Ο κ. Λευτέρης Κασουλίδης είναι ένας πεπεισμένος ευρωπαϊστής πολιτικός της Κύπρου, ο οποίος χειρίζεται επιδέξια και με τη δέουσα ψυχραιμία το χαρτοφυλάκιο του Υπουργού Εξωτερικών, αποφεύγοντας τις ανέξοδες εθνικιστικές κορώνες που θωπεύουν τα ώτα του εκλογικού ακροατηρίου, προκειμένου να εξασφαλίσει την επανεκλογή του.
Είναι αναμενόμενο λοιπόν να αποφεύγει τις δημόσιες παρεμβάσεις που τροφοδοτούν ένα κλίμα έντασης για ένα ζήτημα αιχμής, όπως είναι το Κυπριακό. Ο λαϊκισμός προσφέρεται κατ’ εξοχήν για μία συναισθηματικά φορτισμένη σύγκρουση, η οποία μοιάζει «παγιωμένη», έξω από χωροχρονικά πλαίσια.
Η χθεσινή παρέμβασή του στο 18ο Συνέδριο του Economist επιβεβαίωσε ότι το Κυπριακό συνιστά μια μακροχρόνια σύγκρουση, με έντονα αισθηματικά/συναισθηματικά γνωρίσματα, που, πράγματι, μοιάζει «κατεστημένη», αλλά που κάθε άλλο παρά είναι ανεπηρέαστη από το άνοιγμα των ασκών του Αιόλου στην ευρύτερη περιοχή, κυρίως λόγω της συνεχιζόμενης για όγδοο μήνα στρατιωτικής εισβολής της Ρωσίας στο ουκρανικό έδαφος.
Η παρέμβαση Κασουλίδη συμβαίνει ακριβώς σε μία γεωπολιτικά κρίσιμη, αν όχι μεταβατική, περίοδο για την Κύπρο και την ανατολική Μεσόγειο, με τη Ρωσία να αποδεικνύει ότι «δεν είναι και τόσο μακριά». Και τούτο γιατί, όπως επισημάνθηκε, η Κύπρος συνιστά για τη γειτονική Τουρκία το βασικό σημείο επιβίωσης και αναζήτησης συμπαράστασης στην περίπτωση κατά την οποία διαρραγούν πλήρως οι σχέσεις μεταξύ Άγκυρας και Μόσχας. Στην περίπτωση αυτή, το ενδεχόμενο επίθεσης από την πλευρά της Ρωσικής Ομοσπονδίας μόνον επιπόλαια θα μπορούσε να αποκλειστεί εκ προοιμίου.
Και πιο συγκεκριμένα, μία τέτοια επίθεση είναι δυνατόν να εκδηλωθεί από τρία διαφορετικά μέτωπα, από βορρά, δυτικά και ανατολικά. Είναι αδύνατον, ωστόσο, να εκδηλωθεί από το νότιο μέρος του ανήσυχου γείτονα, εκτός εάν γίνει ξανά ελληνική ολόκληρη η Κύπρος ή αν περιέλθει στη σφαίρα επιρροής του Κρεμλίνου. Με άλλες λέξεις, «η Κύπρος είναι τουρκική», κατά το αγαπημένο απόφθεγμα του τουρκικού κατεστημένου ή, με τα λόγια του ίδιου του Κύπριου Υπουργού Εξωτερικών, «η Τουρκία έχει αποδείξει μέσα από την ιστορία ότι στις πλείστες των περιπτώσεων αποτελεί ένα εξαιρετικά δύσκολο, απρόβλεπτο και ενίοτε κακόπιστο εταίρο. Επιχειρεί με συνεχείς απειλές να επιβάλει διά της ισχύος την επεκτατική της πολιτική και τις άλογες εδαφικές και θαλάσσιές της διεκδικήσεις». Έτσι, «αντί η Τουρκία να επικεντρωθεί στην εξέταση των πρωτοβουλιών της πλευράς μας και να συμβάλει στην επίλυση του Κυπριακού επιχειρεί να καταστήσει τους Τουρκοκύπριους το πολιτικό της παρακλάδι».
Το ζήτημα, όμως, που συνυφαίνεται με το απευκταίο αυτό ενδεχόμενο, είναι εάν «έχει προετοιμαστεί το έδαφος» στο εσωτερικό της κοινωνίας του εξ Ανατολών γείτονα, εάν είναι αναλόγως προετοιμασμένο το τουρκικό κοινωνικό σώμα για ένα τέτοιο ενδεχόμενο ή αν αυτό είναι απρόθυμο να συμμετάσχει ενεργά. Τα ζήτημα είναι ουσιαστικά ιδεολογικό, επικοινωνιακό και, άρα, πολιτισμικό.
Και στο πολυπρισματικό αυτό πεδίο, η τουρκική πολιτική έχει να επιδείξει τα «περίλαμπρα επιτεύγματά» της, τα οποία αρχίζουν από τα σχολικά εγχειρίδια έως τις ώριμες ηλικίες.
Στο φαντασιακό των γειτόνων μας, η απόρριψη της συλλογικής ταυτότητας του Έλληνα και η πολιτισμική ανασφάλεια συμβαδίζουν με διακρίσεις και καταναγκασμούς. Το επιθυμητό αποτέλεσμα είναι ένα βαθύ τραυματικό αίσθημα αδικίας, το οποίο μεταδίδεται από γενιά σε γενιά. Σφυρηλατείται μια «αυτιστική εχθρότητα», προδιαγράφεται ένας φαύλος κύκλος αντιπαράθεσης και ανεπίλυτης σύγκρουσης, αφού έχει προηγουμένως αποκλειστεί κάθε δίαυλος ουσιαστικής επικοινωνίας και έχει καλλιεργηθεί το κλίμα για ένα «διάλογο κωφών» στην καλύτερη περίπτωση. .
Μοιραία, ο διάλογος θεωρείται σαν διαδικασία αντίστοιχη του συμβιβασμού, που συνιστά εθνική μειοδοσία. Και αυτή η πολιτισμική διαδικασία απολήγει σε πολιτικές εμμονές και εξωπραγματικές διεκδικήσεις, όπως καίρια τονίζει ο Λευτέρης Κασουλίδης, που, αναφερόμενος στην τουρκική στάση στο Κυπριακό, επισημαίνει ότι «η εμμονή της Τουρκίας στη λύση δύο κρατών στην Κύπρο και η παράλογη αξίωσή της για αναγνώριση καθεστώτος κυριαρχικής ισότητας των Τουρκοκυπρίων, ως προϋπόθεση για επανέναρξη των διαπραγματεύσεων επίλυσης του Κυπριακού, δεν αφήνει πολλά περιθώρια ελπίδας».
Το μήνυμα του κ. Κασουλίδη εστάλη στο μακρινό Λονδίνο. Οι παραλήπτες του, όμως, είναι σίγουρα και πιο κοντινοί μας.