Πρέπει να δώσει κανείς στον πρόεδρο της Γαλλίας Εμανουέλ Μακρόν τα εύσημα για την αποφασιστικότητά του. Η προηγούμενη προσπάθειά του να μεταρρυθμίσει το δημόσιο συνταξιοδοτικό σύστημα της χώρας του ηττήθηκε μετά από μήνες απεργιών και διαδηλώσεων. Τώρα, προσπαθεί ξανά – και, όπως και τότε, αντιμετωπίζει λυσσαλέα αντιπολιτευτική αντίδραση. Η ελπίδα είναι ότι θα έχει καλύτερη τύχη αυτή τη φορά.
Μη βιώσιμο
Το νέο σχέδιο του Μακρόν, ή κάτι σαν κι αυτό, είναι σίγουρα απαραίτητο. Παρά ορισμένες προηγούμενες μεταρρυθμίσεις, το δημόσιο συνταξιοδοτικό σύστημα της Γαλλίας είναι από οικονομική άποψη μη βιώσιμα γενναιόδωρο. Επιτρέπει στους περισσότερους εργαζόμενους να συνταξιοδοτούνται με πλήρη κρατική σύνταξη στα 62, εφόσον έχουν καταβάλει εισφορές για 42 χρόνια.
Κατά μέσο όρο, οι άνθρωποι σταματούν να εργάζονται νωρίτερα απ’ ό,τι στις περισσότερες άλλες χώρες – και επομένως περνούν περισσότερα χρόνια της ζωής τους στη σύνταξη. Οι πληρωμές αναπληρώνουν επίσης μεγαλύτερο μερίδιο του προ συνταξιοδότησης μισθού σε σχέση με το ποσοστό σε άλλα κράτη. Το κόστος είναι τεράστιο: περίπου 14% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος της Γαλλίας (έναντι 7% στις ΗΠΑ). Αν αναρωτιέστε γιατί οι δημόσιες δαπάνες στη Γαλλία είναι περίπου στο 60% του ΑΕΠ, το υψηλότερο ποσοστό στην Ευρώπη, να ένας από τους λόγους.
Η τελευταία πρόταση του Μακρόν δεν είναι καθόλου ακραία. Θα αυξήσει σταδιακά την ηλικία πλήρους συνταξιοδότησης στα 64 χρόνια, έναν χρόνο νωρίτερα από τον προηγούμενο σχεδιασμό και θα απαιτεί 43 χρόνια εισφορών. Ο πρόεδρος της Γαλλίας έχει αμβλύνει την πρόταση και με άλλους τρόπους. Η νέα αύξηση στα 64 έτη δεν θα ισχύει για ορισμένους ανθρώπους οι οποίοι, για παράδειγμα, ξεκίνησαν να εργάζονται ιδιαίτερα νέοι ή έχουν προβλήματα υγείας. Το σχέδιο θα θεσπίζει επίσης μια νέα ελάχιστη σύνταξη.
Συνολικά, με βάση τα διεθνή πρότυπα, το σύστημα θα παρέμενε γενναιόδωρο ακόμη και μετά τις αλλαγές. Ωστόσο, θα εξακολουθούσε να κάνει μεγάλη δημοσιονομική διαφορά: παρά τις παραχωρήσεις Μακρόν, λένε Γάλλοι αξιωματούχοι, το πακέτο θα μπορούσε να εξαλείψει το έλλειμμα του γαλλικού ασφαλιστικού συστήματος έως το 2030.
Όπως αναμφίβολα καταλαβαίνει ο Μακρόν, μια πολύ πιο τολμηρή μεταρρύθμιση θα ήταν καλύτερη. Η Γαλλία δεν έχει ένα δημόσιο συνταξιοδοτικό σύστημα αλλά δεκάδες, το καθένα από τα οποία με τους δικούς του περίπλοκους κανόνες. Στο ιδανικό σενάριο, θα έπρεπε να ενιαιοποιηθούν και να απλοποιηθούν, όπως προτεινόταν σε προηγούμενα σχέδια. Οι συνταξιοδοτικές μεταρρυθμίσεις είναι δύσκολες και στις καλύτερες των εποχών, καθώς απειλούν άμεσα αντιληπτά δικαιώματα και αυξάνουν το αίσθημα ανασφάλειας των εργαζομένων. Η πολιτική πρόκληση είναι πολύ μεγαλύτερη όταν οι εργαζόμενοι δεν μπορούν να κατανοήσουν σωστά πώς λειτουργεί το σύστημα ή πώς θα τους επηρεάσουν οι προτεινόμενες μεταρρυθμίσεις.
Εκείνο το οποίο είναι ξεκάθαρο είναι ότι το να επιτραπεί στο συνταξιοδοτικό κόστος για τον γαλλικό προϋπολογισμό να συνεχίσει να συσσωρεύεται θα ήταν εξαιρετικά ανεύθυνο και, όσο μεγαλύτερη είναι η καθυστέρηση, τόσο πιο δραστικά θα πρέπει να είναι αργότερα τα διορθωτικά μέτρα. Εάν μετρηθεί σε σχέση με εκείνο που απαιτείται πραγματικά – ή με τη γενναιοδωρία των συστημάτων άλλων χωρών – το σχέδιο που προτείνει ο Μακρόν είναι μεσαίου βεληνεκούς μεταρρύθμιση – ή ίσως και ήπια.
Πιθανότητες
Το γεγονός αυτό δεν έχει αμβλύνει τις αντιδράσεις. Σύμφωνα με πρόσφατη δημοσκόπηση, περίπου οι μισοί ψηφοφόροι θέλουν το θεσμοθετημένο όριο ηλικίας να παραμείνει στα 62 έτη και ένα τέταρτο του πληθυσμού θα ήθελε να το δει να μειώνεται. Η δημοτικότητα του Μακρόν έχει υποχωρήσει, ενώ η παράταξη που στηρίζει τον ίδιο και την κυβέρνηση της πρωθυπουργού Ελιζαμπέτ Μπορν δεν κατέχει πλέον την πλειοψηφία στο κοινοβούλιο, με τα συνδικάτα να καλούν σε απεργίες και διαδηλώσεις οι οποίες θα ξεκινήσουν στις 19 Ιανουαρίου.
Την τελευταία φορά, μήνες διαδηλώσεων ουσιαστικά παρέλυσαν πόλεις, έφεραν αδράνεια στην οικονομία, ακρωτηρίασαν συστήματα μεταφορών, έκλεισαν σχολεία και οδήγησαν σε συχνά βίαιες συγκρούσεις με την αστυνομία.
Θα ήταν δίκαιο εάν διαπιστώναμε ότι οι πιθανότητες επιτυχίας του Μακρόν δεν είναι πολύ μεγαλύτερες αυτή τη φορά. Ωστόσο, ο πρόεδρος έχει δίκιο που το προσπαθεί, σε κάθε περίπτωση.