Σε ελάχιστους μήνες διεξάγονται οι βουλευτικές εκλογές, όπως έχει επανειλημμένως υποστηριχθεί από αρμόδιες κυβερνητικές πηγές. ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ οδεύουν προς την κάλπη της πρώτης Κυριακής με τις «γραμμές» των δύο κομμάτων να εκδηλώνονται όλο και πιο καθαρά.
Ο ΣΥΡΙΖΑ διαπιστώνει ότι η στρατηγική μιας μακρόπνοης συνεργασίας με κάθε δύναμη που δεν έχει τις αρχικές, ιδεολογικές και πολιτικές, στο χώρο της κεντροδεξιάς πέφτει στο κενό. Η στρατηγική για τη συγκρότηση ενός πλατιού πολιτικού και κοινωνικού μετώπου, με τον Αλέξη Τσίπρα επικεφαλής., δεν αποδίδει τους αναμενόμενους καρπούς, μετά τις πρόσφατες, ηθικές και πολιτικές, υπόνοιες για το υπόστρωμα μιας ενδεχόμενης συνεργασίας ΝΔ και ΠΑΣΟΚ.
Μοιραία, ο ΣΥΡΙΖΑ στρέφει την άμεση προσοχή του στους υπόλοιπους κομματικούς χώρους έκφρασης της ριζοσπαστικής αριστεράς στην Χώρα. Έτσι, ο ΣΥΡΙΖΑ κινείται προς το ΜέΡΑ25 υπό τον Γιάνη Βαρουφάκη, με το επιχείρημα ότι ο σχηματισμός μακρόπνοης προοδευτικής κυβέρνησης με αριστερά χαρακτηριστικά θα απομονώσει πολιτικά το κυβερνών κόμμα και θα λειτουργήσει ενοποιητικά για τον ευρύτερο χώρο της πέραν του ΚΚΕ αριστεράς. Δεν είναι τυχαίο ότι, στη ρητορική και στις αντιπολιτευτικές πρακτικές της Κουμουνδούρου έχουν ολοφάνερα ενσωματωθεί ριζοσπαστικοί όροι και κινηματικά χαρακτηριστικά της πρώτης, αντιπολιτευτικής περιόδου του ΣΥΡΙΖΑ και του Α. Τσίπρα.
Υποτιμήθηκε, εντούτοις, η κινητικότητα που καταγραφόταν όλο το τελευταίο διάστημα, στα αριστερά της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Οργανώσεις, κόμματα και συλλογικότητες πυκνώνουν και πάλι τις γραμμές της Λαϊκής Ενότητας, η οποία φέρει διαχρονικά τη σφραγίδα του επίμονου Παναγιώτη Λαφαζάνη. Το ΜέΡΑ25 και ο Γιάνης Βαρουφάκης απέχουν ελάχιστα από την δημιουργία ενός κοινού εκλογικού σχήματος. Το κάλεσμα του επικεφαλής του ΜέΡΑ25 για κοινές προγραμματικές συγκλίσεις με τον ΣΥΡΙΖΑ δεν εκτιμήθηκε δεόντως από την ηγεσία της μείζονος αντιπολίτευσης.
Ο Αλέξης Τσίπρας διατηρεί, εντούτοις, ανοιχτούς τους διαύλους επικοινωνίας με το σοσιαλδημοκρατικό ΠΑΣΟΚ. Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ δεν παραβλέπει ότι οι σχέσεις με τον κύριο φορέα της κεντροαριστεράς έχουν τραυματιστεί πολλαπλά, αλλά δεν αγνοεί και την αντικειμενική αναγκαιότητα της πιθανής, μελλοντικής συμπόρευσης με το ΠΑΣΟΚ, με δεδομένο ότι η «προοδευτική διακυβέρνηση», που ευαγγελίζεται, περνάει εκ των πραγμάτων μέσα από την συνεννόηση με την κεντροαριστερά και τον Νίκο Ανδρουλάκη.
Στον αντίποδα βρίσκεται η προεκλογική «γραμμή» της ΝΔ και του Κυριάκου Μητσοτάκη. Για το κυβερνών κόμμα, είναι ξεκάθαρο ότι δεν υφίσταται κανένα περιθώριο πιθανής μετεκλογικής συμπόρευσης με δυνάμεις που, πολιτικά και ιδεολογικά, κινούνται αριστερά του ΠΑΣΟΚ. Μοναδικός αποδέκτης μιας συνεργασίας σε κεντρικό κυβερνητικό επίπεδο είναι ο χώρος της κεντροαριστεράς.
Μετά από ένα διάστημα όξυνσης των σχέσεων ανάμεσα στον σοσιαλδημοκρατικό και τον φιλελεύθερο χώρο εξαιτίας του ζητήματος των τηλεφωνικών συνδιαλέξεων, σημαντική είναι η πρόοδος που καταγράφεται μεταξύ των δύο κομμάτων, αν και στην παρούσα φάση ο πρόεδρος της ΝΔ και της κυβέρνησης προτιμά να κινείται στο επίπεδο των προσωπικών προσχωρήσεων. Οι περιπτώσεις των στελεχών Σπύρου Καρανικόλα, της Ελευθερίας Φτακλάκη και του Απόστολου Σπυρόπουλου σε αυτήν την ομάδα περιπτώσεων εμπίπτουν. Οι περιπτώσεις αυτές θορυβούν την ηγεσία του ΠΑΣΟΚ, το οποίο τις εκλαμβάνει ως «μεταγραφές» για την ΝΔ, σε αυτήν την προεκλογική περίοδο. Οι διευρύνσεις, όμως, σε πρόσωπα στα «αριστερά» του κυβερνώντος κόμματος έχουν μακρά ιστορία και δεν ταυτίζονται με ανούσιες κινήσεις κορυφής.
Άλλωστε, η ΝΔ και ο Κυριάκος Μητσοτάκης προσωπικά κινούνται με σαφώς μεγαλύτερη άνεση προς τον χώρο του προοδευτικού κέντρου, το οποίο επιδιώκει να εκφράσει το ΠΑΣΟΚ του Ν. Ανδρουλάκη. Η άνεση αυτή δεν εκπηγάζει από κάποιας μορφής πολιτική αυταρέσκεια και αίσθημα ιδεολογικής ηγεμονίας, αλλά από συγκεκριμένους παράγοντες που είναι γνωστοί στον εκλογικά κρίσιμο χώρο του Κέντρου.
Ο ίδιος ο πρωθυπουργός δεν έκρυψε ποτέ την προγραμματική του δέσμευση στον χώρο του σύγχρονου σοσιαλφιλελευθερισμού και του προοδευτικού μεταρρυθμιστικού Κέντρου, κινήθηκε και κινείται με μετριοπάθεια σε ζητήματα κυβερνητικού ύφους, και με όρους αποτελεσματικότητας σε ζητήματα οικονομίας και εξωτερικής πολιτικής της χώρας. Η ΝΔ εκπροσωπεί, λοιπόν, για τον χώρο του ΠΑΣΟΚ και του μεταρρυθμιστικού Κέντρου ό,τι ακριβώς αδυνατεί να εκπροσωπήσει πολιτικά η σημερινή ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, η οποία ακολουθεί πλέον στρατηγική «αξιοπρεπούς ήττας» για τις ερχόμενες εκλογές.