Το πιο ολοκληρωμένο πακέτο αναδιάρθρωσης χρέους στην ιστορία της Τουρκίας είναι έτοιμος να ανακοινώσει, προεκλογικά, μετά το σημερινό υπουργικό συμβούλιο, ο πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Η αντιπολίτευση και οι οικονομολόγοι εκφράζουν, ωστόσο, σοβαρές ανησυχίες για το οικονομικό βάρος, που το εν λόγω πακέτο θα επιφέρει μετά τις εκλογές. Ο πρόεδρος Ερντογάν είναι αποφασισμένος να εγκαινιάσει δυναμικά την προεκλογική περίοδο ενόψει των εκλογών της 14ης Μαΐου.
Ιδιαίτερα, το πιο ολοκληρωμένο πακέτο αναδιάρθρωσης χρέους στην ιστορία της Τουρκίας αναμένεται να ανακοινωθεί μετά το σημερινό υπουργικό συμβούλιο, αναφέρεται ότι θα υπάρξουν διάφορες διαγραφές για χρέη, πριν από την λήξη του έτους.. Η αντιπολίτευση, από την άλλη, επισημαίνει το μετεκλογικό βάρος, υποστηρίζοντας ότι η κυβέρνηση εφαρμόζει εκλογική οικονομία, αδιαφορώντας για τις σοβαρές, μετεκλογικές οικονομικές συνέπειες.
Με το πακέτο αναδιάρθρωσης, οι λεπτομέρειες του οποίου αναμένεται να ανακοινωθούν εντός της ημέρας, προβλέπεται, ανάμεσα στα άλλα, ότι οι εταιρείες θα έχουν τη δυνατότητα να αυξήσουν ελεύθερα το μετοχικό τους κεφάλαιο, ενώ, στο πεδίο της αναδιάρθρωσης θα ενταχθούν και οφειλές προς τους δήμους και οφειλές προς τις δημόσιες εταιρείες ηλεκτρισμού και ύδρευσης.
Η αναδιάρθρωση αναμένεται να περιλαμβάνει φορολογικές οφειλές προς το Δημόσιο, φόρους αυτοκινήτων, παράνομα διόδια και πρόστιμα της Τροχαίας.
Ωστόσο, αντιπολίτευση και οικονομολόγοι εκτιμούν ότι αυτό το πακέτο αναδιάρθρωσης συνδέεται με τις ανάγκες του εκλογικού κύκλου και, κυρίως, με την ανάγκη του Ερντογάν για μια νέα θητεία στο προεδρικό αξίωμα. Τέτοιες πολιτικές επιλογές θεωρούνται ως αμφιλεγόμενες, γιατί θα επιβαρύνουν ακόμη περισσότερο την οικονομία της χώρας μετεκλογικά.
Σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις του περασμένου φθινοπώρου, παρατηρήθηκε ότι οι ψήφοι της Λαϊκής Συμμαχίας, δηλαδή του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) και του Κόμματος Εθνικιστικής Δράσης (ΜΗΡ), έχουν πέσει κάτω από το 39%. Στη συνέχεια, η κυβέρνηση άρχισε να ανακοινώνει «πακέτα διάσωσης» σε διάφορους τομείς.
Στο πλαίσιο αυτό, εγκρίθηκαν στεγαστικά προγράμματα για τους χαμηλοσυνταξιούχους και για τα μικρομεσαία εισοδήματα, θεσπίστηκε η χορήγηση συνταξιοδοτικού δικαιώματος για νέες ηλικιακές κατηγορίες εργαζομένων και εγκρίθηκε αύξηση κατά 20% των απολαβών των συνταξιούχων και των δημοσίων υπαλλήλων.
Μετά από αυτά τις παράτολμες οικονομικές επιλογές, τα ποσοστά της Λαϊκής Συμμαχίας άρχισαν να παρουσιάζουν και πάλι ανοδική τάση, παρότι οικονομικοί αναλυτές εκφέρουν τη γνώμη ότι πρόκειται να υπάρξει εικονική «αφθονία χρημάτων» μετεκλογικά, κάτι που θα ενισχύσει τον ήδη υψηλό πληθωρισμό της χώρας και θα επιβαρύνει περαιτέρω τη δημοσιονομική κατάσταση της γείτονος.