Η αγγλική λέξη bully (στα ελληνικά αποδίδεται νταής) χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά στη δεκαετία του 1530 και αποτελούσε προσφώνηση τρυφερότητας αναφερόμενη και στα δύο φύλα. Προέρχεται μάλλον από την ολλανδική λέξη boel που σημαίνει «εραστής – αδελφός» και είναι υποκοριστικό τού μέσου ολλανδικού broeder «αδελφός». Η λέξη υπέστη σημασιολογική δείνωση στα μέσα του 17ου αιώνα, αποκτώντας τη σημασία «καυχησιάρης», «αυτός που παρενοχλεί τους αδύναμους», πιθανώς με παρετυμολογική επίδραση της λέξης bull «ταύρος». Πιθανοί ενδιάμεσοι κρίκοι σε αυτή την αλυσίδα θα ήταν οι σημασίες «εραστής», «τυχοδιώκτης» και «προστάτης πόρνης», η δε σημασία «νταής» μαρτυρείται από το 1706.
Στο παρελθόν, στην αμερικανική κουλτούρα, ο όρος έχει χρησιμοποιηθεί με διαφορετικό τρόπο, για να δηλώσει θαυμασμό / προτροπή, κυρίως σχετίζεται με τον Θίοντορ Ρούσβελτ. Η λέξη εκφοβισμός στη γαλλική γλώσσα ονομάζεται chicane, που σημαίνει «η κακόβουλη παρενόχληση, ο εκφοβισμός, η παρενόχληση, η δίωξη, η γραφειοκρατική προσήλωση στο γράμμα του νόμου, που γίνεται στον υφιστάμενο ή εις βάρος των πολιτών από τους εκφοβιστές υπαλλήλους που απαιτούν άσκοπα συνέχεια νέα πιστοποιητικά και σφραγίδες, αφήνοντάς τους έτσι να περιμένουν για το τίποτα.»
Με αυτήν την έννοια, η λέξη του εκφοβισμού εφαρμόζεται ειδικά σε σχέση με την κατάχρηση εξουσίας και την παρενόχληση σε γραφειοκρατικά συστήματα. Σήμερα χρησιμοποιείται συχνά ως συνώνυμο για την ομάδα με ψυχοτραυματισμό που έχει επισημανθεί για τα επαναλαμβανόμενα βασανιστήρια, την υποδούλωση, την ταπείνωση ή τον περιορισμό ενός ατόμου ή ομάδας από άλλο άτομο ή ομάδα με επιθετικότητα ή χειραγώγηση. Με τη μεταφορική έννοια, λοιπόν, η λέξη χρησιμοποιείται για να αναφερθεί σε οποιοδήποτε περιορισμό των ασθενέστερων ατόμων από ισχυρότερα.