Κόσμος

FT: Monte dei Paschi – Πόσο το τράβηξε η Ιταλία για να σώσει την προβληματική τράπεζα;

Υπάρχει ένα παλιό ρητό στη μεσαιωνική πόλη Σιένα της Τοσκάνης που αποδίδει τη σημασία της τράπεζας Monte dei Paschi για την τοπική οικονομία

Υπάρχει ένα παλιό ρητό στη μεσαιωνική πόλη Σιένα της Τοσκάνης που αποδίδει τη σημασία της τράπεζας Monte dei Paschi για την τοπική οικονομία: «Κάθε Σιενέζος είναι είτε υπάλληλος είτε συνταξιούχος είτε φιλοδοξεί να είναι υπάλληλος της Monte dei Paschi».

Η τράπεζα, της οποίας η ιστορία ξεκινάει το 1472, ήταν ο κύριος υποστηρικτής των πολυάριθμων πολιτιστικών, μουσικών και αθλητικών εκδηλώσεων της πόλης, συμπεριλαμβανομένης της ετήσιας ιπποδρομίας Palio di Siena, η οποία εξακολουθεί να προσελκύει τουρίστες από όλο τον κόσμο κάθε χρόνο. Μέχρι πριν από δέκα χρόνια, οι χορηγίες της στην πόλη έφταναν περίπου 33 εκατ. ευρώ το χρόνο.

«Η Monte dei Paschi ήταν η Σιένα», λέει πρώην στέλεχος.

Κατά κάποιο τρόπο, αντιπροσώπευε επίσης την Ιταλία – διαρκές σύμβολο του ρόλου της χώρας στη καλλιέργεια των σπόρων του σύγχρονου τραπεζικού συστήματος. Το ίδρυμα που κάποτε έλεγχε την τράπεζα είχε στενούς δεσμούς με τα αριστερά κόμματα της Ιταλίας, με τα μέλη του διοικητικού της συμβουλίου να διορίζονται από τοπικούς πολιτικούς.

Μετά όλα κατέρρευσαν. Η άστοχη εξαγορά αντιπάλου το 2007 ξεκίνησε πορεία παρακμής που την άφησε σε «κώμα με μηχανική υποστήριξη» για περισσότερο από δεκαετία. Δισεκατομμύρια ευρώ σε κρατική βοήθεια και πολλαπλές ενέσεις κεφαλαίου απέτυχαν να αποκαταστήσουν την οικονομική υγεία της και το 2017, κρατικοποιήθηκε με bailout αξίας 5,4 δισ. ευρώ.

Φέτος, το ιταλικό Υπουργείο Οικονομικών τοποθέτησε νέο διευθύνοντα σύμβουλο και προσπάθησε να την αναβιώσει μέσω μιας ακόμη έκδοσης δικαιωμάτων εγγραφής, το έβδομο σε 14 χρόνια. Στόχος είναι η αναδιάρθρωση της τράπεζας με σκοπό να ξαναγίνει ιδιωτική. Μια πρώτη απόπειρα πέρυσι απέτυχε αφού η UniCredit με έδρα το Μιλάνο και το ιταλικό υπουργείο Οικονομικών απέτυχαν να συμφωνήσουν τους όρους της εξαγοράς.

Τώρα, η νέα εθνικιστική κυβέρνηση της Ιταλίας μπορεί να έχει ευκαιρία να βρει αγοραστή αφού η αμφιλεγόμενη αύξηση κεφαλαίου των 2,5 δισ. ευρώ, η οποία περιλαμβάνει 1,6 δισ. ευρώ που από τα ταμεία του ιταλικού κράτους, ήταν απροσδόκητα επιτυχημένη.

Ωστόσο, για να οριστικοποιηθεί το ζήτημα των δικαιωμάτων και να προχωρήσει η ιδιωτικοποίηση, η κυβέρνηση πρέπει να βασιστεί στο ότι οι Βρυξέλλες θα κάνουν τα στραβά μάτια σε αυτό που οι ειδικοί και οι επενδυτές έχουν ορίσει ως κραυγαλέα περίπτωση παραβίασης κανόνων από την Ιταλία και την τράπεζα.

Καθώς οι μέτοχοι έδειξαν ελάχιστο ενδιαφέρον για την τελευταία αύξηση κεφαλαίου της, η MPS έπεισε μια ομάδα τραπεζών να εγγυηθούν το πλήρες μερίδιο των ιδιωτών επενδυτών με αντάλλαγμα δελεαστική αμοιβή.

Για να μειώσουν περαιτέρω τον κίνδυνο, αυτές οι τράπεζες συνήψαν συμφωνίες υπο-αναδοχής των εγγυήσεων με άλλους επενδυτές που συμφώνησαν να εκκαθαρίσουν τυχόν απούλητες μετοχές με αντάλλαγμα μέρος των προμηθειών των τραπεζών.

Αυτό φαίνεται να παραβαίνει τους κανόνες της ΕΕ σχετικά με κρατικές ενισχύσεις που αναφέρουν ότι η κυβέρνηση μπορεί να συμμετάσχει στην αύξηση κεφαλαίου μόνο εάν όλοι οι επενδυτές —δημόσιοι και ιδιωτικοί— υπόκεινται στους ίδιους όρους.

Οι επενδυτές ισχυρίστηκαν ότι στην ομάδα των τραπεζών και των υπό-αναδοχών είχαν προσφερθεί σημαντικά κίνητρα σε αντάλλαγμα για την υποστήριξή τους, ενώ οι Ιταλοί φορολογούμενοι αφέθηκαν να επωμιστούν τον πλήρη κίνδυνο.

Ακόμη και αν η συμφωνία μπορεί να δικαιολογηθεί με εκτίμηση κόστους-οφέλους, λέει η Λουτσία Τατζόλι, καθηγήτρια διεθνών αγορών και ευρωπαϊκών ιδρυμάτων στο Politecnico di Milano, «το γεγονός ότι πρόκειται για παραβίαση των κανόνων είναι αναμφισβήτητο».

Ωστόσο, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν έχει λάβει καμία ενέργεια μέχρι στιγμής και ο Τζιακάρλο Τζιορτζέτι, ο νέος υπουργός Οικονομικών της Ιταλίας, αποκάλυψε αυτή την εβδομάδα ότι η κυβέρνηση σχεδίαζε «ομαλή έξοδο» από την MPS. Η τράπεζα αρνήθηκε να σχολιάσει το θέμα.

«Η MPS ήταν από τα στρατηγικά πλεονεκτήματα της χώρας μας, η τρέχουσα κατάσταση δεν επιτρέπει άλλα λάθη», λέει ο Βάλτερ Ριτσέτο, βουλευτής του κυβερνώντος κόμματος Αδέλφια της Ιταλίας. «Καθώς η τράπεζα αναζητά νέο ιδιοκτήτη, πρέπει να επιβλέπουμε προσεκτικά τα γεγονότα για να είμαστε βέβαιοι ότι η MPS θα είναι οικονομικά υγιής για τα επόμενα χρόνια».

Μετά από 15 χρόνια οικονομικών σκανδάλων, ζητημάτων δικαιωμάτων, αποτυχημένων τεστ αντοχής και ζημιών δισεκατομμυρίων ευρώ, τόσο η ΕΕ όσο και η Ιταλία θέλουν απλώς να βάλουν τελεία στα θέματα της παλαιότερης τράπεζας στον κόσμο.

«Είναι καλύτερα να αφήσουμε το θέμα να περάσει», λέει άλλο πρώην στέλεχος της MPS. «Οι ρυθμιστικές αρχές θα έχουν μεγαλύτερο πρόβλημα εάν η MPS τελικά αποτύχει και κάποια στιγμή κάποιος θα πρέπει να εξηγήσει πώς φτάσαμε εδώ. . . και αυτές οι αρχές βρίσκονται στη Φρανκφούρτη, τις Βρυξέλλες και τη Ρώμη».

Δεκαπέντε κακές χρονιές

Το πρόβλημα ξεκίνησε το 2007, όταν η Τράπεζα της Ιταλίας άναψε το πράσινο φως για την εξαγορά της τοπικής ανταγωνίστριας Antonveneta από την MPS για 9 δισεκατομμύρια ευρώ. Η εξαγορά χρηματοδοτήθηκε μέσω έκδοσης δικαιωμάτων 5 δισ. ευρώ, μετατρέψιμου τίτλου αξίας 1 δισ. ευρώ και σύνθετων ομολόγων αξίας δισεκατομμυρίων ευρώ.

«[Η εξαγορά] ήταν η μητέρα όλων των κακών αποφάσεων», τόνισε ο Πιεραντόνιο Ζανετίν, γερουσιαστής του κόμματος Forza Italia, μικρότερος εταίρος του συνασπισμού και πρώην μέλος της επιτροπής του ιταλικού κοινοβουλίου που ερευνούσε το τραπεζικό και χρηματοπιστωτικό σύστημα.

«Οποιοσδήποτε λογιστής θα είχε δει ότι τα νούμερα δεν ήταν σωστά», λέει ένα από τα δύο πρώην στελέχη της MPS, που εντάχθηκαν στη διοίκηση της τράπεζας χρόνια μετά την εξαγορά, «αλλά η διοίκηση της τράπεζας εκείνη την εποχή δεν ήταν ειδικοί στα οικονομικά. Όσο για τη ρυθμιστική αρχή, είναι δύσκολο να καταλάβουμε [πώς δεν το είδαν]».

Η εξαγορά εγκρίθηκε από την Τράπεζα της Ιταλίας όταν ο πρώην πρωθυπουργός και πρώην επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Μάριο Ντράγκι ήταν στο τιμόνι της. Η Τράπεζα της Ιταλίας λέει ότι η συμφωνία «εγκρίθηκε επειδή οι όροι της ήταν σύμφωνοι με τα κριτήρια που προέβλεπαν οι κανόνες εκείνη την εποχή».

«Η ιστορία θα κρίνει τι συνέβη στη συνέχεια», λέει ο Λορέντσο Κοντόνιο, πρώην διευθυντής του ιταλικού υπουργείου Οικονομικών.

Το 2012, η τράπεζα υπέβαλε αίτηση για κρατική ενίσχυση, επικαλούμενη τη μεγάλη έκθεσή της σε κρατικά ομόλογα, αφού το stress test της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών ανέδειξε έλλειμμα κεφαλαίου 3,3 δισ. ευρώ.

Αφού έλαβε την απαιτούμενη υποστήριξη, η διοίκηση της τράπεζας διόρθωσε τους λογαριασμούς για να δείξει ότι οι ζημίες προήλθαν στην πραγματικότητα από τρεις συναλλαγές παραγώγων που πραγματοποιήθηκαν μεταξύ 2006 και 2009, ύψους άνω των 730 εκατ. ευρώ.

Η MPS πλήρωσε 11 εκατομμύρια δολάρια σε δικαστικό συμβιβασμό για τις κρυφές απώλειες το 2016. Δεκατρείς πρώην τραπεζίτες καταδικάστηκαν σε φυλάκιση το 2019 για φερόμενη συνεννόηση στη συγκάλυψη, προτού αθωωθούν μετά από έφεση τον Μάιο του τρέχοντος έτους.

Η υπόθεση εξακολουθεί να θεωρείται από τα μεγαλύτερα οικονομικά σκάνδαλα στην ιστορία της Ιταλίας. Οι λαϊκιστές πολιτικοί το παρουσίασαν ως καταδικαστική απόδειξη ότι ολόκληρο το κατεστημένο ήταν σάπιο.

Η ειρωνεία είναι ότι το ιταλικό κράτος ήταν αρχικά απρόθυμο να εμπλακεί με τις τράπεζές του αμέσως μετά την οικονομική κρίση. Επέλεξε να μην παρέμβει με δημόσιο χρήμα για να ενισχύσει το ιταλικό τραπεζικό σύστημα, το οποίο τότε χαρακτηριζόταν από μικρότερες τράπεζες με σημαντικά τοπικά δίκτυα και μεγάλες δραστηριότητες δανεισμού λιανικής.

Εκείνη την εποχή, οι κανόνες της ΕΕ δεν απέτρεπαν τέτοιες παρεμβάσεις, αλλά αξιωματούχοι της ιταλικής κυβέρνησης και ρυθμιστικές αρχές θεώρησαν ότι η κίνηση, σε χώρα με πολύ υψηλό δημόσιο χρέος, θα φαινόταν αρνητική στις χρηματοπιστωτικές αγορές. Οι αξιωματούχοι υποστήριξαν επίσης ότι, διαφορετικά από πολλές ευρωπαϊκές τράπεζες, οι ιταλικές τράπεζες δεν διατηρούσαν «τοξικά περιουσιακά στοιχεία» στους ισολογισμούς τους.

«Ήταν σοβαρό λάθος», λέει ο Κοντόνιο, ο οποίος τώρα ηγείται της εταιρείας συμβούλων LC Macro Advisors με έδρα το Λονδίνο. «Αν η Ιταλία είχε διοχετεύσει χρήματα στην MPS εκείνη την εποχή και είχε τον έλεγχό της, δεν θα ήμασταν σε αυτή την κατάσταση τώρα».

Μετά την οικονομική κρίση, η χώρα γνώρισε αρκετές τοπικές τραπεζικές κρίσεις, καθώς τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια αυξήθηκαν και τα περιθώρια κέρδους διαβρώθηκαν. Η MPS έδωσε περίπου 45 δισ. ευρώ σε δάνεια όλα αυτά τα χρόνια που δεν έχουν αποπληρωθεί ποτέ και το 2014 η τράπεζα ανέφερε καθαρή ζημιά ρεκόρ ύψους 5,4 δισ. ευρώ.

Το 2015, τέσσερις τοπικές τράπεζες στην Ιταλία τέθηκαν σε καθεστώς εξυγίανσης και οι αποταμιευτές λιανικής εξοντώθηκαν πλήρως. Ο συνταξιούχος Λουιτζίνο Ντ’Αντζελο αυτοκτόνησε όταν έχασε τις αποταμιεύσεις μιας ζωής σε μια από τις χρεοκοπίες των τραπεζών, και έγινε το σύμβολο του κοινωνικού κόστους των νέων κανόνων «bail-in» της ΕΕ, όπου οι μέτοχοι, οι καταθέτες και οι ομολογιούχοι μπορούν να χάσουν τα πάντα.

Αυτές ήταν τοπικές τράπεζες και ο αντίκτυπος στην κοινότητα, στην κοινή γνώμη, στην εμπιστοσύνη στο τραπεζικό σύστημα της χώρας ήταν καταστροφικός

«Οι αρχές πίσω από τους κανόνες της ΕΕ για τη διάσωση είναι απολύτως αποδεκτές, αλλά ήταν λάθος να μην καταλάβατε ότι στην περίπτωση της Ιταλίας μεγάλο μέρος του πληθυσμού ήταν εκτεθειμένο στο χρέος των τραπεζών», λέει ο Κοντόνιο.

«Οι κανόνες έπρεπε να είχαν εφαρμοστεί με κάποιου είδους διαφοροποίηση σε όλη την Ευρώπη, αλλά όποιος έπρεπε να λάβει υπόψη αυτές τις πτυχές, δεν το έκανε», προσθέτει.

Δύο χρόνια αργότερα, η Banca Popolare di Vicenza και η Veneto Banca, με έδρα την πλούσια περιοχή του Βένετο, κηρύχθηκαν αφερέγγυες. Οι ομολογιούχοι και οι καταθέτες γλίτωσαν και ορισμένα από τα περιουσιακά στοιχεία και τις υποχρεώσεις τους εξαγοράστηκαν από την μεγαλύτερη τράπεζα της χώρας, την Intesa Sanpaolo, έναντι συμβολικής πληρωμής € 1.

Η κατάρρευση των τραπεζών του Βένετο λειτούργησε ως καμπανάκι κινδύνου στο εσωτερικό της κυβέρνησης για μεγαλύτερα, συστημικά ιδρύματα. «Ήταν τοπικές τράπεζες και ο αντίκτυπος στην κοινότητα, στην κοινή γνώμη, στην εμπιστοσύνη στο τραπεζικό σύστημα της χώρας ήταν καταστροφικός», λέει πρώην υπουργός της κυβέρνησης. «Φανταστείτε τι αντίκτυπο θα είχε η εκκαθάριση της MPS, της τρίτης μεγαλύτερης και συστημικά σημαντικής τράπεζας της χώρας».

Ωστόσο, το κράτος δεν έχει πολλά να δείξει για τα 20 δισεκατομμύρια ευρώ σε κρατική βοήθεια και ιδιωτικά κεφάλαια που διοχετεύθηκαν στην MPS τα τελευταία 15 χρόνια.

«Όλα αυτά τα χρήματα χρησίμευαν μόνο για την αποπληρωμή δανείων και μερική κάλυψη των ζημιών», λέει ένα από τα πρώην στελέχη της MPS. «Μπορεί, τα υποκαταστήματα να έκλεισαν και ο αριθμός των εργαζομένων να μειώθηκε, αλλά δεν επινοήθηκε ποτέ σχέδιο βαθιάς αναδιάρθρωσης».

Τελευταία ευκαιρία

Αυτό πρόκειται να αλλάξει, λένε πρώην κυβερνητικά στελέχη και πρώην στελέχη της MPS. Ο Λουίτζι Λοβάλιο, διάσημος ειδικός στην εξυγίανση τραπεζών, διορίστηκε τον Φεβρουάριο από την τότε κυβέρνηση Ντράγκι για να εκτελέσει την αύξηση κεφαλαίου και να αναδιαρθρώσει την τράπεζα πριν την πουλήσει.

Ο Λοβάλιο, ο οποίος ήταν επικεφαλής της Πολωνικής μονάδας της UniCredit, πέρασε το καλοκαίρι επισκεπτόμενος επενδυτές σε όλη την Ευρώπη για να παρουσιάσει το τριετές σχέδιό του για την τράπεζα, ελπίζοντας να λάβει την υποστήριξή τους για τη δόση των 900 εκατ. ευρώ που προοριζόταν για ιδιώτες επενδυτές.

Κάποια στιγμή η ιταλική εταιρεία διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων Anima, η οποία έχει εμπορική συνεργασία με την MPS, είπε στη Λοβάλιο ότι θα ήταν πρόθυμη να συνεισφέρει έως και 300 εκατ. ευρώ σε αντάλλαγμα τη βελτίωση των όρων της υπάρχουσας εμπορικής συμφωνίας τους.

Σύμφωνα με τους κανόνες της ΕΕ για τις κρατικές ενισχύσεις, η κυβέρνηση πρέπει να συμμετέχει υπό τους ίδιους όρους με τους ιδιώτες επενδυτές στους οποίους δεν μπορούν επομένως να προσφερθούν τέτοια κίνητρα. Ο Λοβάλιο επέμεινε ότι θα πετύχαινε να πείσει άλλους επενδυτές.

Όσοι τον συνάντησαν στο Μιλάνο και στο Λονδίνο είπαν ότι τους διαβεβαίωσε ότι η έκβαση της αύξησης κεφαλαίου θα ήταν διαφορετική από τις προηγούμενες έξι. Αυτή τη φορά, τους είπε, υπήρχε κέρδος.

Οι διαχειριστές κεφαλαίων και περιουσιακών στοιχείων δεν τον πίστευαν. Σνόμπαραν εντελώς το ζήτημα των δικαιωμάτων, το οποίο θα είχε τον κίνδυνο να εμποδίσει το ίδιο το κράτος να συνεισφέρει τα 1,6 δισ. ευρώ που είχε δεσμεύσει.

Για να αποφευχθεί η παραβίαση των κανόνων για τις κρατικές ενισχύσεις, η Ιταλία θα μπορούσε να συμμετέχει μόνο αναλογικά, επενδύοντας 1,78 ευρώ για κάθε 1 ευρώ ιδιωτικού χρήματος.

Στις αρχές Οκτωβρίου, το ζήτημα των δικαιωμάτων φαινόταν προβληματικό. Η ομάδα των οκτώ τραπεζών που διοργάνωσαν τη συμφωνία, συμπεριλαμβανομένων των Bank of America, Mediobanca, Citibank και Credit Suisse, αρνήθηκαν να εγγυηθούν ότι θα εκκαθαρίσουν τις απούλητες μετοχές χωρίς να δουν προηγούμενες αμετάκλητες δεσμεύσεις από τρίτα μέρη για τουλάχιστον μέρος των εκκρεμών €900 εκατ.

Η Anima, από την πλευρά της, απέσυρε την αρχική της προσφορά αφού οι συνομιλίες με την MPS για την εμπορική συμφωνία ναυάγησαν.

Αρκετοί τραπεζίτες πρότειναν η MPS να διερευνήσει άλλες επιλογές για την άντληση κεφαλαίων ή, ίσως, να καθυστερήσει το ζήτημα των δικαιωμάτων επικαλούμενη το περίπλοκο μακροοικονομικό περιβάλλον. Αλλά ο Λοβάλιο και το Υπουργείο Οικονομικών ήταν αποφασισμένοι να συνεχίσουν και έκαναν μια τελευταία προσπάθεια να βρουν τρόπο να παρακάμψουν τις απορρίψεις.

Τις ημέρες πριν από τις 17 Οκτωβρίου, όταν η MPS ξεκίνησε τελικά το ζήτημα των δικαιωμάτων, οι διαπραγματεύσεις μεταξύ της διοίκησης της τράπεζας της Τοσκάνης, των επενδυτικών τραπεζιτών και των πιθανών επενδυτών έγιναν τεταμένες, μερικές φορές ακόμη και επεισοδιακές.

Τελικά, βρέθηκε λύση. Ο όμιλος τραπεζών που διοργάνωσε τη συμφωνία, μαζί με την Algebris, με έδρα το Μιλάνο, συμφώνησαν να αναλάβουν το πλήρες μερίδιο των ιδιωτών επενδυτών με αντάλλαγμα εξαιρετικά προσοδοφόρα προμήθεια 125 εκατ. ευρώ.

Είχαν επίσης βρει «επενδυτές πρώτης κατανομής» ή υπο-αναδόχους που δεσμεύτηκαν να αγοράσουν μέρος των μετοχών που είχαν απομείνει, επίσης έναντι αμοιβής, μεταφέροντας ουσιαστικά μέρος του κινδύνου από τον όμιλο των τραπεζών. Πολλοί από αυτούς τους υπό-αναδοχείς είχαν προηγουμένως συμφέροντα στη MPS.

Η μεγαλύτερη ήταν η γαλλική ασφαλιστική εταιρεία Axa, η οποία έχει εμπορική συνεργασία με την MPS. Η ασφαλιστική συνεισέφερε 200 εκατ. ευρώ, καθιστώντας την τον μεγαλύτερο συνεισφέροντα στην αύξηση κεφαλαίου.

Οι Financial Times ανέφεραν τον περασμένο μήνα ότι σε αντάλλαγμα για τη στήριξη της αύξησης κεφαλαίου, η γαλλική ασφαλιστική εταιρεία και η MPS άρχισαν να συζητούν εκ νέου τους όρους της υπάρχουσας συνεργασίας τους. Σε ανακοίνωση της, η Axa ανέφερε: «Δεν υπήρξε καμία αλλαγή στη σχέση μας με την MPS, καμία δέσμευση, καμία τροποποίηση στις συμφωνίες μας».

Σε ανοικτή συνάντηση με θέμα τα κέρδη τον περασμένο μήνα, ο Λοβάλιο χαιρέτισε το «νέο κεφάλαιο» της ιταλικής τράπεζας. «Η MPS θα μπορεί πλέον να χρηματοδοτήσει τη μείωση του κόστους προσωπικού κατά 20 τοις εκατό και θα αξιοποιήσει στο έπακρο τις δυνατότητές της, βελτιώνοντας τα οικονομικά της αποτελέσματα», υπογράμμισε. Πάνω από 4.000 άτομα υπέβαλαν αίτηση για πρόγραμμα εθελουσίας εξόδου, το οποίο θα χρηματοδοτηθεί με 1 δισ. ευρώ από την αύξηση κεφαλαίου.

Όμως,  για ορισμένους επενδυτές, δυσοσμία νεποτισμού περιβάλλει το ζήτημα των δικαιωμάτων. Κάποιος short seller προέτρεψε μάλιστα την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να μπλοκάρει το ζήτημα των δικαιωμάτων. Άλλοι ήρθαν σε επαφή με αξιωματούχους των Βρυξελλών για να επισημάνουν την παραβίαση των κανόνων της ΕΕ για τις κρατικές ενισχύσεις.

Ωστόσο, παρά τις καταγγελίες τους, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν έχει προχωρήσει σε έρευνα για την MPS. Κάποιοι παρατηρητές φοβούνται ότι η έλλειψη ανταπόκρισης θα υπονομεύσει τους υφιστάμενους κανόνες εξυγίανσης των τραπεζών, σύμφωνα με τους οποίους οι κυβερνήσεις δεν πρέπει να υποστηρίζουν, πάση θυσία, τις τράπεζες που πτωχεύουν.

Αλλά για κάποιους, ο σκοπός αγιάζει τα μέσα, ειδικά αν αυτό σημαίνει να τελειώσει πλέον το έπος της MPS. Η τελευταία αύξηση κεφαλαίου είναι σίγουρα «συστημική λειτουργία και όχι  εξαγορά», λέει ο Ζανέτιν, γερουσιαστής του Forza Italia. «Αλλά είναι δίκαιο να περάσει τελικά και η MPS τελικά να ιδιωτικοποιηθεί». Τα bail-ins, επισημαίνει, «μπορεί να καταλήξουν να κοστίζουν ακόμη περισσότερο στους φορολογούμενους».

Πηγή: Financial Times

Διαβάστε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο