Η πρόσφατη ομιλία του Τούρκου προέδρου Ταγίπ Ερντογάν σε εσωτερικό κομματικό-εκλογικό ακροατήριο με ακραιφνές νεοοθωμανικό περιεχόμενο σφράγισε αυτό που ούτως ή άλλως ήταν γνωστό, εμφανές και μη αναστρέψιμο.
Την αντίληψη του ότι η Τουρκία είναι «πολύ μεγάλη» για να διαπραγματευθεί οτιδήποτε. Απαιτεί και (θέλει να) επιβάλλει μόνο. Δια του στρατιωτικού καταναγκασμού, της απειλής χρήσης βίας, της άσκησης στρατιωτικής βίας.
Προσδιόρισε ως στόχο να καταστεί η Τουρκία «ένα από τα 10 μεγαλύτερα κράτη στον κόσμο σε όλους τους τομείς της πολιτικής, της οικονομίας, της τεχνολογίας, του στρατού και της διπλωματίας» στον τρέχοντα αιώνα ο οποίος θα είναι «ο αιώνας της Τουρκίας». Περιέγραψε το Αιγαίο ως αποκλειστικά τουρκική υπόθεση, το ίδιο και την Ανατολική Μεσόγειο.
Αυτή δεν είναι μία προσωπική προσέγγιση του Ερντογά. Είναι το πλαίσιο με το οποίο δεσμεύει συνολικά το τουρκικό πολιτικό σύστημα, το οποίο εξάλλου υπερθεματίζει, αλλά και την τουρκική κοινωνία η οποία έχει γαλουχηθεί με το νεοοθωμανικό αφήγημα και το ενστερνίζεται.
Εξ ου και τα δημοσκοπικά οφέλη που αποκομίζει ο τούρκος πρόεδρος κάθε φορά που κλιμακώνει τη ρητορική εναντίον της Ελλάδας και της Κύπρου, παρά την οικτρή οικονομική κατάσταση μεγάλου μέρους του πληθυσμού.
Ουδείς πολιτικός και κόμμα (πλην του κουρδικού) στην Τουρκία μπορεί να αποφύγει τον πήχη που έχει θέσει ο Ερντογάν και ούτε το θέλουν.
Η παγίωση (εδώ και πολύ καιρό) αυτής της κατάστασης καθιστά άνευ ουσιαστικού νοήματος τις απόπειρες της Ελλάδας για συνεννόηση. Η Τουρκία δεν έχει καμία πρόθεση να συνεννοηθεί. Αυτό δεν σημαίνει ότι η Ελλάδα πρέπει να κλιμακώνει με δική της πρωτοβουλία. Αλλά δεν πρέπει να έχει την ψευδαίσθηση ότι μπορεί να βρεθεί αποδεκτή διπλωματική λύση με την Άγκυρα. Είναι σημαντικό να σταματήσουν πλέον από ελληνικής πλευράς δηλώσεις αναντίστοιχες με το απειλητικό ύφος της Τουρκίας διότι εκπέμπουν άσκοπο κατευνασμό και εκλαμβάνονται ως σημάδι αδυναμίας τόσο από την ίδια την Τουρκία όσο – και αυτό είναι έτι επιζήμιο- και από εταίρους και συμμάχους. Όταν μία δύναμη απειλεί, υβρίζει και αμφισβητεί εμπράκτως κυριαρχία και το κράτος- αποδέκτης απαντά με χλιαρές αναφορές στο Διεθνές Δίκαιο και απαξιεί δήθεν να «πέσει» στο επίπεδο του επιτιθέμενου, η στάση αυτή ερμηνεύεται ως φοβική και ως απροθυμία δυναμικής υπεράσπισης ζωτικών συμφερόντων.
Έτσι υποσκάπτεται η αποτροπή, το κύρος και η εκτιμώμενη αποφασιστικότητα της χώρας, σε μία περιοχή όπου η ισχύς είναι το μόνο νόμισμα και όλα τα υπόλοιπα, Διεθνές Δίκαιο, Συνθήκες, Συμφωνίες, είναι συνάρτηση της δυνατότητας να τα υπερασπιστείς και να τα επιβάλλεις αν χρειαστεί.
Είναι απολύτως κατανοητή η επιδίωξη της Ελλάδας να κερδίσει χρόνο μέχρι να «τρέξουν» τα εξοπλιστικά και να μην παρασυρθεί σε σύγκρουση σε χρόνο και τόπο που θα επιλέξει η Τουρκία. Ωστόσο, αφενός το κέρδος χρόνου πρέπει να εντάσσεται σε μία στρατηγική (δεν είναι αυτοσκοπός), αφετέρου δεν πρέπει να οδηγεί σε ανενόμπόδιστη διεύρυνση της αναθεωρητικής τουρκικής ατζέντας και στην εμπέδωση εις βάρος μας δεδομένων στο διπλωματικό και όχι μόνο πεδίο (βλέπε Λιβύη).
Είναι πολύ πιθανό το επόμενο διάστημα και στην πορεία προς τις τουρκικές εκλογές η γείτων να αποπειραθεί την επιβολή στρατιωτικών τετελεσμένων επιχειρώντας μάλιστα να καταστήσει υπεύθυνη την Ελλάδα.
Ο μόνος τρόπος να αποφευχθεί μία τέτοια εξέλιξη – πολύ δύσκολο πλέον- είναι να διαμηνυθεί με απόλυτα πειστικό τρόπο και προς την Τουρκία και προς τον διεθνή παράγοντα ότι «βολικά» επεισόδια δεν πρόκειται να υπάρξουν και ο νοών νοείτω.