Πολιτική

Πολιτική και παραπολιτική

Το υπουργείο Εσωτερικών κατέστησε σαφές ότι η Βουλή πρόκειται να διαλυθεί τον Απρίλιο και, τον Μάιο, διενεργούνται οι εκλογές.

Το υπουργείο Εσωτερικών κατέστησε σαφές ότι η Βουλή πρόκειται να διαλυθεί τον Απρίλιο και, τον Μάιο, διενεργούνται οι εκλογές. Η αντίστροφη μέτρηση άρχισε, λοιπόν, επισήμως και οι πολίτες περιμένουν να ενημερωθούν για τα πολιτικά πεπραγμένα και το πολιτικό σχέδιο για τη χώρα, ιδιαίτερα από την Νέα Δημοκρατία και τον Σύριζα. Η πρώτη φαίνεται να αποφεύγει τα τοξικά νέφη και να επικεντρώνεται στο έδαφος των πραγματικών δεδομένων της πολιτικής, ανοίγοντας θεματικές πολιτικές. Το ίδιο, ωστόσο, πολύ δύσκολα μπορεί να υποστηριχθεί για το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, το οποίο ενδιαφέρεται περισσότερο να περιχαρακώσει με τον φανατισμό και με τις συναισθηματικές φορτίσεις παρά να αρθρώσει πειστικό προγραμματικό λόγο.

Παρήγορο στοιχείο είναι, βέβαια, το γεγονός ότι βρισκόμαστε στην αρχή της πορείας προς τις εκλογές και υπάρχουν τα χρονικά περιθώρια σχεδόν πέντε μηνών για την κάλπη. Μετά τη συνταγματικά προβλεπόμενη θεσμική διαλεύκανση του τοπίου, έχουμε ήδη μπροστά μας δυο διαφαινόμενα, διακριτά υποδείγματα πολιτικής αντιπαράθεσης.

Ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης προτιμά να κινείται πολιτικά στο πεδίο του συγκεκριμένου, θέτοντας ευαίσθητα ζητήματα σύγχρονης κοινωνικής πολιτικής. Ο απολογισμός των κυβερνητικών πεπραγμένων στους τομείς της νεανικής ανεργίας, της ενδοοικογενειακής βίας, αυτής της καλπάζουσας μορφής βίας, και των δημοσίων ενθαρρύνσεων στη δημιουργία νέων οικογενειών δεν είναι ιδιαίτερα συνηθισμένη στην εγχώρια κοινωνικοπολιτική εμπειρία. Η αριστερά είναι εκείνη που τα θεωρεί διαχρονικά «δικά της», προνομιακά ζητήματα. Σε αυτές τις ατζέντες της κοινωνικής εγρήγορσης και της υπέρβασης σκουριασμένων διαχωρισμών ανάμεσα στα δύο φύλα, η αριστερά αναπτύσσει με μεγαλύτερη άνεση, έως πρόσφατα τουλάχιστον, επιτεύγματα και κατακτήσεις, διανοίγει προοπτικές και θεωρεί ότι χαράσσει νέα φωτεινά μονοπάτια.

Κι όμως, αυτό που δέχεται έως τώρα ο πολίτης είναι μια επίπονη προσπάθεια αναβίωσης ενός κλίματος πόλωσης, που φθάνει ακόμη και στον λόγο περί σκανδάλων. Το να υποστηρίζει ένας αριστερός του εικοστού πρώτου αιώνα ότι ο πρωθυπουργός αντιμετωπίζει τους πολιτιστικούς θησαυρούς του τόπου σαν «προσωπικό τσιφλίκι» υποδηλώνει προσπάθεια κομματικής «αξιοποίησης» της όποιας συναισθηματικής φόρτισης του πλήθους. Μια φόρτιση που ο ίδιος ο αντιπολιτευτικός λόγος επιχειρεί να καλλιεργεί από προφανή φόβο απώλειας των εκλογικών κεκτημένων της προηγούμενης τετραετίας, των εκλογικών δεδομένων πριν από τέσσερα χρόνια. Η ήπια και μειλίχια μεταγραφή της σκανδαλολογίας με όρους «εργαλειοποίησης» και «ενδεχόμενου ατοπήματος» από την «κεντροαριστερή» εκπρόσωπο Τύπου δεν σβήνει το αποτύπωμα του radical ηχηρής παρέμβασης.

Υπάρχουν εντούτοις ακόμη κάποια για την ριζοσπαστική αριστερά, χρονικά περιθώρια για να αποφασίσει οριστικά αν θα συνεχίσει να κινείται στις σφαίρες των καταγγελιών και των συναφών υψηλών τόνων ή αν θα αντιπολιτευθεί την κυβέρνηση με ουσιαστικές παρεμβάσεις και θα απευθυνθεί στο εκλογικό σώμα με προγραμματική επιχειρηματολογία.