Ο Τσελίκ εδωσε το στίγμα κατηγορώντας τον υπουργό Εξωτερικών της Ελλάδας και τον πρωθυπουργό, ότι όλο το 2022 είχαν σαμποτάρει τη θετική προσέγγιση που επέδειξε η Τουρκία.
Από την άνοιξη του 2022 η τουρκική εξωτερική πολιτική, παράλληλα με τη ρητορική της αμφισβήτησης της κυριαρχίας των νησιών του ανατολικού Αιγαίου, έκανε στροφή. Με σημαία την στρατιωτικοποίηση τους, άρχισε να κατηγορεί την Ελλάδα για επεκτατική, αδιάλλακτη και προκλητική στάση. Με λίγα λόγια υιοθέτησε την αντιστροφή αυτών, για τα οποία κατηγορείτο η ίδια από την Ελλάδα, λογω της αμφισβήτησης του εναέριου χώρου, των υπερπτήσεων και του casus belli σε περίπτωση άσκησης του δικαιώματος για επέκταση σε 12 μίλια στο Αιγαίο.
Η γλώσσα σκλήρυνε και από τους αξιωματούχους. Έφτασε ο πρόεδρος της Τουρκίας να λέει ότι είναι ικανός να χτυπήσει ακόμη και την Αθήνα με τον τουρκικής κατασκευής πύραυλο Typhoon. Το δε “μια νύχτα, ξαφνικά”, έγινε πλέον ρουτίνα.
Μόνο προεκλογικές σκοπιμότητες;
Μπορεί οι περισσότεροι να μιλούν για προεκλογική αντιπαράθεση με στόχο το εθνικιστικό ακροατήριο. Τα πράγματα όμως δεν είναι τόσο απλά. Παρά την πρόσφατη προσπάθεια αποκατάστασης των διαύλων επικοινωνίας Αγκυρας-Αθήνας στις Βρυξέλλες με μεσολάβηση του Βερολίνου, θεωρείται δεδομένο πως μέχρι τις εκλογές σε Τουρκία και Ελλάδα η κατάσταση θα παλινδρομεί στα ίδια μοτίβα. Δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι μετά την εκλογική αναμέτρηση θα αλλάξουν τα πράγματα προς το καλύτερο.
Πρώτον, διότι ανεξάρτητα από το εκλογικό αποτέλεσμα η ιστορία έχει δείξει πως ό,τι έχει προσθέσει μέχρι σήμερα η Άγκυρα στο τραπέζι δεν έχει αποσυρθεί, όσο παράλογο κι αν φαντάζει για την Ελλάδα και την διεθνή κοινότητα. Δεύτερον, έχει καλλιεργηθεί στις νέες γενιές της Τουρκίας η εικόνα μιας εχθρικής Ελλάδας. Ακόμη και ένας ισχυρός σε λαϊκό έρεισμα ηγέτης, σαν τον Ερντογάν, θα χρειαστεί μεγάλη προσπάθεια και πολλά επιχειρήματα για να αντιστρέψει την ζημιά που έχει γίνει. Τρίτον, το κατεστημένο της τουρκικής διπλωματίας και ο κρατικός μηχανισμός για πρώτη φορά, τις τελευταίες δεκαετίες έχουν ξεδιπλώσει πλήρως τους ευσεβείς πόθους και όσα λέγονταν κεκλεισμένων των θυρών, όχι απλά δημόσια μέσω απόστρατων και αναλυτών. Αλλά τα διατύπωσε ως επίσημη πολιτική.
Βλέποντας τώρα πως αυτό, μετά την επιτυχή διεθνοποίηση των θεμάτων από την Ελλάδα, αρχίζει να έχει δυσβάσταχτο κόστος και να οδηγεί σε πιέσεις από την διεθνή κοινότητα και ιδιαίτερα τις ΗΠΑ, η Άγκυρα στρέφεται σε πολιτική αντισταθμιστική. Επιχειρεί διεθνοποίηση θέσεων που κατηγορούν την Ελλάδα για επεκτατισμό και μαξιμαλιστικές τάσεις και ενέργειες. Κατά συνέπεια, μετά από δύο δύσκολες χρονιές στις σχέσεις Ελλάδας Τουρκίας, στο νέο έτος μια πιθανή βελτίωση δεν φαντάζει εύκολη υπόθεση.
Ακόμη και μετά τις εκλογές που πρόκειται να γίνουν και στις δύο χώρες θα χρειαστεί ιδιαίτερη προσπάθεια, βούληση και σταθερότητα για να κάνουν αμφότερες τολμηρά βήματα, που θα μπορούσαν να ανοίξουν τον δρόμο για εκτόνωση και επίλυση διαφορών, που λιμνάζουν από τον περασμένο αιώνα.