Χρέος: Ποιάς περιόδου τα σπασμένα πληρώνουμε;
Του Αλέξη Ρωμανού
O εφιάλτης του Δημοσίου χρέους, που ταλανίζει την οικονομία, έχει τις ρίζες του στην οικονομική πολιτική του 1980.
Οι αριθμοί λένε την αλήθεια;
Παραθέτοντας απλά τους αριθμούς, αποτυπώνεται η πορεία του χρέους από το 1980: Επί κυβερνήσεων Α. Παπανδρέου το δημόσιο χρέος αυξήθηκε κατά 1.050%, επί κυβέρνησης Μητσοτάκη κατά 200%, επί Σημίτη κατά 165% και επί κυβερνήσεων Καραμανλή κατά 63%.
Μέχρι το 1980 το χρέος παρέμενε κάτω του 25%, μέχρι το 1991 ανέβηκε στο 82% και μέχρι το 1994 έφτασε το 95%. Όλες οι κυβερνήσεις που ακολούθησαν κράτησαν το χρέος περί το 100% και η εκτόξευση ήρθε με την κρίση που ξεκίνησε το 2008 και η οποία συνεχίζεται σήμερα.
Για πολλές δεκαετίες η ελληνική οικονομία ζει με τον εφιάλτη του δημοσίου χρέους, με τις εκάστοτε κυβερνήσεις να ρίχνουν τις αιτίες της διόγκωσής του στις προηγούμενες. Το πρόβλημα του δημοσίου χρέους έχει τις ρίζες του στην οικονομική πολιτική της δεκαετίας του 1980, επί σοσιαλιστικής κυβέρνησης του Α. Παπανδρέου. Ο αείμνηστος Ανδρέας Παπανδρέου είχε πει εύστοχα ότι «ή η χώρα θα φάει το χρέος ή το χρέος τη χώρα».
Η δεκαετία του 1980
Το 1980 το δημόσιο χρέος της ελληνικής οικονομίας ήταν από τα χαμηλότερα τότε μεταξύ των χωρών-μελών της μετέπειτα E.E.-15, στο 28,6% του ΑΕΠ και εκτοξεύθηκε στο 54,7% του ΑΕΠ το 1985. Δηλαδή, σε πέντε μόλις χρόνια, σχεδόν διπλασιάστηκε.
Μετά τη ραγδαία αυτή άνοδο και αφού οι δυσμενείς επιπτώσεις από την υπερχρέωση της χώρας είχαν αρχίσει να γίνονται ορατές (ενδεικτικά: η δαπάνη για πληρωμή τόκων από 2,0% του AEΠ το 1980 είχε ανέλθει στο 4,9% το 1985), η τότε κυβέρνηση αντελήφθη το πρόβλημα που είχε δημιουργήσει, αλλά δεν το ομολόγησε.
Περίμενε πρώτα να κερδίσει τις εκλογές του 1985 και αμέσως μετά αποφάσισε να ασκήσει περιοριστική δημοσιονομική πολιτική, με αποτέλεσμα να μειωθεί ο ξέφρενος ρυθμός διόγκωσης του δημόσιου χρέους, κατά την επόμενη τετραετία. Eν συνεχεία όμως, λόγω των εκλογών του 1989, η περιοριστική πολιτική ανεστάλη (γνωστό το «Tσοβόλα δώσ’ τα όλα») και το δημόσιο χρέος εκτινάχτηκε στο 80,7% του AEΠ το έτος 1990.
Το χρέος επί Ανδρέα Παπανδρέου υπερδεκαπλασιάστηκε (αύξηση 1.050%)!
Η περίοδος του 1993
Στο τέλος της δεκαετίας του 1980 είχε πλέον καταστεί απόλυτα σαφές ότι το δημόσιο χρέος αποτελούσε μεγίστη απειλή για την οικονομία της χώρας και, ιδία, για το οικονομικό μέλλον της νέας γενεάς Ελλήνων πολιτών που εκλήθησαν να το αποπληρώσουν.
Συνεπώς, κάθε κυβέρνηση είχε υπέρτατο καθήκον να λάβει δραστικά μέτρα κατά της απειλής αυτής. Το έργο αυτό ανέλαβε να φέρει εις πέρας η κυβέρνηση της Ν.Δ. (Απρίλιος 1990 – Οκτώβριος 1993) παρά το υψηλό πολιτικό κόστος και τις βίαιες αντιδράσεις του κρατικοδίαιτου συνδικαλισμού. Η σχετική προσπάθεια απέδωσε τα μέγιστα, αλλά τα αποτελέσματα, καθυστέρησαν να εμφανιστούν.
Η πρόοδος που σημειώθηκε στο χρονικό αυτό διάστημα υπήρξε εντυπωσιακή, όπως αποδεικνύεται από τις εξελίξεις δύο βασικών δημοσιονομικών μεγεθών: πρώτον, από την αναστροφή του πρωτογενούς αποτελέσματος (καθαρά έσοδα μείον δαπάνες πλην τόκων) από έλλειμμα σε πλεόνασμα (αρχής γενομένης από το έτος 1992) και, δεύτερον, από τον σταδιακό περιορισμό της αυξητικής επίδρασης και, εν συνεχεία (από το 1994 και μετά), τη μεταστροφή του αποτελέσματος ενδοκυβερνητικών συναλλαγών (ΟΤΑ, ΟΚΑ, λοιπά ΝΠΔΔ) σε παράγοντα μειωτικό για το Δημόσιο Χρέος.
Θα πρέπει δε να αναφερθεί ότι η σωτήρια για τη μετέπειτα πορεία του Δημοσίου Χρέους μεταστροφή αυτή ήταν αποτέλεσμα τολμηρής κυβερνητικής παρέμβασης στον τομέα της κοινωνικής ασφάλισης με τον Ν. 2084/92 (τον γνωστό ως «νόμο Σιούφα»), προϊόντα του οποίου υπήρξαν οι αργότερα ανακαλυφθείσες «άσπρες τρύπες».
Ωστόσο, οι πιο πάνω ουσιαστικές για το μέλλον της ελληνικής οικονομίας δημοσιονομικές παρεμβάσεις δεν φάνηκε να ανακόπτουν την περαιτέρω διόγκωση του.
Το οποίο εξακολούθησε να αυξάνεται για να φτάσει στο 111,6% του ΑΕΠ (σε επίπεδο γενικής κυβέρνησης) το έτος 1993.
Όμως, η δυσμενής αυτή βραχυχρόνια εξέλιξη θα πρέπει να’ αποδοθεί σε δύο πρόσθετους παράγοντες, άσχετους με την ακολουθηθείσα κατά την περίοδο αυτή δημοσιονομική πολιτική:
α) Στην αυξημένη ετήσια επιβάρυνση για πληρωμή τόκων (από 1,3 τρισ. δρχ. το 1990 σε 2,7 τρισ. δρχ. το 1993 από ήδη συσσωρευμένα χρέη και, κυρίως,
β) Στην ενσωμάτωση σωρείας χρεών τα οποία υπήρχαν αλλά δεν είχαν μέχρι τότε συμπεριληφθεί στο δημόσιο χρέος (όπως, συναλλαγματικές διαφορές της ΤτΕ, οφειλές από καταπτώσεις εγγυήσεων, ελλείμματα ΔΕΚΟ κ.ά.).Περίοδος Σημίτη
Μετά τη μεγάλη άνοδο που παρουσίασε το έτος 1993, για τους λόγους που αναφέρθηκαν ανωτέρω, το δημόσιο χρέος παρέμεινε περίπου σταθερό έως και το έτος 1996, σε ποσοστό 110% του AEΠ, με μικρές αποκλίσεις γύρω από το ποσοστό αυτό.
Άρχισε όμως να υποχωρεί από το έτος 1997 επί κυβέρνησης Σημίτη, για να κατέλθει στο 105,1% του AEΠ το κρίσιμο έτος 1999 (ικανοποιώντας έτσι το σχετικό κριτήριο) και, ακολούθως, στο 102,7% του AEΠ το έτος 2000.
Στα τέλη του 2003 το κρατικό χρέος ήταν 167,72 δισ. ευρώ ή 108,8% του ΑΕΠ. Στα τέλη του 2007, το ποσοστό είχε υποχωρήσει στο 101,1% του ΑΕΠ, ωστόσο το κρατικό χρέος είχε ανέλθει στα 239 δισ. ευρώ για να εκτοξευθεί στα 298 δισ. ευρώ στα τέλη του 2009. Αυξήθηκε κατά 60 δισ. δηλαδή, αύξηση που προκάλεσε την έντονη πολιτική αντιπαράθεση μεταξύ Ν.Δ και Γ. Παπανδρέου όταν αυτός ανέλαβε την πρωθυπουργία.
Οι υπουργοί των κυβερνήσεων Κ. Καραμανλή υποστηρίζουν ότι η αύξηση του χρέους επί των ημερών της ΝΔ αναλύεται ως εξής:
Την 31/12/2004 το Χρέος της Κεντρικής Κυβέρνησης ήταν 182 δισ. ευρώ και την 31/12/2008διαμορφώθηκε σε 261 δισ. ευρώ. Δηλαδή αυξήθηκε κατά 80 δισ. ευρώ.
Πού πήγαν αυτά τα χρήματα, σύμφωνα με τους υπουργούς της Ν.Δ;
– 50 δισ. πήγαν για την πληρωμή τόκων, στο δημόσιο χρέος που κληρονόμησε η Νέα Δημοκρατία.
– 10 δισ. πήγαν για την πληρωμή αμυντικών εξοπλισμών που είχαν παραγγελθεί από τις προηγούμενες κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ και πληρώθηκαν επί ΝΔ.
-2,5 δισ. πήγαν για χρέη Νοσοκομείων που βρήκε η ΝΔ από προηγούμενα χρόνια.
– 7 δισ. πήγαν για υποχρεώσεις προς τα ασφαλιστικά ταμεία που είχαν αναλάβει οι προηγούμενες κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ.
– Δηλαδή από τα 80 δισ, τα 70 περίπου, πήγαν για την κάλυψη υποχρεώσεων που είχαν αναλάβει οι προηγούμενες κυβερνήσεις, του ΠΑΣΟΚ.
Το «πάρτι» στο δημόσιο
Η πηγή του κακού που βιώνει σήμερα η ελληνική οικονομία και η ελληνική οικονομία έχει τις βάσεις της στην τετραετία 1981-1985, μία τετραετία άκρατου λαϊκισμού και κρατισμού, όταν μπήκαν οι βάσεις για τη δημιουργία μίας οικονομίας πάνω σε πήλινα πόδια. Οι δομικές στρεβλώσεις που ρίζωσαν την περίοδο 1981-1985 διαιωνίσθηκαν, παρά τα μικρά διαλλείματα επί κυβερνήσεων Μητσοτάκη και Σημίτη (1996-2000, τα ελλείμματα συμμαζεύτηκαν μπήκαμε στην ΟΝΕ, αλλά δεν έγιναν γενναίες μεταρρυθμίσεις).
Αλλά ας δούμε την περίοδο 2000-2009, η οποία μας οδήγησε στην κρίση. Μία κρίση του κράτους και όχι των τραπεζών, όπως ήταν αυτή π.χ της Ιρλανδίας.
Οι αριθμοί συνήθως δεν λένε την αλήθεια, αλλά στην περίπτωση μας , δείχνουν ότι ο βασικός ένοχος είναι ο διογκωμένος και σπάταλος δημόσιος τομέας:
Οι πρωτογενείς δαπάνες του κράτους εκτοξεύτηκαν από τα 30,4 δισ. ευρώ στα 57,9 δισ., ευρώ, σημειώνοντας άνοδο 90,5%.
-Οι αυξήσεις των μισθών στο στενό δημόσιο τομέα ήταν πάνω από τον πληθωρισμό όλη αυτή την περίοδο, με έκρηξη αυξήσεων τα εκλογικά έτη, 2004 και 2008, όταν οι ακαθάριστες (ονομαστικές) αποδοχές έφθασαν αντιστοίχως στο 9,7% και 7,1%.
-Οι αυξήσεις στις βυθιζόμενες στα χρέη ΔΕΚΟ ήταν πλουσιοπάροχες, με μέσο όρο 9%
-Οι απασχολούμενοι στο δημόσιο τομέα αυξήθηκαν κατά 17% την περίοδο 2000-2009,ποσοστό που προκύπτει μετά από τις αποχωρήσεις δημοσίων υπαλλήλων λόγω συνταξιοδότησης. Τη συγκεκριμένη περίοδο οι προσλήψεις ξεπέρασαν τα 130.000 άτομα!
– Λίγο πριν την κρίση το ποσοστό των δημοσίων υπαλλήλων έφθανε στο 23,3% στο σύνολο των υπαλλήλων, καθιστώντας μας πρωταθλητές, μαζί με το Βέλγιο. Ως ποσοστό επί του πληθυσμού της πάντως, η Ελλάδα βρισκόταν καθαρά στην πρώτη θέση στην Ευρωζώνη, με πάνω από ένα εκατομμύριο υπαλλήλους .
– Από το 2000 έως το 2009, οι δαπάνες για μισθούς και συντάξεις διπλασιάστηκαν (αύξηση 100%!), ενώ οι αυξήσεις στις ΔΕΚΟ ήταν διπλάσιες σε σχέση με το δείκτη τιμών καταναλωτή.
-Αν κοιτάξει κανείς όλη την περίοδο από το 1976 έως το 2009 οι δημόσιοι υπάλληλοι αυξήθηκαν κατά 150%, ενώ από το 2000 και μετά το μισθολογικό κόστος του δημοσίου στην Ελλάδα ξεπέρασε το μέσο όρο της Ευρωζώνης!
-Στις ένδεκα ΔΕΚΟ το 2009, η μέση αμοιβή κατά εργαζόμενο έφθανε στα 40.752 ευρώ, όταν αντίστοιχα στον ιδιωτικό τομέα περιοριζόταν στα 19.147 ευρώ!
-Η χώρα πριν την κρίση λειτουργούσε με αν κράτος του οποίου οι δαπάνες ήταν 41% υψηλότερες από τα έσοδα, κατά 36 δισ. ευρώ ή το 15,6% του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος.
-Σύμφωνα με την ΤτΕ, εάν την περίοδο 200-2009 οι μισθολογικές δαπάνες στο δημόσιο τομέα παρέμεναν στο ύψος του πληθωρισμού και αν ο αριθμός των δημοσίων υπαλλήλων δεν αυξανόταν αλλά παρέμενε σταθερός, τότε το σημερινό χρέος της χώρας θα ήταν κατά 30% χαμηλότερα. Ταυτόχρονα εάν τα φορολογικά έσοδα διατηρούνταν στο 43,5% που ήταν το 2000 και εάν δεν έφθαναν στο 37,3% του 2009, τότς το χρέος θα ήταν ακόμη χαμηλότερα κατά 26% του ΑΕΠ. Δηλαδή σωρευτικά, το δημόσιο χρέος θα ήταν χαμηλότερο κατά 57% και θα βρισκόταν κάτω από το όριο του 100% του ΑΕΠ.! Δηλαδή η χώρα θα είχε αποφύγει την κρίση.
Διαβάστε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο
Το σχόλιο σας