Κόσμος

Η πρόταση Μπάιντεν για ειρήνη και η ευγενής μας τύφλωση

Η «τύφλωση» ήταν από τότε παρούσα στην σκέψη και στην δράση μας.

Δεν έχει προλάβει να στεγνώσει το μελάνι από την πρόταση του Τζο Μπάιντεν για ειρήνη στην Ουκρανία και το διαδίκτυο πλημμυρίζεται από εξόχως αρνητικές δεξιώσεις της ειρηνευτικής πρότασης. Η πρόταση για παράδοση ενός μικρού μέρους της ουκρανικής εδαφικής επικράτειας, αντάλλαγμα για την λήξη των εχθροπραξιών απορρίπτεται, γρήγορα και επιπόλαια, ως πρόταση που προσκρούει στον σεβασμό του διεθνούς δικαίου και στον ορθολογισμό.

Είναι όμως ο ίδιος ορθολογισμός, που αδυνατούσε να δει την συσσώρευση ρωσικών δυνάμεων στα σύνορα της Ουκρανίας από το 2021. Η «τύφλωση» ήταν από τότε παρούσα στην σκέψη και στην δράση μας. Ανεξάρτητα από το εάν διαψεύδεται προς το παρόν η πρόταση του Αμερικανού προέδρου για εκχώρηση του ενός πέμπτου των ουκρανικών εδαφών σε μια διαπραγματευτική διαδικασία που θα εκβάλει στην ειρήνη, είναι βέβαιο ότι αυτοί που σπεύδουν να κατακρίνουν ως «μειοδοτική» για τον δυτικό μας ορθολογισμό την αμερικανική πρόταση, είναι οι ίδιοι που αρνούνταν να δουν κατά πρόσωπο την πραγματικότητα που είχε διαμορφωθεί στα ρωσοουκρανικά σύνορα, αρκετά πριν από την στρατιωτική εισβολή.

Ο λόγος που επικαλούνταν τότε, είναι ακριβώς ο ίδιος λόγος που επικαλούνται σήμερα για να επικρίνουν την πρόταση του προέδρου των Δημοκρατικών και των ΗΠΑ. Ο ορθολογισμός υπαγόρευε το συμπέρασμα, ότι δεν συντρέχει ορθολογική προϋπόθεση για ρωσική εισβολή, αφού αυτή θα κινητοποιούσε ολόκληρη την Δύση. Η ρωσική πολεμική μηχανή, όμως, ήταν συγκεντρωμένη στα σύνορα από τα τέλη του 2021. Τα ρωσικά στρατεύματα δήλωναν, με την παρουσία τους, ότι ο δικτάτορας του Κρεμλίνου ήταν προετοιμασμένος και αποφασισμένος να κηρύξει τον πόλεμο, ανεξάρτητα από την επικοινωνιακάεπιλεγμένη ονομασία της «ειδικής στρατιωτικής επιχείρησης».

Το ότι η μεγάλη πλειοψηφία δημοσιογράφων, αναλυτών και πανεπιστημιακών εθελοτυφλούσε – για λόγους προφανούς ιδεολογικής ύπνωσης – μπροστά στην απειλή δεν σημαίνει ότι δεν υφίστατο η απειλή σε έκδηλη και επιθετική μορφή. Το ίδιο επιχείρημα, άλλωστε, περί ορθολογισμού, που δεν θα επέτρεπε στην Γερμανία να επιτεθεί στις αρχές του αιώνα, το συναντά κανείς αυτούσιο σε εγχειρίδια σύγχρονης ιστορίας και διεθνούς πολιτικής. Πράγματι, η Γερμανία δεν είχε κάποιο ορθολογικά αιτιολογημένο κίνητρο να επιτεθεί και να προκαλέσει τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν επιτέθηκε και δεν τον προκάλεσε.

Και όπως ακριβώς συμβαίνει στις ημέρες μας με του Ρώσους στρατιώτες και αξιωματικούς, το ίδιο συνέβαινε και στις αρχές του εικοστού αιώνα με τους Γερμανούς ιμπεριαλιστές. Οι Γερμανοί αισθάνονταν – υποκειμενικά – αμυνόμενοι, αλλά, αντικειμενικά, ήταν εισβολείς. Κάθε ειρηνευτική πρόταση που λαμβάνει σοβαρά υπ’ όψη τα δεδομένα και τις πραγματικότητες του πολέμου δεν καθιστά και τον εμπνευστή της έναν θλιβερό απολογητή του ρεαλισμού και του Κλαούζεβιτς.

Αν αυτό ίσχυε, τότε ο Εμμανουέλ Μακρόν και ο Τζο Μπάιντεν θα είχαν ήδη ξεκόψει από την φιλελεύθερη μήτρα. Ο φιλελευθερισμός, όμως, ζητά κριτικά σκεπτόμενους πολιτικούς παράγοντες και αναλυτές, που να είναι, κατά το δυνατόν, προσγειωμένοι στο έδαφος της πραγματικότητας. Προς αυτήν την κατεύθυνση, την κατεύθυνση της απομάκρυνσης της ευγενούς ορθολογικής μας τύφλωσης, κινείται και η ειρηνευτική πρόταση, που έγινε πριν από λίγες ώρες γνωστή.