Σε συνέντευξή του στην γαλλική εφημερίδα Le Figaro o πρωθυπουργός της Πολωνίας Ματέους Μοραβιέτσκι δήλωσε: “Υπάρχουν τμήματα της Ρωσίας που αποτελούν φυλακές άλλων εθνών. Αυτά τα τμήματα της Ρωσίας θα μπορούσαν να απελευθερωθούν, όπως για παράδειγμα η Τσετσενία. Πολέμησαν για την ελευθερία τους επί αιώνες και τις τελευταίες δεκαετίες πολέμησαν με μεγάλη ορμή. Πιστεύω ότι η χώρα αυτή αξίζει να ανεξαρτητοποιηθεί”.
Ο Μοραβιέτσκι ανήκει στο κυβερνών δεξιό κόμμα Νόμου και Δικαιοσύνης (PiS). Όμως και ο προερχόμενος από το αντιπολιτευόμενο κόμμα της Πλατφόρμας Πολιτών (PO), πρώην υπουργός Εξωτερικών, Ράντοσλαβ Σικόρσκι δεν σκέφτεται διαφορετικά. Σε δική του συνέντευξη στην πολωνική εφημερίδα Krytyka Ρolityczna, αν και θεώρησε απίθανο τον κατακερματισμό της Ρωσίας συνεπεία του πολέμου στην Ουκρανία, θεώρησε δυνατή μία εξαίρεση: “Πιθανώς κάπου στα σύνορα, λ.χ. στην Τσετσενία ή το Νταγκεστάν, ενδέχεται μια πολύ αποδυναμωμένη Ρωσία να υποχρεωθεί να αναδιπλωθεί”.
Η ευρωβουλευτής Άννα Φοτύγκα (επίσης του PiS), άλλοτε υπουργός Εξωτερικών, νυν γενική γραμματέας της ομάδας των Ευρωπαίων Συντηρητικών και Μεταρρυθμιστών (ECR) και σύμβουλος του επικεφαλής του ΝΑΤΟ Γενς Στόλτενμπεργκ εκφράζεται πολύ πιο φιλόδοξα. Με άρθρο της στο Euractiv στις 27 Ιανουαρίου θέτει ρητά τον στόχο του διαμελισμού της Ρωσικής Ομοσπονδίας.
Η Φοτύγκα παρατηρεί ότι μολονότι “δεν μπορούν να εξαχθούν δυστυχώς θετικά συμπεράσματα από τις αντιπολεμικές διαδηλώσεις της ρωσικής κοινωνίας, διότι αυτές δεν υπήρξαν”, θα ήταν δυνατό να “πάρουμε ένα μάθημα από τις μαζικές διαμαρτυρίες ενάντια στην υπαγωγή στη Μόσχα από περιφέρειες όπως η Ιγκουσετία και το Χαμπαρόφσκ της [ρωσικής] Άπω Ανατολής”.
Η ίδια εμφατικά τονίζει ότι “δεν υπάρχει αυτό που λέμε ρωσικό φυσικό αέριο, πετρέλαιο, αλουμίνιο, άνθρακας, ουράνιο, διαμάντια, σιτηρά, δάση, χρυσός κ.ο.κ. Όλοι αυτοί οι πλουτοπαραγωγικοί πόροι είναι Ταταρικοί, Μπασκιρικοί, Σιβηριανοί, Καρελικοί, Οϊρατικοί, Κιρκασσιανοί, Μπουριατικοί, Σαχά, Ουραλικοί, Κουμπανικοί, Νογκάι κ.ο.κ.”.
Η Φοτύγκα δεν δείχνει να κάμπτεται από το γεγονός ότι οι Ρώσοι αποτελούν την πλειοψηφία στις 12 από τις 22 αυτόνομες δημοκρατίες της Ρωσικής Ομοσπονδίας οι οποίες φέρουν το όνομα συγκεκριμένης εθνότητας. Ούτε είναι τυχαίο ότι προσμιγνύει εθνοτικούς με γεωγραφικούς προσδιορισμούς, αφού, όπως η ίδια αναφέρει “για τους περισσότερους κατοίκους των περιφερειών, είτε είναι εθνοτικά Ρώσοι είτε αυτόχθονες, η Μόσχα αντιπροσωπεύει μόνο τον πόλεμο, την καταπίεση, την εκμετάλλευση και την απελπισία.
Η Πολωνίδα ευρωβουλευτής μιλά τη σύγχρονη γλώσσα των “μεταποικιακών σπουδών”, λ.χ. όταν χρησιμοποιεί τον όρο “πολιτισμική οικειοποίηση” (cultural appropriation) για να αποδομήσει και τη ρωσική πολιτιστική κληρονομιά, φέροντας ως παράδειγμα τον Μιχαήλ Λέρμοντοφ, ο οποίος “έκλεψε τους θρύλους των Κιρκασσίων”, ή τον Νικολάι Γκόγκολ, ο οποίος “επιχειρείται από τους Ρώσους να αποσπασθεί από την ουκρανική εθνική του ταυτότητα”.
Σε κάθε περίπτωση, η Φοτύγκα δεν κινείται μόνη. Μαζί με τον συνάδελφό της Κοσμά Ζλοτόφκσι πρόκειται να συγκεντρώσει στις Βρυξέλλες ιστορικούς, δημοσιογράφους και πολιτικούς και από τις δύο ακτές του Ατλαντικού, καθώς και “ηγέτες” 20 διαφορετικών εθνοτήτων της Ρωσικής Ομοσπονδίας, για να συζητήσουν τις προοπτικές “αποαποικιοποίησης” και “απο-αυτοκρατοροποίησης” της Ρωσικής Ομοσπονδίας.
Το εγχείρημα, παρά τις “δυσκολίες” που και η ίδια αναγνωρίζει, μπορεί να εκτυλιχθεί “ελεγχόμενα, παραγωγικά και μη βίαια”, ενισχύοντας την ασφάλεια, ενεργειακή και άλλη, της Ευρώπης και της Κεντρικής Ασίας.
Προφανώς τέτοιες σκέψεις καλλιεργούνται σε πολλούς κύκλους. Έχουν δε μια καταγωγική σχέση με το έργο του πολωνικής καταγωγής Αμερικανού στρατηγιστή Ζμπίγκνιου Μπρεζίνσκι, τον οποίο, διόλου τυχαία, επαίνεσε ο Σικόρσκι, διότι όπως είπε, σε αντίθεση με τον Χένρι Κίσνγκερ, “δεν αντιμετώπιζε τα κράτη ως μαύρα κουτιά”.
Αλλά ότι στην αιχμή αυτής της φιλολογίας βρίσκονται Πολωνοί πολιτικοί, προερχόμενοι από αγρίως αντιμαχόμενα κόμματα, προφανώς σχετίζεται με τη διογκωμένη αίσθηση “μεγαλείου” που συνοδεύει την πολωνική εθνική ιδεολογία. Οι μεσοπολεμικές βλέψεις της Βαρσοβίας να κυριαρχήσει στον χώρο των τριών θαλασσών (Βαλτικής, Ευξείνου και Αδριατικής) δεν είχαν βέβαια ευτυχή κατάληξη – όμως τίποτε δεν έχει εμποδίσει την αναβίωσή τους στη σύγχρονη εποχή.