Η Σκωτία χωρίζεται κυρίως σε δύο περιοχές, στις ορεινές περιοχές (Χάιλαντς), και στις πεδινές περιοχές (Λόουλαντς). Αντίστοιχα οι κάτοικοί της, που είναι κυρίως κέλτικης προέλευσης, χωρίζονται σε ορεινούς (Χάιλαντερς) και πεδινούς (Λόουλαντερς). Οι Χάιλαντερς είναι αυτοί που θεωρούν τους εαυτούς τους, τους πιο γνήσιους Σκωτσέζους, ζούνε στα ορεινά, κυρίως στα βόρεια της χώρας, και στη γλώσσα τους υπάρχουν πολυάριθμα ιδιωματικά στοιχεία και σίγουρα περισσότερα απ’ ό,τι στην καθομιλουμένη των Λόουλαντερς, των κατοίκων των πεδινών περιοχών, κυρίως στο νότο της χώρας και των μεγαλύτερων πόλεων, του Εδιμβούργου και της Γλασκώβης, που δέχθηκαν λόγω γεωγραφικής θέσης και γειτνίασης με την Αγγλία πιο εύκολα την αγγλική επιρροή.
Ένα «Αγγλοσαξονικό Χρονικό» του 10ου αιώνα είναι η αρχαιότερη πηγή με τη χρήση της ονομασίας Σκωτία. Προέρχεται από το λατινικό Scoti, αγνώστου προελεύσεως, που αναφερόταν στους Γαλάτες της Ιβερνίας (σημερινή Ιρλανδία). Η ύστερη λατινική ονομασία Scotia (χώρα των Γαλατών) χρησιμοποιόταν μόνο για τις περιοχές της Σκωτίας όπου ομιλούνταν Κελτικά, ενώ κατά τον Ύστερο Μεσαίωνα περιλάμβανε ολόκληρη την περιοχή της Σκωτίας. Σήμερα, ο όρος χρησιμοποιείται για να δηλώσει οποιονδήποτε κάτοικο της περιοχής, ανεξάρτητα της εθνικότητας των προγόνων του (της καταγωγής του).
Το 1603, ο Ιάκωβος ΣΤ’ της Σκωτίας κληρονόμησε τον αγγλικό θρόνο. Η Σκωτία παρέμεινε, εκτός μιας σύντομης περιόδου, ξεχωριστό κράτος, παρά τη σύγκρουση μεταξύ στέμματος και Πρεσβυτεριανής Εκκλησίας περί εκκλησιαστικής διακυβέρνησης. Το 1707, αγγλικές απειλές για πάγωμα του εμπορίου και της ελεύθερης διακίνησης από τα σύνορα Αγγλίας – Σκωτίας, οδήγησαν στην υπογραφή της Ενωτικής Πράξης του 1707 μεταξύ των κυβερνήσεων των δύο κρατών και στη δημιουργία του Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας.