Η φέτα έχει κατοχυρωθεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή ως προστατευόμενη ονομασία προέλευσης (Π.Ο.Π.) και πρέπει να προέρχεται μόνο από συγκεκριμένες περιοχές νομούς της Ελλάδας και από συγκεκριμένες φυλές αιγοπροβάτων. Το όνομα «Φέτα» δεν μπορεί πλέον να χρησιμοποιηθεί σε τυριά παρόμοιας σύστασης που παρασκευάζονται εκτός και εντός Ελλάδας και με άλλη διαδικασία από την παραδοσιακή. Θεσπίστηκε από την Ε.Ε. για την προστασία των προϊόντων τοπικής προέλευσης και τέθηκε σε ισχύ το 1996. Η καταχώριση της φέτας στον κατάλογο των προϊόντων Π.Ο.Π. προκάλεσε πολλές αντιδράσεις από χώρες που παρήγαν ως τότε μεγάλες ποσότητες φέτας, όπως η Δανία, η Γαλλία και η Γερμανία.
Η καταχώριση ακυρώθηκε από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων τον Μάρτιο του 1999 (συνεκδ. υποθέσεις C-289/96, C‑293/96 και C‑299/96). Η Επιτροπή διεξήγαγε εκ νέου αναλυτική έρευνα, από την οποία κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η φέτα οφείλει να προστατευτεί ως ονομασία προέλευσης. Τον Οκτώβριο του 2002 με νέο Κανονισμό καταχωρίστηκε και πάλι η φέτα στον κατάλογο των προϊόντων Π.Ο.Π. κατά το Ευρωπαϊκό Δίκαιο. Νέα προσφυγή της Δανίας και της Γερμανίας κατά του Κανονισμού αυτού απορρίφθηκε τελικά από το ΔΕΚ το 2005 (συνεκδ. υποθέσεις C-465/02 και C-466/02).
Περιοχές παραγωγής που μπορούν σύμφωνα με την υπάρχουσα νομοθεσία να βάζουν την ετικέτα και να παράγουν φέτα είναι η ηπειρωτική Ελλάδα, Μακεδονία, Θράκη, Ήπειρος, Θεσσαλία, Στερεά Ελλάδα και Πελοπόννησος και από την νησιωτική χώρα μονάχα τα νησιά Κεφαλληνία και Λέσβος (Μυτιλήνη). Οι επίσημες προσπάθειες που είχαν γίνει για την ένταξη και άλλων περιοχών όπως η Κρήτη δεν απέδωσαν και ισχύει ο νόμος για απαγόρευση παραγωγής φέτας στην Κρήτη, της οποίας η παραγωγή ονομάζεται λευκό τυρί όπως και στην υπόλοιπη Ελλάδα εκτός των περιοχών που προαναφέρθηκαν.
Αναζητώντας την προέλευση στην αρχαία Ελλάδα, παρατηρούμε ότι έχουμε τις πρώτες αναφορές από τον Όμηρο στην Οδύσσεια και πιο συγκεκριμένα στο μύθο του κύκλωπα Πολύφημου. Ο μύθος λέει ότι ο Πολύφημος ήταν ο πρώτος κατασκευαστής φέτας και γενικά των τυριών. Κουβαλώντας το γάλα από τα πρόβατα κάθε μέρα σε προβιές ζώων διαπίστωσε προς μεγάλη του έκπληξη ότι μετά από μερικές μέρες το γάλα έπηζε και γινόταν στερεό, φαγώσιμο και εύκολα αποθηκεύσιμο.
Παρόμοια τυριά απαντούν σε όλη τη Βαλκανική. Μέχρι την πρόσφατη κατοχύρωσή της παρασκευαζόταν με αυτήν την ονομασία και σε άλλες χώρες, ενώ ευρέως διαδεδομένη ήταν και η φέτα από αγελαδινό γάλα. Από την κατοχύρωσή της όμως ως Π.Ο.Π. δεν επιτρέπεται τυρί που περιέχει αγελαδινό γάλα και δεν έχει παρασκευαστεί στην Ελλάδα να ονομάζεται φέτα. Στην Κύπρο εισήχθη η συνταγή από την Ελλάδα και είναι τεκμηριωμένη η παραγωγή και η εξαγωγή φέτας ήδη από το 1904, ωστόσο μετά την κατοχύρωσή της στην Ελλάδα οι τυροπαραγωγοί αναγκάστηκαν να τη μετονομάσουν. Οι περισσότεροι παραγωγοί υιοθέτησαν επίσημα τον όρο «λευκό τυρί».
- Πιστεύεται ότι το βυζαντινό όνομα της φέτας ήταν “πρόσφατος” (δηλ. τυρός).
- Το όνομα φέτα είναι ιταλικής προέλευσης (<fetta) και προέρχεται από μια αναφορά του 17ου αιώνα στο είδος αυτού του τυριού που κοβόταν σε φέτες για να τοποθετηθεί στα βαρέλια.
- Στην Κύπρο συνηθίζεται να γράφεται με δύο <Τ>, όπως άλλωστε προφέρεται και στην κυπριακή διάλεκτο.
- Η χρήση της φέτας είναι ευρέως γνωστή σε όλο τον κόσμο, κυρίως ως απαραίτητο συστατικό της χωριάτικης σαλάτας.
- Επίσης αποτελεί κύριο συστατικό της τυρόπιτας, της σπανακοτυρόπιτας, καθώς και πολλών άλλων εδεσμάτων της ελληνικής κουζίνας.
- Αποτελεί βασικό συστατικό της μεσογειακής διατροφής και μαζί με το ελαιόλαδο είναι από τα κύρια γνωρίσματά της.