Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) τροποποίησε ελαφρά και προς το καλύτερο τις αρχικές προβλέψεις του αναφορικά με την παγκόσμια ανάπτυξη για το 2023 λόγω της «εκπληκτικά ανθεκτικής» ζήτησης στις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρώπη, τις χαμηλότερες τιμές της ενέργειας, αλλά και το άνοιγμα της Κίνας.
Ιδιαίτερα, το ΔΝΤ προβλέπει πλέον ρυθμό ανάπτυξης της παγκόσμιας οικονομίας 2,9% το 2023, κατά τη νεότερη έκθεσή του, η οποία δόθηκε στη δημοσιότητα χθες Δευτέρα. Πρόκειται για ρυθμό ανώτερο κατά 0,2 εκατοστιαία μονάδα σε σύγκριση με την προηγούμενη πρόβλεψη, που δημοσιοποιήθηκε από τον διεθνή χρηματοπιστωτικό θεσμό της Ουάσιγκτον τον Οκτώβριο.
Για το 2024, το ΔΝΤ αναμένει ελαφρά αύξηση της ανάπτυξης στο 3,1%, δηλαδή 0,1% λιγότερο από ό,τι αναμενόταν αρχικά, λόγω του πλήρους αντίκτυπου των αυξήσεων των επιτοκίων της κεντρικής τράπεζας.
Ο Πιερ – Ολιβιέ Γκουρανσά, επικεφαλής οικονομολόγος του ΔΝΤ, δήλωσε σχετικά ότι οι κίνδυνοι ύφεσης έχουν υποχωρήσει και πως οι κεντρικές τράπεζες σημειώνουν προόδους στη συγκράτηση του πληθωρισμού, αλλά υπάρχει ακόμη σημαντική δουλειά που πρέπει να γίνει για τον περιορισμό του πληθωρισμού. Ιδιαίτερα, σχετικά με τις προοπτικές για το 2023, το στέλεχος του διεθνούς οικονομικού δήλωσε ότι «πρέπει κάπως να προετοιμαστούμε για το απροσδόκητο, αλλά αυτό θα μπορούσε κάλλιστα να είναι ένα σημείο καμπής, με την ανάπτυξη να φτάνει στο κάτω μέρος και τον πληθωρισμό να μειώνεται μετά από αυτό».
Ο διεθνής οργανισμός περιμένει τώρα το ΑΕΠ των Ηνωμένων Πολιτειών να αυξηθεί κατά 1,4% φέτος, από 1% που προβλεπόταν τον Οκτώβριο και 2% ανάπτυξη πέρυσι, επικαλούμενος την κατανάλωση και τις επενδύσεις ισχυρότερες από τις αναμενόμενες το τρίτο τρίμηνο του 2022 και μια σταθερή αγορά εργασίας.
Η οικονομία στην ευρωζώνη αναμένεται να αναπτυχθεί κατά 0,7% μετά την επέκταση κατά 3,5% το 2022, εκτιμά το ΔΝΤ, το οποίο είπε ότι η περιοχή κατάφερε να προσαρμοστεί ταχύτερα από το αναμενόμενο στο αυξανόμενο ενεργειακό κόστος.
Χάρη στην άρση της πολιτικής του «μηδενικού COVID» στην Κίνα, το ΔΝΤ αναθεώρησε προς τα επάνω τις προοπτικές ανάπτυξης για τη δεύτερη δύναμη στον κόσμο από 4,4% σε 5,2% για φέτος. Όμως, η ώθηση, που θα δοθεί με το τέλος των κυκλοφοριακών περιορισμών, εκτιμάται ότι θα είναι βραχύβια.
Το Ταμείο εκτιμά επίσης ότι η κινεζική ανάπτυξη θα επιβραδυνθεί στο 4,5% το επόμενο έτος πριν σταθεροποιηθεί κάτω από το 4% μεσοπρόθεσμα, με πτώση του επιχειρηματικού δυναμισμού και αργή κίνηση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων.
Η επανεκκίνηση της χώρας θα ασκήσει κάποια ανοδική πίεση στις τιμές των εμπορευμάτων, είπε ο Πιερ – Ολιβιέ Γκουρανσά, αλλά συνολικά «βλέπουμε το άνοιγμα της Κίνας ως όφελος για την παγκόσμια οικονομία», επειδή θα βοηθήσει στην άμβλυνση των σημείων συμφόρησης στην παραγωγή και θα τονώσει την εγχώρια ζήτηση.
Τέλος, η Μεγάλη Βρετανία είναι η μόνη χώρα της G7 για την οποία το Ταμείο μείωσε τις προβλέψεις του, με συρρίκνωση του ΑΕΠ κατά 0,6% το 2023, έναντι ανάπτυξης 0,3% που αναμενόταν αρχικά.
Η βρετανική οικονομία είναι ιδιαίτερα επηρεασμένη από την άνοδο των τιμών του φυσικού αερίου και θα δυσκολευόταν να αντιμετωπίσει την αύξηση των φόρων που ανακοίνωσε η κυβέρνηση, την έλλειψη εργατικού δυναμικού και την απότομη αύξηση των επιτοκίων από την Τράπεζα της Αγγλίας.