Αδύνατο να αμφισβητήσει κάποιος στα σοβαρά τις πολιτικές ικανότητες του Τούρκου Προέδρου. Ο Ερντογάν συμπλήρωσε δύο δεκαετίες συνεχούς διακυβέρνησης, δίνοντας αλλεπάλληλες μάχες, από τις οποίες εξέρχεται πάντα νικητής, ως το κεντρικό πρόσωπο που συγκεντρώνει και κεφαλαιοποιεί τα πολιτικά κέρδη και προετοιμάζεται να για την επόμενη πολιτική αντιπαράθεση.
Σε αυτήν την μακρά πορεία καταγράφονται στιγμές κορυφαίας έντασης. Η σύγκρουση με το κραταιό κεμαλικό σύστημα εξουσίας και η αναχαίτιση της «απειλής Γκιουλέν» και του κινήματος των γκιουλενιστών πιστοποιούν, αναντίρρητα, ικανότητα του Τούρκου ηγέτη να αντιμετωπίζει αποφασιστικά και νικηφόρα τις εκάστοτε συγκρουσιακές καταστάσεις, με τις οποίες έρχεται αντιμέτωπος.
Επόμενος κρίσιμος σταθμός στην πολιτική κυριαρχία του Ερντογάν δεν είναι άλλος από τις επόμενες προεδρικές εκλογές, οι οποίες προβλέπονται, με βάση τις συνταγματικά προβλεπόμενες προθεσμίες, για τον Ιούνιο του 2023. Σε μόλις οκτώ μήνες.
Δύο είναι οι δρόμοι που διανοίγονται στο πολιτικό διάβα του προέδρου του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης.
Ο ένας δρόμος είναι ο θεσμικά προκαθορισμένος. Έχοντας παραμείνει στην εξουσία για είκοσι συνεχή χρόνια, ο Τούρκος Πρόεδρος μπορεί και, ουσιαστικά, οφείλει να οδηγήσει τη χώρα του σε μια κατά το δυνατόν ήρεμη εκλογική αναμέτρηση, έχοντας απέναντί του τον επικεφαλής μιας διαμορφούμενης συμμαχίας ετερόκλιτων κομματικών δυνάμεων. Αυτόν τον δρόμο έχει τη θεσμική δυνατότητα να χαράξει και την πολιτική δεξιότητα να διαβεί έως το καλοκαίρι του ’23. Και οφείλει να το πράξει υπό την έννοια ότι οι Τούρκοι πολίτες τον τιμούν την εκλογική και εν γένει πολιτική προτίμηση, που δείχνουν για το πρόσωπό του.
Η άλλη προοπτική, η οποία διανοίγεται στον άμεσο πολιτικό ορίζοντα του Τούρκου Προέδρου, είναι η οδός της πόλωσης, αν και είναι ήδη προφανές ότι μια πολωτική επιλογή αντιβαίνει στην εικοσαετή εμπειρία διακυβέρνησης και το κερδισμένο «δια πυρός και σιδήρου» πολιτικό κεφάλαιο, που έχει συσσωρεύσει.
Υπάρχουν εντούτοις μια δέσμη από κρίσιμους παράγοντες και αντικειμενικά δεδομένα, που έρχονται να ενισχύσουν αυτήν την δεύτερη εναλλακτική του Προέδρου της γειτονικής μας χώρας.
Ο πρόσφατος νόμος περί «παραπληροφόρησης» ψηφίσθηκε μέσα σε κλίμα εντάσεων και σφοδρών αντεγκλήσεων στο τουρκικό Κοινοβούλιο. Η εικόνα του βουλευτή, που καταστρέφει με σφυρί το κινητό τηλέφωνό του, είναι ενδεικτική του κλίματος αντικοινοβουλευτισμού, που αρχίζει να κυριαρχεί στη γείτονα. Και δεν στερούνται νομικού υποβάθρου, πληροφορούν οι συνταγματολόγοι και πολιτειολόγοι της γείτονος, οι φόβοι, ότι ο νόμος περί «παραπληροφόρησης» έχει, ανάμεσα στα άλλα, ως στόχο την πολιτική παρακολούθηση και την επιβολή κρατικής λογοκρισίας στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Ελάχιστες ημέρες πρωτύτερα, η έκθεση της Commisssion αποδεικνύεται «καταπέλτης» για την κατάσταση στην οποία βρίσκεται η δικαιοκρατική αρχή και ο σεβασμός ατομικών δικαιωμάτων και θεμελιωδών ελευθεριών στην Τουρκία, η οποία, με αυτόν τον τρόπο, απομακρύνεται ακόμη περισσότερο από τον περαιτέρω εκδημοκρατισμό και εξευρωπαϊσμό της.
Σύμφωνα με σχετικό απόσπασμα του κειμένου της Επιτροπής, «οι διαρθρωτικές ελλείψεις στο προεδρικό σύστημα παρέμειναν σε ισχύ. Οι βασικές συστάσεις του Συμβουλίου της Ευρώπης και των οργάνων του δεν έχουν ακόμη αντιμετωπιστεί. Το κοινοβούλιο συνέχισε να μην διαθέτει τα απαραίτητα μέσα για να λογοδοτήσει η κυβέρνηση. Η συνταγματική αρχιτεκτονική συνέχισε να συγκεντρώνει τις εξουσίες στο επίπεδο της προεδρίας χωρίς να διασφαλίζει τον υγιή και αποτελεσματικό διαχωρισμό των εξουσιών μεταξύ της εκτελεστικής, της νομοθετικής και της δικαστικής εξουσίας. Ελλείψει αποτελεσματικού μηχανισμού ελέγχου και ισορροπίας, η δημοκρατική λογοδοσία της εκτελεστικής εξουσίας εξακολουθεί να περιορίζεται στις εκλογές».
Σε αυτά τα αποθαρρυντικά για τη δημοκρατική πορεία και την ευρωπαϊκή προοπτική της Άγκυρας προστίθεται εξ αντικειμένου η δυνατότητα του Τούρκου Προέδρου να προβεί, ανά πάσα στιγμή, σε κήρυξη κατάστασης εκτάκτου ανάγκης. Στην περίπτωση αυτή, με προεδρική απόφαση αναστέλλονται θεμελιώδεις δημόσιες ελευθερίες και ατομικά δικαιώματα στο όνομα της «εθνικής ασφάλειας». Διαβάζοντας κάποιος τις σχετικές διατάξεις του κώδικα, πείθεται ότι είναι βγαλμένο από τις αυταρχικό εννοιολογικό οπλοστάσιο του Carl Schmitt, αφού ο Πρόεδρος μετατρέπεται σε θεσμικό και πολιτικό σουλτάνο.
Όλες αυτές οι εξελίξεις γεννούν προβληματισμούς για την πολιτική επιλογή, προς την οποία κινείται ευμενέστερα ο Ερντογάν. Και πρόκειται για προβληματισμούς βασισμένους σε αντικειμενικά δεδομένα και σε πρόσφατες πολιτικές εξελίξεις, που δείχνουν ότι η Τουρκία κινείται προς την κατεύθυνση της αυταρχικής σκλήρυνσης του καθεστώτος, στην πορεία προς την προσεχή προεδρική αναμέτρηση.
Η θέση της Ελλάδας για ενθάρρυνση της ευρωπαϊκής προοπτικής παραμένει. Η κυβέρνηση απαντά – ορθά και καίρια – με τον διάλογο, ο οποίος βρίσκεται στην καρδιά της δημοκρατίας και προάγεται με συγκεκριμένες πρωτοβουλίες. Δεν έχουμε να χάσουμε κάτι από μια τέτοια εξέλιξη ως Χώρα, «ούτε σπιθαμή εδάφους», όπως δηλώνει σήμερα ο επικεφαλής της ελληνικής διπλωματίας. Ένας δημοκρατικός διάλογος είναι δυνατόν να λειτουργήσει ως το πλαίσιο ειλικρινούς ανταλλαγής απόψεων. Ενδεχόμενη αποδοχή του αποδυναμώνει την προοπτική της αυταρχικής καθεστωτικής σκλήρυνσης στη γείτονα και απομακρύνει, εκ των πραγμάτων, τον κίνδυνο ενός επεισοδίου, το οποίο όλοι απευχόμαστε.