Σε επέκταση της υποχρεωτικής στρατιωτικής θητείας προχωρά η Ταϊβάν. Όπως δήλωσε η πρόεδρος της χώρας Τσάι Ινγκ – Γουέν, η στρατολόγηση θα διαρκεί έναν χρόνο από τέσσερις μήνες που ισχύει σήμερα, από το 2024, λόγω της «αυξανόμενης απειλής που αντιμετωπίζει το δημοκρατικά διοικούμενο νησί από τη γιγάντια γειτονική Κίνα».
Η κίνηση αυτή έρχεται σε συνέχεια της εντεινόμενης στρατιωτικής, διπλωματικής και οικονομικής πίεσης της Κίνας στην Ταϊβάν για να διεκδικήσει την κυριαρχία της, συμπεριλαμβανομένων σχεδόν καθημερινών αποστολών της κινεζικής αεροπορίας κοντά στο νησί τα τελευταία τρία χρόνια.
«Όσο η Ταϊβάν είναι αρκετά ισχυρή, θα είναι το σπίτι της δημοκρατίας και της ελευθερίας σε όλο τον κόσμο και δεν θα γίνει πεδίο μάχης», είπε η Τσάι σε συνέντευξη Τύπου ανακοινώνοντας την απόφαση για παράταση της περιόδου στρατολόγησης.
Πρόσθεσε πως το τρέχον στρατιωτικό σύστημα, συμπεριλαμβανομένων των εφέδρων εκπαίδευσης, είναι αναποτελεσματικό και ανεπαρκές για να αντιμετωπίσει την αυξανόμενη στρατιωτική απειλή της Κίνας, ειδικά εάν εξαπέλυε μια επίθεση στο νησί.
«Η Ταϊβάν θέλει να πει στον κόσμο ότι μεταξύ δημοκρατίας και δικτατορίας, πιστεύουμε ακράδαντα στη δημοκρατία. Μεταξύ πολέμου και ειρήνης, επιμένουμε στην ειρήνη. Ας δείξουμε το θάρρος και την αποφασιστικότητα να προστατεύσουμε την πατρίδα μας και να υπερασπιστούμε τη δημοκρατία», τόνισε χαρακτηριστικά.
Οι στρατεύσιμοι θα υποβληθούν σε πιο εντατική εκπαίδευση, συμπεριλαμβανομένων ασκήσεων σκοποβολής, διδασκαλίας μάχης που χρησιμοποιούν οι δυνάμεις των ΗΠΑ και χειρισμού ισχυρότερων όπλων, μεταξύ άλλων, αντιαεροπορικών πυραύλων Stinger και αντιαρματικών πυραύλων.
«Η δέσμευση των Ηνωμένων Πολιτειών στην Ταϊβάν και τα βήματα που κάνει η Ταϊβάν για να ενισχύσει τις ικανότητές της στην αυτοάμυνα συμβάλλουν στη διατήρηση της ειρήνης και της σταθερότητας στα στενά της Ταϊβάν και στην περιοχή», ανέφερε σχετικά το Αμερικανικό Ινστιτούτο στην Ταϊβάν.