχιστον είκοσι φορές πριν από κάθε ματς.
Ποιος είσαι εσύ που θα πεις ότι είναι δύσκολο; Ποιος έχει τη δύναμη να πηδήξει στο γκρεμό;
Παπούτσια, νούμερο 44!
Το παρατσούκλι του είναι «El Hombre Indestructible», ο άφθαρτος δηλαδή. Ο Βίτορ ήταν ο hombre που έφυγε μακριά από το σπίτι του και την οικογένειά του στα 13 του χρόνια, που πήγε στην Ισπανία στα 14 του, που ήταν ελαφρώς under achiever εκεί, όμως κατόρθωσε να κάνει τη Βοστώνη να μιλάει για εκείνον. Έστω και για μερικά φεγγάρια όλοι έψαχναν να μάθουν τι είναι εκείνο που κάνει έναν Βραζιλιάνο να παίζει μπάσκετ; Η εύκολη απάντηση είναι το ύψος. Αλλά δεν είναι η σωστή!
Ο Φαβεράνι γεννήθηκε στις 5 Μαΐου του 1988 και σύντομα μετά οι γονείς του χώρισαν. Ο πατέρας της οικογένειας εγκατέλειψε τη γυναίκα του και τα πέντε του παιδιά. Εκείνη αποφάσισε να παλέψει, έγινε η πολεμίστρια της οικογένειας και μετακόμισε 900 χιλιόμετρα μακριά από το Πόρτο Αλέγκρε, τη γενέτειρα των παιδιών της. Ήθελε κι έπρεπε να ξεκινήσει από το μηδέν. Για να τα καταφέρει, έπρεπε να δουλέψει. Να δουλέψει πολύ.
«Δεν υπάρχουν λέξεις για να περιγράψουν τη μητέρα μου. Ήταν και παραμένει τα πάντα για μένα. Δούλευε τουλάχιστον 16 ώρες την ημέρα για να συντηρήσει πέντε παιδιά και ταυτόχρονα να τα κρατήσει το σωστό δρόμο», περιγράφει ο Βίτορ και ο σωστός δρόμος ήταν εφτά χιλιόμετρα από το σπίτι τους. Το αθλητικό κέντρο! Εκεί ο ίδιος και τα αδέρφια του δοκίμαζαν ό,τι άθλημα υπήρχε. Χάντμπολ, κολύμβηση, ποδόσφαιρο σάλας, βόλεϊ, μπάσκετ. «Ποτέ δεν σκέφτηκα ότι θέλω να παίξω μπάσκετ, παρότι ήμουν αρκετά ψηλότερος από τα υπόλοιπα παιδιά».
Ο Βίτορ Φαβεράνι στην ηλικία των 13 ετών ήταν 1μ.98 εκατοστά. Δεν το λες απλώς αρκετά ψηλότερος από τα υπόλοιπα παιδιά και δε γινόταν να μην το παρατηρήσει κάποιος. Έτσι κι έγινε… Μη φανταστείτε ότι υπήρχε κάποιο ιδιαίτερο ταλέντο που τον έκανε να ξεχωρίζει… «Απλώς είχα συγχρονισμό στις κινήσεις μου», εξηγεί για το τι είδαν σε εκείνον οι δύο πρώτοι του προπονητές. «Το αθλητικό κέντρο γνώρισα τον Σινές και τον Ζουλίς που με κάλεσαν να κάνω προπόνηση. Εκείνοι μού δίδαξαν τα πρώτα πράγματα για το μπάσκετ και θα τους είμαι ευγνώμων για πάντα. Μέχρι τότε δοκίμαζα όλα τα αθλήματα, αλλά δεν πίστευα ότι θα ακολουθήσω κάποιο».
Τα αδέρφια του τον κορόιδευαν. Το ίδιο και οι φίλοι του. Μα, ποιος παίζει μπάσκετ στην Βραζιλία; Η μητέρα του ήθελε να τον κάνει να νιώσει καλύτερα. Μάζεψε κάποιες οικονομίες που είχε και του αγόρασε το πρώτο του ζευγάρι παπούτσια μπάσκετ. Ήταν νούμερο 44. Ο Βίτορ φορούσε νούμερο 46. «Το μικρότερο ήταν σε προσφορά και ήταν το μόνο που μπορούσαμε να αγοράσουμε. Μέχρι και σήμερα θυμάμαι πως ήταν». Φυσικά και πονούσε σε κάθε προπόνηση. Αιμορραγούσε σε κάθε προπόνηση. Αλλά «εκείνα τα χρόνια ήμουν ευτυχισμένος. Μπορεί να μην είχαμε πολλά, να ήμασταν πολύ ταπεινοί, αλλά ήμασταν πολύ ενωμένοι ως οικογένεια. Δε θα άλλαζα αυτά τα χρόνια με τίποτα στον κόσμο».
Ισπανική επίθεση!
Ό,τι κρατάει λίγο αποτυπώνεται στη συνείδηση ως το καλύτερο που έχεις ζήσει. Δεν προλαβαίνει να φθαρεί. Τα παιδικά χρόνια του Φαβεράνι δεν κράτησαν όσο θα ήθελε. Σύντομα τον εντόπισαν σκάουτερ από την Βραζιλία και με 200 ρεάλ, λίγα ρούχα κι ένα ζευγάρι παπούτσια στο νούμερό του εντάχθηκε στην Ουνιάρα, στην Αναρακουάρα. Ένα χρόνο μετά ερχόταν μια ακόμα μεγαλύτερη πρό(σ)κληση. Να πάει στην Ισπανία!
«Ήμουν 14 ετών και υπέγραψα οκταετές συμβόλαιο με την Ουνικάχα. Πήγα χωρίς δεύτερη σκέψη. Με είδαν να παίζω, με κάλεσαν και μια εβδομάδα αργότερα η συμφωνία ήταν στο τραπέζι. Φανταστείτε λίγο, όμως, ότι ήμουν ένα μικρό παιδί που βρέθηκε σε μια ξένη χώρα». Η σύνδεση έγινε μέσω του προπονητή του, Ζοάο Μαρσέλο, που γνώριζε έναν επιχειρηματία στην Ισπανία. Ο Βίτορ άρπαξε την ευκαιρία για μια καλύτερη ζωή, έμαθε να μην μιλάει πολύ και προσπαθούσε χρόνο με το χρόνο να βελτιώνεται και να φτιάχνει το όνομά του.
Η αλήθεια είναι πως άργησε να τα καταφέρει. Η αποτυχία του να επιλεγεί στο ντραφτ του 2009 έριξε την ψυχολογία του στο ναδίρ και μόνο όταν… άρχισε να πίνει αίμα κατάφερε να σταθεί στο ύψος των προσδοκιών που υπήρχαν για εκείνον. Στη Βαλένθια συνεργάστηκε με τον Βέλιμιρ Περάσοβιτς, που έχει αποδείξει και από την περίπτωση του Γιάννη Μπουρούση ότι γνωρίζει καλά να εκμεταλλεύεται τους ψηλούς του. Οι αριθμοί του εκτοξεύτηκαν και στο φινάλε του 2013 του δόθηκε η ευκαιρία για ένα όνειρο που πίστευε ότι δε θα πραγματοποιούταν ποτέ. Να παίξει στο ΝΒΑ!
Έπαιξε για ένα χρόνο, έκανε τη Βοστώνη να μιλάει για εκείνον με τις εντυπωσιακές εμφανίσεις του στο ξεκίνημα της σεζόν, αλλά δεν είχε διάρκεια. Περιπλανήθηκε στο NBDL και για δύο μήνες στην παραπαίουσα Μακάμπι της προηγούμενης σεζόν, πριν επιστρέψει στην Ισπανία. Υπέγραψε στη Μούρθια, ήρθε η πρόταση της Μπαρτσελόνα και αυτή τη φορά δεν την απέρριψε. Έβαλε τα ακουστικά του και αποφάσισε να μην φοβηθεί.
Ποιος είσαι εσύ που θα πεις ότι είναι δύσκολο; Ποιος έχει τη δύναμη να πηδήξει στο γκρεμό;
Πηγή: sdna.gr
Διαβάστε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο
Το σχόλιο σας