Η Ελλάδα σημειώνει πολύ καλές επιδόσεις στην ενίσχυση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Η ελληνική κυβέρνηση επιτυγχάνει να απεγκλωβιστεί και να ανεξαρτητοποιηθεί από το ρωσικό φυσικό αέριο.
«Η Ελλάδα έχει ήδη αποταμιεύσει υπερδιπλάσιο ποσό φυσικού αερίου από το προβλεπόμενο κατά τους πρώτους τέσσερις μήνες της κρίσης. […] Ταυτόχρονα, η Ελλάδα μειώνει δραστικά τις εισαγωγές φυσικού αερίου από τη Ρωσία. Τον Νοέμβριο του 2022, οι εισαγωγές ρωσικού φυσικού αερίου ήταν κατά 98,3% χαμηλότερες σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Η Ελλάδα απελευθερώθηκε έτσι από την εξάρτησή της από τη Ρωσία, μέσα σε έναν χρόνο, χάρη στη δραστική εξοικονόμηση της κατανάλωσης φυσικού αερίου», στρεφόμενη στο υγροποιημένο φυσικό αέριο (LNG), η διακίνηση του οποίου σχεδόν διπλασιάστηκε κατά το 2022.
Πάντως, όπως παρατηρεί το γερμανικό μέσο, «προκειμένου να διασφαλιστεί ο εφοδιασμός με ηλεκτρική ενέργεια παρά τους στόχους εξοικονόμησης φυσικού αερίου, η συντηρητική κυβέρνηση ανέβαλε τη σταδιακή κατάργηση της ηλεκτροπαραγωγής από λιγνίτη, η λήξη της οποίας προγραμματίζεται πλέον για το 2028, αντί του αρχικού στόχου για το 2025».
Με απώτερο σκοπό το μερίδιο των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας για το 2030 να προσεγγίσει το 80%, η Ελλάδα σημειώνει και εκεί πρόοδο: «Κατά τους πρώτους δέκα μήνες του 2022, το μερίδιο των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στο μείγμα ηλεκτρικής ενέργειας έφτασε το 47,1%, σύμφωνα με τον ΑΔΜΗΕ. Συγκριτικά, πριν από δέκα χρόνια ήταν μόλις 6% », υπογραμμίζει η HB. Ο αρθρογράφος της αναφέρει ότι «η έκρηξη της ελληνικής πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας προσελκύει και ξένες ενεργειακές εταιρείες. Τον Ιανουάριο, η ΔΕΗ και η γερμανική RWE Renewables σχημάτισαν κοινοπραξία, την Meton Energy AG, την οποία η RWE ελέγχει με το 51% των μετοχών. Η ΔΕΗ συνεισφέρει 9 ηλιακά έργα ισχύος 940 μεγαβάτ. Η τοποθεσία των φωτοβολταϊκών εγκαταστάσεων είναι πρώην ορυχεία εξόρυξης λιθάνθρακα στη βόρεια Ελλάδα».